Το Άξιον Εστί (1960) του Μίκη Θεοδωράκη, βασισμένο στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση του νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, αποκτά νέα ζωή στο Ελληνιστικό Θέατρο, στο Δίον της Πιερίας, μέσα από την ηχοχρωματική παλέτα έξι πιάνων και την ηχητική ομοιογένεια της ερμηνείας δώδεκα πιανιστών της πιανιστικής ορχήστρας Piandaemonium.
Την πρωτότυπη διασκευή, που παρουσιάζεται στο πλαίσιο του θεσμού Ολη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός 2025, υπογράφει ο Κώστας Χάρδας, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ και ιδρυτικό μέλος του συνόλου Piandaemonium, με τον Νίκο Πουλάκη, μουσικολόγο και συνθέτη.
Το ερώτημα είναι πώς επαναπροσεγγίζει κανείς ηχητικά ένα έργο με πολλαπλά πολιτισμικά σύμβολα, «ένα υβριδικό άκουσμα συμφωνικής ορχήστρας και χορωδίας από τη μια, με ψάλτη και αφηγητή από την άλλη, σε ένα σταυροδρόμι όπου η λόγια μουσική συναντά την παράδοση»; Τι διατηρεί το Άξιον Εστί ζωντανό στη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου και γιατί ακούμε Μίκη Θεοδωράκη σήμερα;
«Η αρχική ιδέα ήταν ότι η ηχητική ομοιομορφία των 6 πιάνων θα αποτελούσε έναν ιδανικό καμβά πάνω στον οποίο μπορεί να «αναπνεύσει» και να ξαναζήσει το ποιητικό κείμενο.»
Κύριε Χάρδα, τι σας ώθησε να μεταγράψετε ένα τόσο πολυσήμαντο έργο, όπως το Άξιον Εστί, για την ορχήστρα Piandemonium (12 πιανίστες και έξι πιάνα);
Η ιδέα της μεταγραφής του Άξιον Εστί γεννήθηκε αρκετά χρόνια πριν, όταν είχα ασχοληθεί με τη μεταγραφή τεσσάρων τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη για το σύνολο Piandaemonium (6 πιάνα – 12 πιανίστες) και τη Μικτή Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, σε διεύθυνση του Δημήτρη Καρβούνη. Ο Δημήτρης μετέφερε τον ερασιτεχνικά ηχογραφημένο ήχο εκείνης της συναυλίας στον συνθέτη. Η θετική απόκριση του Θεοδωράκη στον δικό μας «πειραματισμό», με έβαλε στον πειρασμό να σκεφτώ πώς θα μπορούσε αυτή η προσέγγιση να αναπτυχθεί.
Ποια ήταν η βασική σας καλλιτεχνική πρόθεση για την ηχητική επαναπροσέγγιση ενός έργου που δομείται από βαρυσήμαντα πολιτιστικά σύμβολα στην πολύχρονη διάρκεια του μέχρι σήμερα;
Το Άξιον Εστί, μία πολιτισμική πρόταση με άπειρες συνδηλώσεις στη συλλογική μνήμη όταν έγινε η σύλληψή του αλλά και σήμερα, και ένα έργο που με είχε συγκλονίσει από την πρώτη στιγμή που το άκουσα ολοκληρωμένο, αποτέλεσε, αναπόφευκτα, το αντικείμενο μίας τέτοιας σκέψης. Εξάλλου, το στοίχημα σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις είναι όχι η κατ’ ανάγκη «επικαιροποίηση» ενός κλασικού έγου, αλλά η ανάδειξη, μέσω του νέου ηχητικού του κόσμου, όψεων που εμπεριέχει και μπορούν να γίνουν επισκέψιμες μέσα από νέο πρίσμα σήμερα.
