Η καρδιά

Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο.

Η καρδιά

Την Κυριακή διάβαζα στο «Βήμα» πως και πώς (τονούμενο!) ο Τσίπρας θα επιστρέψει στη σκηνή.

Και δεν ξέρω γιατί ,την κίνηση αυτή την συνέδεσα με την «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας» (φωτο) του Ντύρενματ όπου η πρωταγωνίστρια καταφθάνει στο γενέθλιο της τόπο για να καθαρίσει- «μακριά και αγαπημένα», όπως είπε ο Τσίπρας.

Εγώ είναι σα να πληρώνω μιά οφειλή ενώ τίποτα δεν χρωστάω , πλην έναν κόκορα στον Ασκληπιό, όπως υπενθύμισε στον Κρίτωνα ο Σωκράτης πριν εκπνεύσει φαρμακωμένος από τους Αθηναίους. («Φαίδρος»,118a).

Κι όμως, χρεωστώ στη γραφή – και τη νεύρωση. Ή είναι το ίδιο; Το «ίδιον», ήθελα να πω, η μία της άλλης. Σαν ένα ακόμη «quid pro quo» (άλλο αντί άλλου) της ζωής.

Έμαθα τουλάχιστον επί πέντε δεκαετίες πιο είναι πίσω από το «quid» του «άλλου» κάθε φορά.

Είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Να είσαι εντάξει. Να βοηθάς. Να ενοχλείς τους αξιοπρεπέστατους που σε πλήττουν.

Και να τους ρωτάς πόσα χρόνια κρατάει αυτή η κολόνια;

Το ξέρεις το τίμημα: «non legor, non legar», (δεν με διαβάζουν, δεν θα με διαβάσουν).

Για την κοινωνική δικαιοσύνη προφανώς, απαιτείται ανάγνωση εκ του σύνεγγυς και παιδεία. Όχι επιμόρφωση και αριστεία αλλά ενσυναίσθηση: καρδιά!

Αυτό όμως που δεν ξέρω και που διέρχεται μέσα από το «επά» της επα-νάληψης προκειμένου να προσληφθεί εξ αιτίας του ότι επαναλαμβάνεται αναστιγματίζοντας κάθε φορά το στίγμα της
υπογραφής, είναι κυρίως ό,τι κάνει το φρόνημα να είναι ο επίμονος ανακριτής του έργου σου.

Παράδειγμα, η δύναμη του κειμένου που γράφεις, συνυφασμένη όχι μόνο με τον καθρέφτη («το λευκό χαρτί» του Σεφέρη ) αλλά και με τα «σπλάχνα» (του Σολωμού). Πόσο χρόνο σου παίρνει το γράμμα στην μποτίλια για το πέλαγος των μίντια;

Η παιδεία σε έκανε ναυαγό. Εσύ όμως ήθελες να μπαρκάρεις. Είναι ένα είδος βίας κι αυτή. Όχι η νόμιμη του κράτους, ούτε η πολιτισμένη βία της αγοράς και του: «για λόγους προστασίας…» αλλά η βία του εαυτού για τον εαυτό. Γροθιά στο στομάχι. Κράμπα!

Αυτό που θα ήθελες να καταθέσεις γράφοντας για τη βία είναι μία μόνον φράση της Άρεντ: «Η βία θριαμβεύει όταν η σκέψη είναι σε αποδρομή».

Προς τούτο οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε «πολλές γραμματικές». Να δείξουμε πως έχουμε μία γλώσσα που ωστόσο, δεν είναι δικιά μας. Κυρίως, να έχουμε πολλά αρχεία απο πολλές ζωές στα συνεργεία της καθημερινότητας.

Το αρχείο είναι μία αφετηρία(*) για να αντισταθούμε στη βία που ανεχόμαστε.

Διάβαζα προχθές για τη βία των εφήβων. Το 36% τζογάρει, το 48 % ταξιδεύει με τα social media, το 11% σνιφάρει ό,τι βρει -και κόλλα βενζίνης («Τα Νέα», 22.5.2025).

