Ο Ρόμπερτ Γουίλσον (Robert Wilson), ο εμβληματικός αμερικανός σκηνοθέτης έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 83 ετών, ύστερα από σύντομη μάχη με σοβαρή ασθένεια.
Ο σκηνοθέτης θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μορφές του παγκόσμιου θεάτρου στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Την είδηση του θανάτου του ανακοίνωσε το Watermill Center, το δημιουργικό κέντρο που ίδρυσε ο ίδιος. «Παρά τη δύσκολη διάγνωση, την αντιμετώπισε με καθαρή σκέψη και αποφασιστικότητα», αναφέρει η ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι «μέχρι την τελευταία στιγμή παρέμεινε αφοσιωμένος στη δημιουργία και τη δουλειά του».
Ο ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα, δημιουργός, είχε σημαντική καλλιτεχνική παρουσία στη χώρα μας ενσωματώνοντάς την στο ευρύτερο πλέγμα της καλλιτεχνικής και θεατρο-οπτικής του δημιουργίας. Το 2007 παρουσίασε το Κουαρτέτο του Χάινερ Μύλλερ στο Φεστιβάλ Αθηνών, στη συνέχεια, το 2012 την Οδύσσεια βασισμένη στο έπος του Ομήρου, αλλά και τον Οιδίποδα που ανέβασε το 2019 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Το 2022 ήταν η σειρά της παράστασης Οθέλλος του Τζουζέπε Βέρντι στην Εθνική Λυρική Σκηνή σε σκηνοθεσία δική του, ενώ η αποχαιρετιστήρια υπόκλισή του ήταν οι Τρεις Ψηλές Γυναίκες του Εντουαρντ Άλμπι στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και στο Θέατρο Ολύμπια (2023-2024) με ελληνικό θίασο (Ρένη Πιττακή, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Λουκία Μιχαλοπούλου) και τη σφραγίδα της δικής του καλλιτεχνικής επιμέλειας και ολιστικής του προσέγγισης.
Αν και εκπαιδεύτηκε ως αρχιτέκτονας, ο Γουίλσον διέγραψε μια μοναδική διαδρομή ως σκηνοθέτης θεάτρου και όπερας, εικαστικός, σκηνογράφος και σχεδιαστής φωτισμών. Καθιέρωσε ένα βαθιά προσωπικό σκηνικό ιδίωμα, επηρεασμένο από τη σιωπή, την τελετουργική κίνηση, τον χρόνο και την οπτική συμμετρία. Η αισθητική του προσέγγιση ήταν «ένα κράμα οπτικής ποίησης, μουσικής αρχιτεκτονικής και μινιμαλιστικής θεατρικότητας». Ο ίδιος αντιμετώπιζε τη σκηνή ως καμβά: κάθε σκηνή ήταν ένα στατικό ή κινούμενο εικαστικό έργο, με το φως και τις σκιές να έχουν σημασία. Ο ίδιος έλεγε: «Δεν με ενδιαφέρει τόσο η αφήγηση, όσο η σύνθεση του χώρου και του χρόνου επί σκηνής.»
Στην Ισπανία και συγκεκριμένα στο Gran Teatre del Liceu της Βαρκελώνης άφησε το καλλιτεχνικό του στίγμα με αξιομνημόνευτες παραγωγές. Εμφανίστηκε για τελευταία φορά εκεί το 2023 με τη δική του εκδοχή του The Messiah, ενώ είχε πρωτοπαρουσιάσει στο Liceu το Einstein on the Beach τη σεζόν 1992-1993 και επέστρεψε με το Pelléas et Mélisande το 2011-2012.
Η καλλιτεχνική κληρονομιά του Ρόμπερτ Γουίλσον παραμένει ζωντανή, επηρεάζοντας βαθιά τις παραστατικές και εικαστικές τέχνες διεθνώς.
Βιογραφία
Ο Μπομπ Γουίλσον (όνομα με το οποίο είναι περισσότερο γνωστός) γεννήθηκε στο Ουέικο του Τέξας στις 4 Οκτωβρίου 1941 από εύπορους γονείς και μεγάλωσε σε συντηρητικό περιβάλλον. Στα νεανικά του χρόνια αντιμετώπιζε τραυλισμό στην ομιλία του και δυσκολία στην κοινωνική προσαρμογή. Μία 70χρονη δασκάλα χορού και θεραπεύτρια, η δεσποινίς Μπάιρντ Χόφμαν, λειτούργησε θεραπευτικά και σαν μέντοράς του και τον βοήθησε να απελευθερώσει την εσωτερική του ένταση με αργές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Η επίδραση της στον νεαρό τότε Γουίλσον αργότερα έγινε φανερή και στην κινησιολογία των σκηνοθετικών του έργων.
Φοιτητής στο τοπικό πανεπιστήμιο (Διοίκηση Επιχειρήσεων) του Τέξας, ο Μπομπ Γουίλσον αποφοίτησε και το 1963 πήγε στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει μαθήματα αρχιτεκτονικής στο Brooklyn’s Pratt Institute. Εκεί ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το θέατρο, αρχικά ως σκηνογράφος (στο «America Hurrah» στο θέατρο La Mama) και έπειτα με την ομάδα του, που ονόμασε Byrd Hoffman School of Byrds προς τιμήν της δασκάλας του.
Στα 24 του, υποφέροντας από κατάθλιψη, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και κατόπιν χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Όταν βγήκε ωστόσο, τάραξε τα καλλιτεχνικά δρώμενα δημιουργώντας μια εικαστική εγκατάσταση από 676 τηλεφωνικούς στύλους και και μια σειρά περίπου 60 υβριδικών παραστάσεων στη Νέα Υόρκη. Με τα πρώτα έργα του («Deafman Glance», 1971, «Το Βλέμμα του Κωφού») έδωσε το δείγμα γραφής του και κέρδισε την αναγνώριση. Επρόκειτο για μια σιωπηλή όπερα στην οποία πρωταγωνιστούσε ένας κωφάλαλος έφηβος που ο σκηνοθέτης είχε υιοθετήσει κάποια χρόνια νωρίτερα. Το 1972 λίγο προτού αναχωρήσει για το Ιράν όπου θα σκηνοθετούσε το «KΑ MΟUNTain and GUARDenia Terrace» και ενώ έκανε διακοπές στην Κρήτη, συνελήφθη για κατοχή χασίς και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε με εγγύηση και τελικά ολοκλήρωσε την παράσταση που είχε διάρκεια 7 ημερών.
Ο Γουίλσον απέκτησε φήμη το 1976, όταν παρουσίασε στο Φεστιβάλ της Αβινιόν και σε συνεργασία με τον Φίλιπ Γκλας το έργο «Αϊνστάιν στην ακρογιαλιά». Ακολούθησε διεθνή καριέρα στην σκηνοθεσία με δυνατές συνεργασίες από τον χώρο της ροκ μουσικής (Τομ Γουέιτς, Λου Ριντ, Ντέιβιντ Μπερν), της όπερας (Τζέσι Νόρμαν), του μπαλέτου (Συλβί Γκιγιέμ) και ακόμα της μόδας και της πολιτικής. Από το 1995 έως τον θάνατό του διατηρούσε το θεατρικό εργαστήριο Γουότερμιλ Σέντερ (Watermill Center, Κέντρο του Νερόμυλου σε ελληνική απόδοση).
Είχε τιμηθεί με το Βραβείο Όμπι Σκηνοθεσίας, το Χρυσό Λιοντάρι στη Μπιενάλε της Βενετίας για τη Γλυπτική και ήταν μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών.