Η αρχική ιδέα ήταν ότι η ηχητική ομοιομορφία των 6 πιάνων θα αποτελούσε έναν ιδανικό καμβά πάνω στον οποίο μπορεί να «αναπνεύσει» και να ξαναζήσει το ποιητικό κείμενο, προσφέροντας μία επιπλέον ευκαιρία να βυθιστούμε δημιουργικά στην πολυσημία του. Αξίζει να αναφέρω από την αρχή, ότι η συνεργασία με τον Νίκο Πουλάκη, μουσικολόγο και συνθέτη, σε αυτό το εγχείρημα, μας έδωσε τη δυνατότητα πολλών δημιουργικών συζητήσεων για τις προσκλήσεις που ενείχε, και τη χαρά μίας συνεργατικής διαδικασίας εμβάθυνσης σε «αχαρτογράφητα» νερά.

Κώστας Χάρδας
Το Άξιον Εστί χαρακτηρίζεται από τη σύμμειξη λόγιας μουσικής και λαϊκής παράδοσης. Πώς προσεγγίσατε αυτή τη μουσική πολυγλωσσία μέσα στο πλαίσιο της πιανιστικής ορχήστρας;
Ο δημιουργικός διάλογος και, ενίοτε, η ώσμωση της λόγιας και λαϊκής μουσικής παράδοσης στο Άξιον Εστί αποτέλεσε ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα προς μία ολιστική αντιμετώπιση του πιάνου ως ηχητικού αντικειμένου στη δική μας προσέγγιση. Με άλλα λόγια, πώς μπορείς να μεταφέρεις τον ήχο του μπουζουκιού, του σαντουριού, ή, ακόμα, και ενός λαϊκού κλαρίνου μόνο με το πιάνο; Η λύση δόθηκε με την υιοθέτηση τρόπων προσέγγισης στο πιάνο που προέρχονται από τη λεγόμενη «σύγχρονη» λόγια μουσική παράδοση. Δηλαδή, το παίξιμο στο εσωτερικό του πιάνου, με τα δάχτυλα, με πένα, καθώς και με την τοποθέτηση αντικειμένων στις χορδές.
Ο στόχος δεν ήταν η ακριβής μίμηση των λαϊκών οργάνων και γι’ αυτό τον λόγο οι ήχοι αυτοί ακούγονται με φειδώ στην προσέγγισή μας. Η παραγωγή τέτοιων ήχων έχει στόχο τόσο τον ηχητικό επαναπροσδιορισμό συνηθισμένων ακουσμάτων μας, όσο και το να δώσει κίνητρο στους δώδεκα πιανίστες να «πειραματιστούν» με μη συμβατικούς τρόπους ηχητικής επικοινωνίας, κατανοώντας τα πολυσήμαντα πολιτισμικά φορτία του ήχου.
«Η θέληση του Θεοδωράκη για άμεση επικοινωνία με ένα ευρύτερο κοινό, μέσα από την απλότητα, την επαναληπτικότητα, τη δωρικότητα και την αμεσότητα του μηνύματος, αποκτούν την πιανιστική τους εκδοχή.»
Το έργο αντλεί τη δυναμική του από την ποίηση του Ελύτη και τον πολιτικό-πολιτισμικό λόγο του Θεοδωράκη. Πώς αντανακλώνται σήμερα αυτά τα νοήματα στη δική σας ερμηνευτική πρόταση;
Η δική μας ερμηνευτική πρόταση εκκινεί από έναν δημιουργικό σεβασμό στα νοήματα της γλώσσας του Ελύτη και της μουσικής γλώσσας του Θεοδωράκη. Πολλά από τα νοήματα της γλώσσας, όπως η εντροπία της γένεσης ή η αποθέωση της ελληνικής φύσης, «ζωγραφίζονται» μουσικά από πιανιστικούς ήχους.
Η θέληση του Θεοδωράκη για άμεση επικοινωνία με ένα ευρύτερο κοινό, μέσα από την απλότητα, την επαναληπτικότητα, τη δωρικότητα και την αμεσότητα του μηνύματος, αποκτούν την πιανιστική τους εκδοχή. Με άλλα λόγια, οι βασικές αισθητικές αρχές που γέννησαν και έκαναν μοναδικό το Άξιον Εστί, έχουν επανερμηνευτεί μέσω του πιανιστικού ήχου. Εξάλλου, η απόφαση της διατήρησης κάποιων κρουστών οργάνων, καθώς και η μεγιστοποίηση της χρήσης του πιάνου ως κρουστό, συνεισφέρει στο επικό, μεγαλοπρεπές και φανερά ή άρρητα χορευτικό περιβάλλον πολλών σημείων του έργου.