Τι κάνουν οι μεγάλοι γι’ αυτά τα παιδιά; Εξουθενωμένοι, τα βλέπουν να μαχαιρώνονται πριν τη δόση με τον Big Brother.

Έχει δίκιο ο Αντόρνο το 1969 να διερωτάται για την εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς ( **), αφού νωρίτερα είχε ταράξει τα νερά με τον αφορισμό: “Ποίηση μετά το Άουσβιτς δεν μπορεί να γραφτεί”.
Έτσι είναι. Γράφεται σήμερα το ποίημα;

Έχει καρδιά αυτός που γράφει; Το λέει η καρδιά του; Έχει καμιά αξία το κείμενό του; Και είναι έτοιμος να παραδεχθεί, όπως ο Ντερριντά, από την πρώτη κιόλας αράδα του σπουδαίου βιβλίου του για την γραφή και τον Πλάτωνα, ότι και το σημαντικότερο κείμενο «έχει ήδη πει όσα θα ήθελε να πει»;

Παραθέτω ευθύς τις δύο πρώτες σελίδες από το έργο «Πλάτωνος φαρμακεία» του Ζακ Ντερριντά σε μετάφραση και ενδελεχή σχολιασμό του Χρήστου Λάζου από τις εκδόσεις «Άγρα».

Όλα όσα θα ήθελα να πω τόσα χρόνια γράφονται μέσα από την δική του ανάγνωση του Πλάτωνα σ’ αυτές τις “γραμμές” (Mαζινό) του σπουδαίου οχυρωματικού έργου του κατά των βαρβάρων της εποχής μου.

Όπως και τότε έτσι καί σήμερα οι βαρβαρότητα κέρδισε.

Δεν κατόρθωσε να γίνει Σοσιαλισμός .

Η διάζευξη ανάμεσα – το «ή» – λειτούργησε δυστυχώς ως σύζευξη. Οπότε ποιος Τσίπρας;

«Ένα κείμενο δεν είναι κείμενο παρά μόνον εάν κρύβει σε πρώτη ὄψιν, στον πρῶτο τυχόντα, το νόμο τῆς σύνθεσής του και τους κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ του. Ἕνα κείμενο ἐξάλλου παραμένει πάντα ἀδιαπέραστο. Ὁ νόμος και οἱ κανόνες του δεν καταφεύγουν στο ἀπόρρητο ἑνὸς μυστικοῦ, ἀπλῶς δεν προσφέρονται ποτέ, ὅ,τι πασῶν, σ’ ὁτιδήποτε θα μποροῦσε κανείς να ὀνομάσει, με την αὐστηρή σημασία τοῦ ὅρου, ἀντίληψη.

Διατρέχοντας πάντα και κατ’ οὐσίαν τον κίνδυνο να χαθεῖ ὁριστικά. Ποιος θα μάθει ποτέ μια τέτοια ἐξαφάνιση;

Ἡ συγκάλυψη τῆς ὕφης μπορεῖ ἐν πάσῃ περιπτώσει να χρειαστεῖ αἰῶνες για να ξελύσει τον ἱστό της.

Ὁ Ἱστός περιβάλλοντας τον ἱστό.

Αἰῶνες για να ξελύσει τον ἱστό.

Ἀνασυστήνοντάς τον ἐπίσης σαν ἕναν ὀργανισμό. Ἀναγεννώντας ἀπεριόριστα τον ἴδιον ἱστό με πίσω ἀπό το τέμνον ἴχνος, την ἀπόφανση κάθε ἐντύπωσης. Ἐπιφυλάσσοντας πάντα ὡς ἀπόθεμα μιᾶς ἐκπληξης, ἑνός ἦθους.

