Σαν σήμερα, στις 4 Μαΐου 1929, γεννήθηκε στις Βρυξέλλες η Όντρεϊ Χέπμπορν, μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του παγκόσμιου κινηματογράφου, σύμβολο κομψότητας, λιτότητας και εσωτερικής ευγένειας.
Μεγάλωσε στην Ολλανδία, όπου βίωσε τη ναζιστική Κατοχή ως παιδί, μια εμπειρία που τη σημάδεψε βαθιά. Ξεκίνησε ως χορεύτρια, όμως η λάμψη της απογειώθηκε στο Χόλιγουντ, με βασικό σταθμό το «Διακοπές στη Ρώμη» (1953), τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, που της χάρισε Όσκαρ.
Ακολούθησαν εμβληματικές εμφανίσεις σε ταινίες όπως τα “Πρόγευμα στο Τίφανις”, “Σαμπρίνα” και “Ωραία μου Κυρία”, που καθιέρωσαν το διαχρονικό της στυλ και την ξεχωριστή κινηματογραφική της παρουσία.

Απόκομμα εφημερίδας, Μάρτιος 1952
Στα χρόνια που ακολούθησαν την υποκριτική της πορεία, αφιερώθηκε με πάθος στο ανθρωπιστικό έργο, ως Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF.
Ο ελληνικός Τύπος, ήδη από τις δεκαετίες της ακμής της, παρακολουθούσε και κατέγραφε την πορεία της με θαυμασμό.
«ΤΑ ΝΕΑ» της 21ης Ιανουαρίου 1999 γράφουν για τα πρώτα χρόνια της χολιγουντιανής ηθοποιού:
«Η Χέπμπορν γεννήθηκε στο Βέλγιο το 1929 και η καταγωγή των γονιών της ήταν από την Ιρλανδία και την Ολλανδία.
Στο Χόλιγουντ
»Καριέρα όμως έκανε στο Χόλιγουντ. Και την έκανε προσεκτικά, άνευ σκανδάλων, σεμνά και μετρημένα.
»Αφού πρώτα άρχισε με το αγγλικό σινεμά, εμφανιζόμενη σε μικρούς ρόλους, ανακαλύπτεται από το Χόλιγουντ και αναδεικνύεται με ταχύτητα αστραπής. Οι ρόλοι και τα σενάρια προσαρμόστηκαν στην εύθραυστη ομορφιά της.
»Η Χέπμπορν ήταν ιδανική και για τους ρόλους της ευαίσθητης, αιθέριας ύπαρξης που έλκει δυναμικούς άντρες, αποτελώντας το έτερον, εύθραυστο ήμισυ.
Η Χέπμπορν ανέτειλε και έλαμψε, κινηματογραφικά, μέσα σε δύο δεκαετίες. Από το 1951 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
»Όμως, κορυφαίος, αξεπέραστος ρόλος της ήταν στην “Ωραία μου κυρία” του Τζορτζ Κιούκορ, που γυρίστηκε το 1964. Η Χέπμπορν έλαμψε στον “Πόλεμο και Ειρήνη”, στο “Αστείο κορίτσι”, “Πρόγευμα στον Τίφανι”, “Σαμπρίνα”. Ήταν η τελειότερη θηλυκή παρουσία στο κινηματογραφικό “μπουλβάρ”. Τελευταία της εμφάνιση στην ταινία του Στήβεν Σπίλμπεργκ “Για πάντα”, που ολοκληρώθηκε το 1990».

Η Όντρεϊ Χέπμπορν στην ταινία «Ωραία μου Κυρία» (1964)
Η μοναδικότητα της Χέπμπορν
Στο ίδιο δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ» αποτυπώνεται, επίσης, η επίδραση που ασκούσε όχι μόνο στους θεατές, αλλά και σε κορυφαίους καλλιτέχνες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μαγεύτηκαν όχι μόνο από την εμφάνιση, αλλά από την αύρα που εξέπεμπε η Όντρεϊ Χέπμπορν. Καλλιτέχνες της εικόνας και της μόδας, άνθρωποι με βλέμμα εκπαιδευμένο στην αισθητική και το στυλ, συχνά καθηλώνονταν από την παρουσία της.