Αρκετές είναι οι φορές, ωστόσο, κατά τις οποίες οι ενορχηστρωτικές αποφάσεις προσφέρουν, εκ των πραγμάτων, καινούργιες ερμηνευτικές διαστάσεις, όπως, για παράδειγμα, την ευθραυστότητα στο εξαιρετικής σύλληψης (κατά τη γνώμη μου) μικρό επεισόδιο που ακούγεται στη μέση του «Δοξαστικού», πριν την τελική λύτρωση.

Αξιον Εστί. Γ. Σελητσανιώτης, Γ. Διονυσίου, Γ. Γάλλος.
Τι προσφέρουν οι συμμετοχές των Γιώργου Γάλλου (αφηγητής), Γιάννη Σελητσανιώτη (βαρύτονος), Γιάννη Διονυσίου (λαϊκός τραγουδιστής) και των χορωδιών του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας και της Κοζάνης;
Θα μου επιτρέψετε αρχικά να αναφερθώ στη Μικτή Χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Λάρισας, η οποία έχει συνεργαστεί πολλές φορές με τον συνθέτη σε καθιερωμένα ανεβάσματα του Άξιον Εστί. Η σύμπραξη με το Piandaemonium στην παρούσα εκδοχή αποτελεί ένα είδος συνέχειας στην επιτελεστική παράδοση του έργου. Η χορωδία του Δημοτικού Ωδείου Κοζάνης θα συνεισφέρει, επίσης, σημαντικά, στη μεγιστοποίηση αυτής της προσέγγισης. To Piandaemonium είναι ιδιαίτερα χαρούμενο για τη συνεργασία του με τους εξαιρετικά αναγνωρισμένους, ο καθένας στον χώρο του, Γιώργο Γάλλο, Γιάννη Σελητσιανιώτη και Γιάννη Διονυσίου. Ανυπομονούμε να σμιλεύσουμε μαζί τους τη νέα πρότασή μας σε αυτό το πολιτισμικά πολυδιάστατο έργο.
Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω ότι είμαστε χαρούμενοι αλλά και υπερήφανοι που ένα από τα πιο νέα μέλη μας, ο μαέστρος και πιανίστας Διονύσης Παντής, ο οποίος μένει μόνιμα στη Γερμανία, έχει αναλάβει, ως μαέστρος, το δύσκολο καθήκον του συνολικού συντονισμού του ιδιαίτερα απαιτητικού αυτού νέου εγχειρήματος.
Πιστεύετε ότι η πιανιστική ανασύσταση του έργου αγγίζει τον σύγχρονο ακροατή εξίσου με την καθιερωμένη του εκδοχή; Αναπτύσσεται διαφορετικά η σχέση με το κοινό μέσω αυτής της σύλληψης;
Η πιανιστική ηχητική πρόταση του Άξιον Εστί από το PIandaemonium θέλει να πατήσει δημιουργικά πάνω στις μνήμες όλων μας από την καθιερωμένη του εκδοχή. Το είδος της σχέσης που θα αναπτύξει το κοινό με το νέο αυτό ήχο, δεν το ξέρουμε. Προσωπικά ανυπομονώ να μάθω τις αποκρίσεις φίλων αλλά και του ευρύτερου κοινού στην πρότασή μας. Η ενδότερη θέλησή μου είναι το κοινό, με την πρώτη επαφή να νιώσει ταυτόχρονα οικείο αλλά και έκπληκτο, καθώς και την ανάγκη να ξανακούσει το έργο με τη νέα του εκδοχή.
