Ο πρώτος καύσωνας του έτους έπληξε την Ισπανία, αιφνιδιάζοντας πληθυσμό και αρχές. Μετά από μια δροσερή και βροχερή άνοιξη, η χώρα κατέγραψε θερμοκρασίες που συνήθως παρατηρούνται στην καρδιά του καλοκαιριού. Σύμφωνα με τη μετεωρολογική υπηρεσία Aemet, η θερμοκρασία σε ορισμένες περιοχές της Ανδαλουσίας ξεπέρασε τους 40°C — τα υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί για τον μήνα Μάιο από το 1950.
Αν και οι υψηλές θερμοκρασίες ενέχουν πάντα κινδύνους, η πρώιμη έλευση τους επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη δημόσια υγεία. «Τα πρώτα κύματα καύσωνα έχουν συνήθως τη μεγαλύτερη επίπτωση στην υγεία, επειδή δεν έχει υπάρξει χρόνος προσαρμογής», τονίζει στο RTVE.es ο Hicham Acheback, ερευνητής στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης (ISGlobal).
Η απουσία «εγκλιματισμού» —σωματικού και συμπεριφορικού— αφήνει τους ανθρώπους ευάλωτους. Όπως εξηγεί η γιατρός Marta Gómez Morillo, του semFYC, η φυσιολογική προσαρμογή του οργανισμού στη ζέστη διαρκεί περίπου 7 έως 14 ημέρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το σώμα αναγκάζεται να επιταχύνει τους μηχανισμούς ψύξης του, όπως η εφίδρωση και η αγγειοδιαστολή.

Οι πιο ευάλωτοι πλήττονται πρώτοι
Οι θάνατοι από άμεση θερμοπληξία είναι σπάνιοι, αλλά η ζέστη επιδεινώνει υφιστάμενα προβλήματα υγείας, οδηγώντας σε αυξημένες νοσηλείες και θανάτους. «Οι πιο εύθραυστοι πεθαίνουν στο πρώτο θερμό επεισόδιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ευπάθεια του πληθυσμού στα επόμενα κύματα», εξηγεί ο Acheback.
Ευάλωτες ομάδες θεωρούνται οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών, οι έγκυες, τα βρέφη, τα μικρά παιδιά, τα άτομα με καρδιοαναπνευστικές παθήσεις, καθώς και όσοι ζουν μόνοι, σε συνθήκες φτώχειας ή εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους. Ο κίνδυνος είναι αυξημένος και για όσους πάσχουν από ψυχικές νόσους, παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη ή λαμβάνουν συγκεκριμένες φαρμακευτικές αγωγές.
Όχι μόνο στο Νότο: Η επικινδυνότητα του «μη συνηθισμένου»
Αν και περιοχές όπως η Σεβίλλη εμφανίζουν τις υψηλότερες τιμές, ο μεγαλύτερος κίνδυνος παρατηρείται συχνά στον βορρά. Πόλεις όπως η Κορούνια ή η Αστούρια δεν διαθέτουν τις ίδιες υποδομές ή πολιτισμικές πρακτικές αντιμετώπισης της ζέστης. «Οι περιοχές που δεν είναι εξοικειωμένες με τη ζέστη έχουν μεγαλύτερη ευαλωτότητα», σημειώνει ο Acheback.
Το Εθνικό Σχέδιο για τις Υπερβολικές Θερμοκρασίες του 2024 ενσωμάτωσε για πρώτη φορά περιφερειακά διαφοροποιημένα όρια κινδύνου: για παράδειγμα, η «κόκκινη γραμμή» είναι οι 40,4°C στην Κόρδοβα, ενώ στην Αστούρια μόλις οι 23,9°C.
Η εμπειρία του 2003, η πρόοδος και οι προκλήσεις
Η Ισπανία έχει βελτιώσει σημαντικά την ανθεκτικότητά της στη ζέστη τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως χάρη στην εμπειρία του φονικού καύσωνα του 2003. Από τότε έχουν θεσπιστεί πρωτόκολλα πρόληψης και ευαισθητοποίησης του πληθυσμού. «Η πιθανότητα να πεθάνει κάποιος στους 30°C είναι σήμερα πολύ μικρότερη απ’ ό,τι πριν από 30 χρόνια», λέει ο Acheback, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για κοινωνικοοικονομική και όχι βιολογική προσαρμογή.
Η βελτίωση αυτή περιλαμβάνει καλύτερες κατοικίες, αυξημένη πρόσβαση σε κλιματιστικά, ενισχυμένες υπηρεσίες υγείας και ενημέρωση. Οι οικογενειακοί γιατροί διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο, λόγω της άμεσης σχέσης τους με τις κοινότητες.
Η μελλοντική απειλή και η ανάγκη για πράσινες λύσεις
Ωστόσο, η πρόοδος αυτή απειλείται από την ταχύτητα της κλιματικής αλλαγής. Τα κύματα καύσωνα αναμένεται να γίνουν συχνότερα, μακρύτερα και εντονότερα, γεγονός που θέτει υπό δοκιμασία τις ικανότητες προσαρμογής. «Η προσαρμογή μας θα είναι το καθοριστικό στοιχείο», τονίζει ο Acheback.
Μελέτες αναδεικνύουν τη σημασία του πρασινίσματος των πόλεων, ώστε να μειωθεί το φαινόμενο της θερμικής νησίδας. Η βλάστηση —ιδίως τα δέντρα— αναδεικνύεται ως καθοριστικός παράγοντας προστασίας, ακόμα περισσότερο και από τις οικονομικές ανισότητες.
Ταυτόχρονα, η ενεργειακή φτώχεια εξακολουθεί να αποτελεί τεράστιο εμπόδιο. Πολλοί πολίτες δεν έχουν τα μέσα ούτε να αποκτήσουν ούτε να χρησιμοποιήσουν ένα κλιματιστικό. Η κλιματική αλλαγή δεν κάνει διακρίσεις — οι κοινωνικές ανισότητες, όμως, καθορίζουν ποιοι θα υποφέρουν περισσότερο.
