Ας μιλήσουμε για τα red flags που βγαίνουν σε πικετοφορία στους εγκεφαλικούς νευρώνες μας κάθε φορά που ακούμε πως κάτι έχει κατασκευαστεί στην Κίνα. Σχεδόν αυτόματα θεωρούμε πως πρόκειται για κάτι φτηνό, σίγουρα με όχι μεγάλη και ευοίωνη προοπτική να αντέξει στο χρόνο, αναμφίβολα μη ποιοτικό και πιθανότατα φτιαγμένο χωρίς κάποιο αισθητικό κριτήριο. Ίσως μάλιστα πρόκειται για το «φτωχό συγγενή» κάποιου επιτυχημένου δυτικού προϊόντος που οι Κινέζοι κοπιάρουν τσάτρα πάτρα και βέβαια ανερυθρίαστα στις φάμπρικές τους και μεταπωλούν κατόπιν με το κιλό στις χειμαζόμενες από τον πληθωρισμό κοινωνίες της Δύσης.
Ας μιλήσουμε τώρα και για τα Labubu ή αλλιώς για τα χιλιοτραγουδισμένα κουκλάκια που δεν έχουν απλώς κατακυριεύσει τον κόσμο, όπως άλλωστε και καθετί άλλο made in China – μάρτυς μας το Temu-, αλλά φαίνεται πως ήρθαν να αναθεωρήσουν όλα τα κλισέ, τα στερεότυπα και τους αφορισμούς περί «κινεζιάς». Αυτή είναι άλλωστε και η μεγαλύτερη επιτυχία των εμπνευσμένων από τη νορβηγική μυθολογία ξωτικών σύμφωνα και με το κινεζικό καθεστώς.
Μόλις τον περασμένο Ιούνιο η εφημερίδα People’s Daily ή αλλιώς το επίσημο όργανο-φερέφωνο του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας εξήρε τη συμβολή των Labubu στην αποδόμηση των συνεκδοχών περί προϊόντων «made in China» και χαιρέτιζε την ανατολή της νέας εποχής που κωδικοποιείται στο μότο «created in China».

«Κουκλίστικη» soft power
Κανείς μάλιστα δεν έχει λόγο και εδώ που τα λέμε δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις χαρές και τα πανηγύρια του κινεζικού καθεστώτος αποδίδοντάς τα σε καλά ενορχηστρωμένη προπαγάνδα, όταν τα αριθμητικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Την εβδομάδα που μας πέρασε η Pop Mart, δηλαδή η εταιρία στο χαρτοφυλάκιο της οποίας ανήκουν οι Labubu (σύμφωνα με το δημιουργό τους είναι θηλυκού γένους), ανακοίνωσε την αύξηση κατά 400% των καθαρών εσόδων της για το πρώτο εξάμηνο του 2025 ενώ προέβλεψε πως η χρονιά θα κλείσει ξεπερνώντας και τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς με έσοδα 4 και πλέον δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Παρεμπιπτόντως, η κεφαλαιοποίηση της κινεζικής εταιρίας (54 εκ. δολάρια) που συμπληρώνει φέτος 15 χρόνια ζωής είναι παρασάγγας μεγαλύτερη απ’ ό,τι το άθροισμα της αξίας των κολοσσών της παιχνιδοβιομηχανίας Hasbro και Mattel.