Σε κάθε περίπτωση, η συνύπαρξη έξι πιάνων πάνω στη σκηνή, δεν είναι μία συνθήκη που εξασφαλίζεται εύκολα, όπως και η συνεργασία των δώδεκα πιανιστών με την πολυπληθή χορωδία. Σίγουρα, λοιπόν, για το Piandaemonium αυτό που θα ζήσουμε στις 30 και 31 Ιουλίου θα είναι κάτι μοναδικό. Ελπίζω, πραγματικά, αυτή η ιδιαίτερη συνθήκη να επικοινωνηθεί με όλους τους ακροατές και όλες τις ακροάτριες.
«Είναι βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου από τη δεκαετία του 1980 οι στιγμές που στις οικογενειακές και, κυρίως, τις φιλικές μαζώξεις έπαιζα στο πιάνο ή στο ακορντεόν τα λαϊκά τραγούδια από το Άξιον Εστί.»
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη φέτος, τι θεωρείτε ότι διατηρεί το Άξιον Εστί ζωντανό στη συνείδηση του κοινού σήμερα;
Το Άξιον Εστί έχει λειτουργήσει με πολλούς τρόπους μέχρι σήμερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Τα λαϊκά τραγούδια του «φορτώθηκαν» με πολλές σημασίες στο πέρασμα των χρόνων, όπως με τους αγώνες για την ελεύθερη πολιτική βούληση και την κοινωνική δικαιοσύνη, τις αγωνίες για ένα καλύτερο αύριο, την καλλιτεχνική επαναπροσέγγιση της ελληνικής ιστορίας, την «υψηλή» λαϊκότητα, και άλλες.
Ως συνολικό έργο, με τις πολυπολιτισμικές του αναφορές, το Άξιον Εστί λειτούργησε ως υπόδειγμα ενός νέου ελληνικού πολιτισμού που κουβαλά το βαρύ παρελθόν του, αλλά ατενίζει με κριτικό και συνάμα αισιόδοξο βλέμμα το μέλλον. Ως ποίηση αλλά και ως μουσική επιτέλεση (με τη σύμπραξη πολύ γνωστών λαϊκών τραγουδιστών και πλήθους συμμετεχόντων καλλιτεχνών στην ορχήστρα και στη χορωδία) αποτέλεσε μία από τα βασικότερες ηχητικές εκφράσεις της συλλογικότητας.
Σήμερα, πολλά από τα θέματα που άγγιξε ποιητικά και μουσικά το Άξιον Εστί από το 1964 και ύστερα, επανέρχονται, και άλλα έχουν επαναπροσδιοριστεί μέσα από τις ραγδαίες εξελίξεις στα κοινωνικά συγκείμενα (όπως την τεράστια ανάπτυξη της τεχνολογίας). Ωστόσο, ο προβληματισμός για τον προορισμό, τη λειτουργία και την ύπαρξη του ανθρώπου μέσα στον κόσμο παραμένει. Όπως συνεχίζουν να ισχύουν τα βασικά συναισθήματα της ατομικής επιβίωσης, της συλλογικής συμβίωσης, του έρωτα και η πολιτισμική ανάγκη μίας πνευματικής εγρήγορσης που προσπαθεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τη ρέουσα πραγματικότητα. Όλα τα παραπάνω είναι αυτά που μας οδηγούν ακόμα και σήμερα να αναζητούμε λύσεις και συναισθηματικό και πνευματικό απάγγιο στην ποιητική του Ελύτη και τη μουσική ποιητική του Θεοδωράκη στο Άξιον Εστί.

Ελληνιστικό Θέατρο στο Δίον, Πιερία.
Με ποιο τρόπο σας έχει εμπνεύσει ο Θεοδωράκης σε προσωπικό επίπεδο;
Προερχόμενος από μία μουσική μικρο/μεσοαστική οικογένεια, η μουσική του Θεοδωράκη, όπως και του Χατζιδάκι, μου έδωσε τη δυνατότητα να επικοινωνώ την προσωπική μου λαχτάρα για τον μουσικό ήχο στα κοινωνικά μου περιβάλλοντα.
