Τουρισμός για ποιον;

Το σημερινό μοντέλο τουρισμού αποδείχθηκε κοινωνικά άδικο, περιβαλλοντικά καταστροφικό και, μακροπρόθεσμα, οικονομικά ασύμφορο για τη χώρα στο σύνολο της.

Τουρισμός για ποιον;

Κάθε χρόνο, οι αριθμοί προκαλούν μια ευφορία στην πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας. Ρεκόρ αφίξεων, ρεκόρ εσόδων, ο τουρισμός ως η «βαριά βιομηχανία», η «ατμομηχανή» που σέρνει το τρένο της ελληνικής οικονομίας. Πίσω από τη θριαμβευτική ρητορική, όμως, κρύβεται ένα ερώτημα που σπάνια τολμάμε να θέσουμε δημόσια, με την ένταση που του αρμόζει: Τουρισμός, αλλά, για ποιον; Αν η «ατμομηχανή» παράγει τόσο μεγάλο πλούτο, γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των τοπικών κοινωνιών και των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του κλάδου βιώνουν μια πραγματικότητα αυξανόμενης πίεσης, εκμετάλλευσης και κοινωνικής διάρρηξης;

Η απάντηση είναι πως το κυρίαρχο μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης – ένα μοντέλο που στηρίζεται στην ποσότητα έναντι της ποιότητας, στο τρίπτυχο «ήλιος, θάλασσα και all inclusive» και στην ανεξέλεγκτη επέλαση της βραχυχρόνιας μίσθωσης – έχει πάψει από καιρό να είναι βιώσιμο. Έχει μετατραπεί σε μια τεράστια εξορυκτική επιχείρηση που μεγιστοποιεί το κέρδος για λίγους, διεθνείς και εγχώριους, οικονομικούς ομίλους, λεηλατώντας ταυτόχρονα το φυσικό περιβάλλον, εξαντλώντας το ανθρώπινο δυναμικό και, τελικά, υπονομεύοντας το ίδιο το τουριστικό προϊόν μακροπρόθεσμα. Τελικά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα μοντέλο που «κανιβαλίζει το ίδιο του το προϊόν», τρώγοντας τις σάρκες του για να συντηρήσει μια ψευδαίσθηση ανάπτυξης.

Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται το μοντέλο του “all-inclusive”. Παρουσιάζεται ως ένας αποτελεσματικός τρόπος προσέλκυσης μαζικού τουρισμού, αλλά στην πράξη δημιουργεί κλειστές οικονομικές «φούσκες». Ο τουρίστας φτάνει με ένα προπληρωμένο πακέτο, διαμένει, σιτίζεται και διασκεδάζει εντός των τειχών του ξενοδοχειακού συγκροτήματος ή και της κρουαζιέρας, και αναχωρεί έχοντας αφήσει ελάχιστα χρήματα στην τοπική οικονομία – στα εστιατόρια, τα καφέ, τα τοπικά καταστήματα, τους μικρούς παραγωγούς.

Διεθνείς μελέτες για το φαινόμενο της «οικονομικής διαρροής» στον τουρισμό είναι αποκαλυπτικές. Σε πολλές περιπτώσεις μαζικού τουρισμού, εκτιμάται ότι για κάθε 100 ευρώ που ξοδεύει ένας τουρίστας σε ένα πακέτο all-inclusive, λιγότερα από 20-25 ευρώ καταλήγουν τελικά στην τοπική κοινωνία. Τα υπόλοιπα καταλήγουν σε διεθνείς tour operators, σε αλυσίδες ξενοδοχείων ξένων συμφερόντων, σε εταιρείες αερομεταφορών και σε εισαγωγικές εταιρείες που προμηθεύουν τα ξενοδοχεία με προϊόντα από το εξωτερικό. Αυτό που παρουσιάζεται ως εθνικό έσοδο, στην πραγματικότητα δεν ποτίζει τις ρίζες της τοπικής οικονομίας, αλλά εξατμίζεται προς τα μεγάλα κέντρα του παγκόσμιου τουριστικού κεφαλαίου.