«Ο Ρίτσαρντ Άβεντον, ένας από τους πιο επιδεξιους τεχνίτες, πίσω από τη μηχανή, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και είπε μεταξύ θαυμασμού και οργής: “Αυτή τη γυναίκα δεν μπορώ να την φωτογραφίσω. Δεν μπορώ να την διορθώσω, να την αναδείξω, να την μεταμορφώσω. Είναι εκεί. Με παραλύει. Ο φακός, οι φωτισμοί, δεν μπορούν να προσθέσουν τίποτα πάνω της. Με παραλύει. Από μόνη της και εκ του φυσικού της έχει ‘γράψει’ το απόλυτο πορτρέτο”.
»Ο Κριστιάν Λακρουά, μέγας στυλίστας, είχε πει συνοπτικά: “Αυτή η γυναίκα δεν είναι απλά και μόνο το σύμβολο του στυλ του Ζιβανσί, είναι το σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς. Είναι το σπάνιο μείγμα κομψότητας, απλότητας και ομορφιάς. Είναι ταυτόχρονα απλή και εκκεντρική και πάνω από όλα είναι μια ανθρώπινη λάμψη. Η γοητεία της Χέπμπορν υπερίπταται πάνω από το χρόνο, από τα έθνη, τις φυλές και τις ιδεολογίες”.

Η Όντρεϊ Χέπμπερν ως Σαμπρίνα Φέρτσαϊλντ σε Givenchy το 1953
»Η Όντρεϊ Χέπμπορν ήταν το ανθρώπινο συνώνυμο του φακού. Εξέπεμπε, χωρίς ίχνος λίφτινγκ, τις λάμψεις για να δουλέψει η κινηματογραφική μηχανή. Ήταν το ιδανικό “μανεκέν” των σκηνοθετών, η προσωποποίηση της γοητείας και της κομψότητας».
Η εικόνα της Χέπμπορν – η φυσική της ομορφιά, που έμενε σχεδόν ανεπηρέαστη από τον χρόνο και μαγνήτιζε ακόμη και τους πιο απαιτητικούς δημιουργούς της εικόνας και της μόδας – αντανακλούσε μια εσωτερική ισορροπία την οποία η ίδια καλλιεργούσε με συνέπεια.
Η πειθαρχία πίσω από την αψεγάδιαστη φυσικότητα
Σε συνέντευξή της, που παραθετούν «ΤΑ ΝΕΑ» της 22ης Μαρτίου 1965, αποκαλύπτει το αυστηρό, αλλά ήρεμο καθημερινό της πρόγραμμα. Μια ζωή με μέτρο, πειθαρχία και απλότητα, πίσω από την εκθαμβωτική της παρουσία:
«“Χρειάζεται να ακολουθή μια γυναίκα ένα αυστηρό πρόγραμμα για να μπορή να διατηρήται σε μια ικανοποιητική κατάσταση. Προσωπικά εγώ, είμαι υποχρεωμένη, να κάμω καθημερινές γυμναστικές ασκήσεις, να μην πίνω αλκοόλ και να καπνίζω ελάχιστα.
»Το μακιγιάζ μου είναι πολύ απαλό και διακριτικό, γιατί δεν θέλω να κουράζω το δέρμα μου. Χτενίζομαι μόνη μου, ἐκτός βέβαια από τις περιπτώσεις πού πηγαίνω στο στούντιο ή κάμω επίσημες εμφανίσεις. Όταν το βράδυ γυρίζω σπίτι μου, από τη δουλειά μου, συζητώ με τον άνδρα μου διάφορα ζητήματα, κατόπιν παίρνω το μπάνιο μου και ξεκουράζομαι.
»Η ζωή μου πρέπει να είναι πολύ απλή, μετρημένη. Κάθε υπερβολή βλάπτει”».
Η Κατοχή και τα παιδικά τραύματα
Πίσω από τη γοητεία και την απαράμιλλη δημόσια εικόνα, η Όντρεϊ Χέπμπορν έκρυβε μια ζωή γεμάτη ευαισθησία, ανασφάλειες και μνήμες βαθιά χαραγμένες από την παιδική της ηλικία.
Μιλώντας με ειλικρίνεια για την καθημερινότητά της, αποκαλύπτει, μεταξύ άλλων, τα τραύματα που κουβαλούσε από τα χρόνια της Κατοχής στην Ολλανδία.