Είναι βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου από τη δεκαετία του 1980 οι στιγμές που στις οικογενειακές και, κυρίως, τις φιλικές μαζώξεις έπαιζα στο πιάνο ή στο ακορντεόν τα λαϊκά τραγούδια από το Άξιον Εστί, προκαλώντας μία ατμόσφαιρα καλλιτεχνικής συναίνεσης και σύμπνοιας σε μία περίοδο κατά την οποία ο πολιτικός (διά)λόγος απέκτησε έντονη καθημερινή ύπαρξη. Παίζοντας, για παράδειγμα, το «Ένα το Χελιδόνι» στο όρθιο πιάνο του σπιτιού μου ή στα σπίτια οικογενειακών φίλων, απολάμβανα τον συλλογικό και αυθόρμητο ήχο του τραγουδίσματος που ακουγόταν από πίσω μου. Τεράστια ήταν η λαχτάρα μου κάθε χρόνο επίσης για τη συμμετοχή μου στις γιορτές για τις επετείους της 28ης Οκτωβρίου και του Πολυτεχνείου, καθώς εκεί παρουσιάζαμε επίσης πολλά από αυτά τα τραγούδια.
Όλες αυτές οι στιγμές συνεισέφεραν στη συνειδητοποίηση, από μένα, της κοινωνικής διάστασης της μουσικής καθώς και στη διαμόρφωση της θέλησής μου να ακολουθήσω το επάγγελμα του μουσικού. Εκείνη την εποχή μου έκανε εντύπωση ότι η μουσική του Θεοδωράκη απουσίαζε από τις εγκύκλιες μουσικές σπουδές.
Τα τελευταία χρόνια, με την ιδιότητα του μουσικολόγου αλλά και του πιανίστα, μπήκα πιο βαθιά στον μουσικό κόσμο του Θεοδωράκη. Ενός κόσμου καθόλου ακίνητου (όπως, ίσως, σκεφτόμαστε για τις μουσικές που γνωρίζουμε από το παρελθόν). Αντίθετα, ενός κόσμου που κάθε εποχή διαμορφώθηκε από την αγωνία του Θεοδωράκη να παράγει τέχνη που να εκφράζει τα βιώματά του. Τέχνη που να απευθύνεται στον άνθρωπο. Και, άρα, τέχνη συνεχώς μεταβαλλόμενη, ανάλογα με τις συνθήκες. Υπό αυτή την έννοια, μεγάλος ανακάλυψα, παίζοντας και αρκετά έργα που είχε γράψει πριν την διατύπωση του «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού» στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τη συνεχή πάλη του Θεοδωράκη με τις ταυτότητές του, και αυτό, είναι αλήθεια, μου έδωσε νέα ώθηση να επισκέπτομαι συχνά τη μουσική του.
Υπάρχουν σκέψεις να παρουσιαστεί η διασκευή σας εκτός Ελλάδας; Ποιο είναι το επόμενο βήμα για το Piandaemonium;
Φυσικά υπάρχουν σκέψεις και υπάρχει και έντονη θέληση για κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα είναι ότι το εγχείρημα είναι εξαιρετικά δαπανηρό, λόγω των πολλών προσώπων που συμμετέχουν, όσο και λόγω της ανάγκης ενοικίασης έξι πιάνων. Ωστόσο, ελπίζουμε ειλικρινά το αποτέλεσμα στο Δίον να είναι τόσο ισχυρό, ώστε να δημιουργηθεί η ανάγκη να ξαναπαρουσιαστεί.
Πέρα από το Άξιον Εστί, το Piandaemonium συνεχίζει την πορεία του ως σύνολο μέσα στον χρόνο, από το 1998 έως σήμερα. Υπάρχουν ήδη κανονισμένες εμφανίσεις για το επόμενο καλλιτεχνικό έτος, οι οποίες περιλαμβάνουν παλαιότερο και νεότερο ρεπερτόριο του συνόλου.
INFO Άξιον Εστί, 30, 31 Ιουλίου 2025. Ώρα έναρξης: 20.30. Ελληνιστικό Θέατρο στο Δίον, Πιερία.