Το κόστος αυτής της πρακτικής δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι και περιβαλλοντικό. Η εμμονή στην προσέλκυση όλο και περισσότερων τουριστών, χωρίς κανένα σχέδιο και κανέναν σεβασμό στα όρια της φύσης, έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή λεηλασία των φυσικών πόρων, ειδικά στα πιο ευαίσθητα νησιωτικά οικοσυστήματα.

Το πρόβλημα της ύδρευσης σε νησιά όπως η Πάρος, η Σαντορίνη, η Ίος και η Μύκονος έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Κάθε καλοκαίρι, οι τοπικές κοινωνίες βιώνουν πολύωρες διακοπές νερού, την ώρα που χιλιάδες πισίνες καταναλώνουν αλόγιστα τους ελάχιστους υδάτινους πόρους. Η αφαλάτωση, που παρουσιάζεται ως πανάκεια, είναι μια διαδικασία εξαιρετικά ενεργοβόρα και κοστοβόρα, το βάρος της οποίας μετακυλίεται και πάλι στους μόνιμους κατοίκους.

Αντίστοιχα, η διαχείριση των απορριμμάτων έχει μετατραπεί σε έναν μόνιμο εφιάλτη. Οι τοπικές υποδομές, σχεδιασμένες για τις ανάγκες λίγων χιλιάδων κατοίκων, καλούνται να διαχειριστούν τα απόβλητα εκατοντάδων χιλιάδων τουριστών, με αποτέλεσμα οι παράνομες χωματερές και οι εικόνες ντροπής με βουνά από σκουπίδια να αποτελούν κανονικότητα.

Η άναρχη δόμηση ολοκληρώνει την εικόνα της καταστροφής. Ολόκληρες παραλίες και παράκτιες ζώνες ιδιωτικοποιούνται de facto από beach bars και ξενοδοχειακά συγκροτήματα, ενώ η δίψα για γρήγορο κέρδος από την οικοδομή αλλοιώνει αμετάκλητα το κυκλαδίτικο τοπίο και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Επιγραμματικά, αυτό είναι η συστηματική υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των προορισμών. Κάθε τόπος έχει ένα όριο στο πόσους επισκέπτες και πόση δραστηριότητα μπορεί να αντέξει χωρίς να καταρρεύσει. Εμείς, εδώ και χρόνια, επενδύουμε στην αγνόηση των ορίων αυτών.

Ακόμη, πίσω από τις λαμπερές εικόνες των τουριστικών προορισμών, υπάρχει ένα τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό που βιώνει συνθήκες ακραίας εργασιακής εκμετάλλευσης. Η «βαριά βιομηχανία» της χώρας στηρίζεται σε ένα στράτευμα εκατοντάδων χιλιάδων εποχικά εργαζομένων, των οποίων τα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια συχνά συνθλίβονται κάτω από την πίεση της «σεζόν».

Η ζωή τους είναι ένας διαρκής κύκλος εξάντλησης και ανασφάλειας. Το καλοκαίρι, η πραγματικότητα είναι 12ωρες και 14ωρες βάρδιες, επτά ημέρες την εβδομάδα, χωρίς ρεπό, με ελάχιστο χρόνο για ανάπαυση. Η εντατικοποίηση της εργασίας, ειδικά σε συνθήκες έλλειψης προσωπικού, οδηγεί σε σωματική και ψυχολογική κατάρρευση. Τον χειμώνα, ακολουθεί η απότομη ανεργία. Το επίδομα ανεργίας είναι ανεπαρκές για να καλύψει τις ανάγκες μιας ολόκληρης εκτός σεζόν περιόδου, καταδικάζοντας τους εργαζόμενους σε μια διαρκή αβεβαιότητα, χωρίς καμία δυνατότητα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού της ζωής τους.

Ταυτόχρονα, το ίδιο το μοντέλο του υπερτουρισμού διώχνει τους ντόπιους από τον τόπο τους. Η στεγαστική κρίση, που τροφοδοτείται από την ανεξέλεγκτη επέκταση του Airbnb, καθιστά αδύνατο για έναν νέο άνθρωπο, έναν δάσκαλο ή έναν γιατρό να βρει σπίτι με λογικό ενοίκιο στα νησιά. Οι τοπικές κοινωνίες χάνουν τη συνοχή τους, μετατρεπόμενες σε θεματικά πάρκα για τουρίστες, χωρίς μόνιμους κατοίκους. Μια πραγματική ταϊλανδοποίηση δηλαδή.