Τα νούμερα όμως απλώς αποτυπώνουν και επαληθεύουν αυτό που συμβαίνει στον αληθινό κόσμο. Εκεί όπου δίνονται καθημερινές μάχες – ενίοτε και σώμα με σώμα- στην αναλογική αλλά και στην ψηφιακή ζωή για την απόκτηση μιας Labubu. Μιας κούκλας το virality και η συλλεκτική αξία της οποίας από άλλους περιγράφεται ως αξιοσημείωτο φαινόμενο της ποπ κουλτούρας και από άλλους ως νέα κινεζική επιδημία – με ευτυχώς μικρότερες συνέπειες από τον κορονοϊό.
Μόλις τον περασμένο Μάιο η Pop Mart αποφάσισε το κλείσιμο των καταστημάτων της στο Λονδίνο (διαθέτει πέντε καταστήματα στο κέντρο της βρετανικής πρωτεύουσας εκ των οποίων το ένα εντός του πολυκαταστήματος Harrods), λόγω της έντασης που καταγράφηκε ανάμεσα σε καταναλωτές (βλ. έρχονταν στα χέρια) για την απόκτηση μιας Labubu.
Αλλά και στις άλλες πρωτεύουσες του κόσμου, όπου η Pop Mart εγκαινιάζει καταστήματα με ρυθμό που θα ζήλευε και γραμμή παραγωγής κινεζικού εργοστασίου τα πράγματα είναι εξίσου οριακά. Ο υπογράφων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του πλήθους που πολιορκεί καθημερινά το κατάστημα στο Carrousel du Louvre του Παρισιού, με τις ουρές των πιστών της Labubu να συναγωνίζονται στα ίσια εκείνες πέριξ της αίθουσας 711 του εμβληματικού μουσείου – εκεί δηλαδή όπου φυλάσσεται και εκτίθεται η Μόνα Λίζα.

Ο πατέρας του «κακού»
Θα ακουστεί σχεδόν ελιτίστικο, όμως ο άνθρωπος στο μυαλό του οποίου γεννήθηκαν οι περιώνυμες πια κούκλες δεν έχει ιδέα για τη βάσανο στην οποία έχει υποβάλει την ανθρωπότητα. O 52χρονος εικονογράφος και εικαστικός από το Χονγκ Κονγκ στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει έχει παραδεχτεί πως αντιλήφθηκε την επιτυχία των δημιουργημάτων του όταν οι υπέργηροι γονείς του του ζήτησαν να τους αγοράσει μια κούκλα Labubu.

Τρόπον τινά βέβαια είχαν και εκείνοι συμβολή στη δημιουργία των ομορφάσχημων κουκλών που πλέον κυκλοφορούν σε περισσότερες από 300 διαφορετικές εκδοχές. Η απόφασή τους να μετοικήσουν από τις εσχατιές της ανατολικής Ασίας στην Ολλανδία όταν ο γιος τους ήταν μόλις 7 ετών είχε καθοριστική επιρροή σε εκείνον. Ο Λανγκ, που σήμερα μοιράζει την ζωή του μεταξύ Χονγκ Κονγκ και Αμβέρσας, σαγηνεύτηκε από τις αφηγήσεις και τα διαβάσματα σκανδιναβικών μύθων και από εκείνη τη δεξαμενή λέει πως άντλησε για την επινόηση των δικών του υβριδικών –και όπως επιμένει καλόψυχων- ξωτικών, τα οποία σύστησε στην οικουμένη το 2015 μέσα από την εικονογράφηση του best seller παιδικού βιβλίου « The Story of Puca», μέρος πια της συλλογής «The Monsters Trilogy».
Παρότι το όνομα Labubu το καρπώνεται ο ίδιος, παραδέχεται πως η ονοματοδοσία άλλων χαρακτήρων των βιβλίων του που πλέον έχουν ζωντανέψει σε περιζήτητες μινιατούρες (βλ. Μοκόκο, Πάτο, Σπούκι, Τάικοκο, Ζιμόμο) ανήκει στην κόρη του. Όσο για το πλήθος τους αλλά και την ποικιλία των χαρακτήρων καθεμιάς από τις κούκλες; Σε αυτό τον ενέπνευσαν τα επίσης υπερδιάσημα στην εποχή τους βελγικά «Στρουμφάκια».
Το παιχνίδι ενός millennial
Για τη μεταφορά των ξωτικών του Λανγκ από το χαρτί στην αληθινή ζωή ευθύνεται ο ιδρυτής, ιδιοκτήτης της Pop Mart και πλέον 85ος πλουσιότερος άνθρωπος στον μάταιο τούτο κόσμο με περιουσία 26 δισεκατομμυρίων δολαρίων -σύμφωνα με το Bloomberg– Γουάνγκ Νινγκ. Ο 38χρονος επιχειρηματίας το 2010, έπειτα από ένα ταξίδι του στο Χονγκ Κονγκ είχε την ιδέα να δημιουργήσει ένα κατάστημα με όλων των ειδών τα άχρηστα παραφερνάλια στη γενέτειρά του Χενάν. Το εν λόγω κατάστημα λειτούργησε στην πραγματικότητα ως μαγιά για την Pop Mart.

Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη. Ο Νινγκ που είχε κάνει σπουδές στη διαφήμιση και το μάρκετινγκ και για ένα φεγγάρι είχε εργαστεί στο Weibo, γνωστό και ως κινεζικό Twitter, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα θρανία για να μαθητεύσει στη διοίκηση επιχειρήσεων κι έτσι να σώσει την εταιρία του που αρχικά πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Σε αυτόν οφείλεται και η ιδέα για συμπράξεις με καλλιτέχνες, εικαστικούς και εικονογράφους που καθένας πρόσφερε το δικό του χαρακτήρα στο χαρτοφυλάκιο της Pop Mart.
Βέβαια στην περίπτωση της συνέργειας με τον Λανγκ ο Νινγκ πήρε στην πραγματικότητα ένα έτοιμο προϊόν, αφού οι πρώτες φιγούρες είχαν κυκλοφορήσει από άλλη εταιρία ήδη από το 2015. Όμως ήταν από το 2019 και έπειτα, όταν οι Labubu στρατολογήθηκαν από την Pop Mart, που καταδικάστηκαν σε παγκόσμια δόξα, την οποία ο άνθρωπος που τις έπλασε εξαργυρώνει πια και ως ζωγράφος και μάλιστα με στενούς δεσμούς με τον Ιάπωνα εικαστικό Τακάσι Μουρακάμι.
Οι κακές αδελφές Lafufu
Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως οι Labubu που από κάποιους έχουν στοχοποιηθεί ακόμα και ως παιχνίδια του διαβόλου μόνο καλό έκαναν στην οικουμένη. Δημιούργησαν ένα μυθιστορηματικό success story για τον ιδρυτή της εταιρίας, πρόσφεραν δάφνες διασημότητας στο σχεδιαστή τους, έδωσαν στα εκατομμύρια των καταναλωτών κάτι χειροπιαστό και οικονομικά προσιτό να ονειρεύονται – οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 15-20 ευρώ, όμως για κούκλες που θεωρούνται συλλεκτικές οι τιμές που ζητούνται ενίοτε στη μαύρη αγορά ή σε δημοπρασίες ισοδυναμούν με ένα συκώτι, μισό νεφρό ή έστω έναν αμφιβληστροειδή χιτώνα.

Θα ήταν όμως πλάνη να θεωρήσει κανείς πως μόνο ευτυχία σκόρπισαν στο πέρασμά τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετωπίζουν μάλλον οι ίδιες οι κινεζικές αρχές που έχουν να αναμετρηθούν με τη βιομηχανία των απομιμήσεων. Η επιτυχία και η ζήτηση των Labubu γέννησε τις Lafufu ή αλλιώς τις πλαστικές ρέπλικες που κατασκευάζονται σε υγρά υπόγεια αλλά και μικροσκοπικά διαμερίσματα στα λιμάνια της κινεζικής επικράτειας από κακοπληρωμένες γυναίκες ως επί το πλείστον εργάτριες και διοχετεύονται παράνομα στην αγορά καβαλώντας το κύμα της παγκόσμιας φρενίτιδας. Άραγε υπάρχει κινεζικό αντίστοιχο της παροιμίας ό,τι σπείρεις θα θερίσεις;