Ἡ φυσιολογία μιᾶς κριτικῆς που θα πίστευε ὅτι εἶναι ἁπλά ἡ εἰρωνεία τοῦ παιχνιδιοῦ, ὅτι ἐπιτηρεῖ ταυτοχρόνως ὅλα τα νήματα ἐνῷ τη δελεάζει και την ἐξαπατᾷ ἡ ἴδια ἡ ὕφανση. Δεν μπορεῖ να ἀγγίξει, δίχως να βάλει το χέρι της στο κείμενο δίχως να ἀναλάβει τον κίνδυνο να προσθέσει ἓνα παιδική εὐκαιρία να μπεῖ στο παιχνίδι, ἀφήνοντας τῆς γραφῆς τα δάχτυλα, κάποιου καινούργιου νήματος. Προσθέτει, ἀνασυστήνει, ἀναπλέκει, ἐάν το ἀναγνωρίσει, ἕνα νήμα, ἕνα σῶμα, ἕνα κείμενο, ἕνα κείμενο.

Ἔνας ἀναγνώστης λοιπόν, σήμερον, ἐάν ὑπάρχει, εἶναι κἂν ἀναγνώστης; Ἐκτός κι ἂν θεωρεῖ ὅτι το να ξέρει να κεντᾷ εἶναι το ἴδιο με το να ἔχει την ἱκανότητα να ἀκολουθεῖ το δεδομένο νῆμα.

Δηλαδή, ἂν με παρακολουθεῖτε, το κρυμμένο νῆμα. Ἂν ὑπάρχει μια ἐνότητα τῆς ἀνάγνωσης και τῆς γραφῆς, ὅπως με εὐκολία ὑποστηρίζουν σήμερον, ἀν ἡ ἀνάγνωση εἶναι ἡ γραφή, αὐτή ἡ ἐνότητα δεν προσδιορίζει, οὔτε την ἀδιαφοροποίητη σύγχυση οὔτε την ἀδιαπραγμάτευτη ταυτότητα· το εἶναι που συμπλέκεται την ἀνάγνωση με τη γραφή ὀφείλει να ἐξηλώνει.

Θα ἔπρεπε λοιπόν να διαβάζει κανείς και να γράφει με μια μνήμη, ἀλλά διαμελμένη, κίνησης. Και ἐκείνος που ἀναγνωρίζει ὅτι ἔχει τοῦτο (du coup) ὅτι ἔχει την ἄδεια να προσθέσει κάτι ἐπιπλέον, δηλαδή να προσθέσει ὁτιδήποτε ἐκεῖ που δὲν εἶχε ἀπομείνει τίποτα ἀπό το παιχνίδι.

Δεν θα πρόσθετε τίποτα, ἢ θα εἶχε προσθέσει ἀπλῶς την ἐμπιστοσύνη, δεν θα διάβαζε καν ἐκείνος που ἔλεγε να ἀποδεχθεῖ ὅτι ἡ ἀρχαιολογία τῆς γνώσης» θα τον συγκρατοῦσαν και θα τον ἀπέτρεπαν ἀπό το να προσθέσει κάτι δικό του. Ἴδια μισθωμένη-τα, ἴδια στεριότητα τοῦ «μη σοβαροῦ» και τοῦ «σοβαροῦ».

Το ἀναπλήρωμα ἀνάγνωσης ἢ γραφῆς ὀφείλει να εἶναι αὐστηρά προκαθορισμένο, ἀλλά ἀπό την ἀναγκαιότητα ἑνός παιχνιδιοῦ, σημείου στο ὁποῖο πρέπει να παραχωρηθεῖ και με το ὁποῖο πρέπει να ἐναρμονιστεῖ το σύστημα ὅλων τῶν ἐξουσιῶν του.

Κατά προσέγγιση ἑνός ἐλαχίστου, ἔχουμε ἤδη πεῖ ὅλα ὅσα θέλαμε να ποῦμε. Το λεξικό μας ἐν πάσῃ περιπτώσει δεν θα ἀργήσει να ξεχασθεῖ».

(*) B. Evans – A.Parr, «Διάλογοι περί βίας», εκδόσεις Πλέθρον, 2025.

(**) Τέοντορ Αντόρνο, «Η εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς», εκδόσεις νήσος, 2017.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version