Η Χέπμπορν καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Ολλανδίας. Ο πατέρας της ήταν Βρετανός τραπεζικός υπάλληλος και η μητέρα της ανήκε στην ολλανδική αριστοκρατία. Είχε, μάλιστα, τον τίτλο της βαρώνης.
Ζούσαν κοντά στο Άρνεμ, μια περιοχή που έζησε από τις σκληρότερες στιγμές της κατοχής, ιδιαίτερα κατά τη Μάχη του Άρνεμ το 1944 και η έφηβη τότε Όντρει επηρεάστηκε βαθιά από την αγριότητα των ναζί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Όντρεϊ Χέπμπορν αποστασιοποιήθηκε συνειδητά από την οικογένειά της —ιδίως από τη μητέρα της— λόγω των φιλοναζιστικών τους απόψεων πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«”Δεν έχω τίποτε να σκιάζη τη ζωή μου παραμόνον ότι είμαι πολύ νευρική. Συχνά μιλώ πολύ δυνατά και το βράδυ έχω εφιάλτες στον ύπνο μου. Όπως μου είπε ο γιατρός μου, αυτό οφείλεται στην υπερκόπωση. Έτσι, η ανάπαυση είναι σημαντικό στοιχείο για μένα.
»Θα πρέπει ν’ αναφέρω επίσης ότι κατά την διάρκεια της κατοχής στην Ολλανδία, υπέφερα καί εγώ όπως όλοι μας από την παρουσία των Γερμανών και από τότε, έχω εφιάλτες στον ύπνο μου.
»Όλοι οι κάτοικοι ζούσαμε με την αγωνία του θανάτου. Οι Γερμανοί συμπεριφέρθηκαν βάναυσα στον πληθυσμό και όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία, βρισκόμαστε ουσιαστικά σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Το πρόβλημα της διατροφής ήταν το πιο σπουδαίο για όλους. Δεν υπήρχε κανείς που να μη πεινούσε”.
»“Από τότε που απέκτησα παιδί νοιώθω διαφορετικά τη ζωή. Ο κόσμος έχει αλλάξει για μένα”»
Η μητρότητα και η οικογένεια έγιναν για εκείνη προτεραιότητα και σταδιακά αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο, ιδιαίτερα μετά τη γέννηση του δεύτερου γιου της, Λούκα Ντότι, το 1970.
Παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτα με τον ηθοποιό Μελ Φέρρερ (1954–1968), με τον οποίο απέκτησε τον γιο της Σον, και έπειτα με τον Ιταλό ψυχίατρο Αντρέα Ντότι (1969–1982), με τον οποίο απέκτησε τον Λούκα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα πέρασε στην Ελβετία, στο χωριό Tolochenaz, μαζί με τον σύντροφό της Ρόμπερτ Γουόλντερς.
Το φιλανθρωπικό έργο
Από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα, η Χέπμπορν αφοσιώθηκε στη φιλανθρωπία, ως Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF. Ταξίδεψε σε χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας, μεταφέροντας την προσωπική της ευαισθησία, στους σκοπούς του Οργανισμού, με τη σιωπηλή της αφοσίωση στα παιδιά που υπέφεραν – ίσως επειδή είχε γνωρίσει η ίδια την πείνα και τον φόβο στον πόλεμο.
«ΤΑ ΝΕΑ» της 21ης Ιανουαρίου 1993, γράφουν με αφορμή τον θάνατό της (20 Ιανουαρίου 1993):
«Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Όντρεϊ Χέπμπορν τα είχε αφιερώσει στα παιδιά και εργαζόταν για λογαριασμό της Γιούνισεφ. Αλλωστε εκπρόσωπος της Γιούνισεφ ανακοίνωσε την είδηση του θανάτου της.
»Η Όντρεϊ Χέπμπορν είχε τιμηθεί με το Όσκαρ το 1954 για την πρώτη αμερικανική ταινία της, το «Διακοπές στη Ρώμη» του Γουίλιαμ Γουάιλερ.
»Η Ακαδημία είχε ανακοινώσει ότι στα φετινά Όσκαρ στις 29 Μαρτίου, θα της απένειμε ένα ακόμη Όσκαρ, τιμητικό αυτή τη φορά. Δεν πρόλαβε να το παραλάβει…».
Η Όντρεϊ Χέπμπορν έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 63 ετών, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο, αφήνοντας πίσω της μια εικόνα που ξεπερνά τον χρόνο: κομψή, ευγενική και αληθινή.
