Στον Μεγάλο ύπνο, ένα από τα μυθιστορήματα του Ρέιμοντ Τσάντλερ με πρωταγωνιστή τον Φίλιπ Μάρλοου, ο στρατηγός Στέρνγουντ ρωτά τον ντετέκτιβ πώς πίνει το μπράντι του. «Οπως να ’ναι», απαντά αρχικά αυτός. Και όταν ο στρατηγός θα επιμείνει, ο Μάρλοου θα οξύνει το κυνικό ύφος: «Σε ποτήρι».
«Η θέα ήταν υπέροχη. Την κοίταξα για τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα», θα πει στο Πλέιμπακ. «Βράδυ χωρίς αλκοόλ είναι για μένα τόσο σπάνιο όσο ένας χοντρός ταχυδρόμος», θα προσθέσει κάπου αλλού. Η δηλητηριώδης ατάκα και η εικονοκλαστική παρομοίωση είναι ο τρόπος που επιλέγει ο Ρέιμοντ Τσάντλερ να δηλώσει την ιδιαίτερη στάση του Μάρλοου απέναντι στον κόσμο. Ντετέκτιβ χωμένος στο έγκλημα και στο περιθώριο, χρησιμοποιεί τον κυνισμό και την κοφτερή γλώσσα για να κρατηθεί μακριά από το κακό, τη στιγμή που χάνεται όλο και πιο πολύ στην επικράτειά του.
Σε ένα άλλο σημείο στο Πλέιμπακ θα το περιγράψει επακριβώς: «Αν δεν ήμουν σκληρός, δεν θα ήμουν ακόμη ζωντανός. Και αν δεν μπορούσα να είμαι τρυφερός, δεν θα άξιζε να είμαι ζωντανός». Η σκληράδα και ο τσαμπουκάς είναι ένας ιδιότυπος τρόπος χάραξης ενός προστατευτικού χώρου που κρατάει άμεμπτο τον ηθικό κώδικα του ήρωα, ένα αδιαπέραστο περίβλημα.
Δημιούργημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ, που γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 23 Ιουλίου του 1888, ο Μάρλοου «κουβαλάει» πολλά από τα χαρακτηριστικά του δημιουργού του. Γεννημένος μεν στις ΗΠΑ, ο Τσάντλερ θα μεγαλώσει και θα διαμορφώσει ουσιαστικά τον χαρακτήρα του στην Αγγλία, λαμβάνοντας κλασική παιδεία και συγκροτώντας τον χαρακτήρα ενός σνομπ τζέντλεμαν. Η επάνοδος στις ΗΠΑ θα βιωθεί έτσι ως μια Πτώση από τον πολιτισμό στη μαζική βαρβαρότητα. Ο εστέτ Τσάντλερ θα βρεθεί στο ποπ Χόλιγουντ, θα γράψει παλπ μυθιστορήματα (τα οποία προσφέρονται για διάβασμα στην παραλία, υπό σκιάν και με αντιηλιακό), θα γίνει ένα περίεργο μείγμα κλασικιστική και ευπώλητου συγγραφέα.
Από αυτή την αντίθεση, θα προκύψουν οι ψυχολογικές πιέσεις που θα τον οδηγήσουν, μεταξύ άλλων, στον αλκοολισμό. Μέσω του Μάρλοου ο Τσάντλερ θα δηλώσει τις ρίζες του (ο ίδιος ο Μάρλοου εξάλλου έχει το όνομα του κλασικού δραματουργού Κρίστοφερ Μάρλοου) και την εμμονή σε ένα αξιακό σύμπαν τη στιγμή που η έρχεται στο επίκεντρο η μαζική κατανάλωση (προϊόντων και συναισθημάτων).
Υπάρχει ωστόσο μια πτυχή σ’ όλη τη δημιουργία του Τσάντλερ, ένα χαρακτηριστικό του Μάρλοου, που θα πρέπει σήμερα τουλάχιστον να μας προβληματίσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του μοναχικού άνδρα που επιβιώνει στη μεγαλούπολη, ο Μάρλοου έχει μια στάση αμφιθυμίας έναντι των γυναικών. Αναπαράγοντας κλασικές αναπαραστάσεις του θηλυκού ως συχνά βίαιης μοιραίας γυναίκας, ο Τσάντλερ πολλές φορές δείχνει μια ροπή προς τον μισογυνισμό.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η στάση του Μάρλοου απέναντι στο σεξ ακολουθεί παρόμοιες ατραπούς. Η θέρμη των γυναικών αντιμετωπίζεται ως ύπουλη και απειλητική, ενώ η φιλική σχέση που κατά καιρούς αναπτύσσει ο ντετέκτιβ με γυναίκες έχει ως προϋπόθεση την άρνηση της σεξουαλικότητάς τους.
Θα ήταν προφανώς αναχρονιστικό να κρίνουμε έναν δημιουργό με τα δικά μας κριτήρια. Δεν είναι ωστόσο δίχως σημασία να αναγνωρίζουμε στα έργα του παρελθόντος -ιδίως σε εκείνα που προσφέρουν συνάμα υψηλή αισθητική αλλά και τέρψη- τα ίχνη των παθογενειών του παρόντος. Με αναγνωστική αγάπη, αλλά χωρίς την ψευδαίσθηση πως η πραγματικότητα θα πρέπει να ανταποκρίνεται στη μυθοπλασία. Αυτό είναι εξάλλου δουλειά της πολιτικής.
Χωρίς να εθελοτυφλούμε, ας είμαστε, λοιπόν, λίγο επιεικείς με τον Μάρλοου, έπειτα από τόσα χρόνια. Πόσοι και πόσες στο τέλος μιας κουραστικής μέρας θα άντεχαν να στήσουν μια σκακιέρα και να παίξουν μια παρτίδα του Καπαμπλάνκα, όπως κάνει ο ήρωας του Τσάντλερ στο Ψηλό παράθυρο;