Η ανατροπή αυτού του αυτοκαταστροφικού μοντέλου δεν είναι ουτοπία. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης και εφαρμογής μιας νέας, εθνικής στρατηγικής που θα θέτει την ποιότητα πάνω από την ποσότητα και τον σεβασμό στον άνθρωπο και το περιβάλλον πάνω από το γρήγορο κέρδος. Ουσιαστικά, απαιτείται μια νέα κοινωνική συμφωνία για τον τουρισμό:

1. Θεσμοθέτηση “φόρου βιωσιμότητας”: Είναι καιρός οι επιχειρηματικοί κλάδοι που επιβαρύνουν περισσότερο τις τοπικές υποδομές και το περιβάλλον, να επιστρέψουν ένα μέρος των κερδών τους στην κοινωνία. Προτείνεται η επιβολή ενός ειδικού τέλους βιωσιμότητας στα ξενοδοχεία τύπου all-inclusive και στα κρουαζιερόπλοια. Τα έσοδα αυτά, βάσει νόμου, θα αποδίδονται αποκλειστικά στους Δήμους (ΟΤΑ) όπου δραστηριοποιούνται, και θα χρηματοδοτούν στοχευμένα έργα υποδομών (δίκτυα ύδρευσης, βιολογικοί καθαρισμοί), προγράμματα προστασίας του περιβάλλοντος και σχέδια κοινωνικής κατοικίας για τους μόνιμους κατοίκους.

2. Εθνική στρατηγική για τον ποιοτικό τουρισμό: Η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνίζεται άλλες χώρες μόνο με όρους τιμής. Πρέπει να επενδύσει στο μοναδικό της κεφάλαιο: τον πολιτισμό, τη γαστρονομία, τη φύση και την αυθεντική φιλοξενία. Απαιτείται μια στροφή του μοντέλου με ισχυρά φορολογικά και χρηματοδοτικά κίνητρα (εκεί θα έπρεπε να έχει εστιάσει η κατανομή χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά…) προς εναλλακτικές, ποιοτικές μορφές τουρισμού: αγροτουρισμός που συνδέει τον επισκέπτη με την τοπική παραγωγή, πολιτιστικός τουρισμός με αναβάθμιση αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, γαστρονομικός τουρισμός που προωθεί τα τοπικά προϊόντα, και οικοτουρισμός που αναδεικνύει τα μοναδικά οικοσυστήματα της χώρας.

3. Στήριξη της τοπικής επιχειρηματικότητας και των εργαζομένων: Ένας βιώσιμος τουρισμός στηρίζεται στις μικρές, τοπικές επιχειρήσεις που δίνουν χρώμα και αυθεντικότητα σε έναν προορισμό. Προτείνεται η δημιουργία ενός ταμείου παροχής μικροδανείων με χαμηλό επιτόκιο για μικρά, οικογενειακά καταλύματα και επιχειρήσεις εστίασης, ώστε να μπορέσουν να αναβαθμίσουν τις υπηρεσίες τους και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Ταυτόχρονα, η προστασία των εργαζομένων είναι αδιαπραγμάτευτη. Απαιτείται η δραματική ενίσχυση και οι συνεχείς, απροειδοποίητοι έλεγχοι της Επιθεώρησης Εργασίας στις τουριστικές περιοχές κατά τους

θερινούς μήνες, με μηδενική ανοχή στην παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας. Ποιοτικός τουρισμός σημαίνει και ποιοτικές συνθήκες εργασίας.

Το σημερινό μοντέλο τουρισμού αποδείχθηκε κοινωνικά άδικο, περιβαλλοντικά καταστροφικό και, μακροπρόθεσμα, οικονομικά ασύμφορο για τη χώρα στο σύνολο της. Η επιλογή για μια δίκαιη κοινωνία περνάει αναγκαστικά μέσα από την επιλογή για έναν τουρισμό που σέβεται τους τόπους του, τιμά τους ανθρώπους του και μοιράζει δίκαια τα οφέλη του. Έναν τουρισμό που δεν θα λεηλατεί, αλλά θα αναδεικνύει το πολύτιμο κεφάλαιο αυτής της χώρας.

Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version