Στις 22 Φεβρουαρίου 1993 ο Μάνος Χατζιδάκις διευθύνει για τελευταία φορά, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την οποία είχε ίδρυσει το 1989. Σε μια περίοδο που σημαδεύτηκε από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την επακόλουθη άνοδο των νεοναζιστικών κινημάτων, ο μεγάλος έλληνας συνθέτης, παρουσιάζει τη μουσική παράσταση με τίτλο «Διαμαρτυρία κατά του Νεοναζισμού», στην οποία μάλιστα, συμπεριέλαβε και ένα κείμενο – «μανιφέστο», όπως χαρακτηρίστηκε, με τίτλο «Σκέψεις και παρατηρήσεις για το αναζωογονημένο φαινόμενο του νεοναζισμού».
Σύμφωνα με το «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 21ης Φεβρουαρίου 1993, είχαν προγραμματιστεί τέσσερις παραστάσεις:
«Πρώτο θέτει το θέμα του νεοναζισμού, στη δεύτερη συναυλία (26/3) το θέμα του κυνηγιού και των κυνηγών. Η τρίτη συναυλία (12/4) είναι υπέρ του Χριστού και εναντίον της “παρεκκλησιαστικής αθλιότητας”. Το θέμα της τέταρτης συναυλίας (19/5) δεν έχει ακόμα καθοριστεί.
»Αύριο λοιπόν (ώρα 9 μ.μ.) το πρόγραμμα περιλαμβάνει: Κουρτ Βάιλ, και μάλιστα τη 2η Συμφωνία του, που εγράφη το ‘33 και εμπεριέχει την ατμόσφαιρα του ανερχόμενου την εποχή εκείνη ναζισμού στη Γερμανία. Στο δεύτερο μέρος η Ορχήστρα, με σολίστ τον πιανίστα Gyorgy Sandor, θα ερμηνεύσει το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1 του Λιστ και το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 του Μπάρτοκ».
Λίγο πριν από την επανεμφάνισή του, με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ο συνθέτης μίλησε στο «ΒΗΜΑ» της 21ης Φεβρουαρίου 1993, για το κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που θα έπρεπε να απασχολεί περισσότερο την κοινωνία:
«“Μια συναυλία πρέπει να έχει στόχο ένα μουσικό γεγονός. Κάνουμε χιλιάδες πρόβες για να βγάλουμε ένα μουσικό αποτέλεσμα. Δεν μπορεί ένα πολιτικό γεγονός να είναι το επίκεντρο μιας συναυλίας με τόση προετοιμασία. Οι συναυλίες έξω από την μουσική δε μ’ ενδιαφέρουν. Σε κάθε συναυλία βάζω ένα θέμα, το οποίο αξίζει τον κόπο να το υπενθυμίζω”».
Οι συγκυρίες ευνοούν τον νεοφασισμό
»“Το θέμα του νεοναζισμού δεν είναι ένα φαινόμενο που έρχεται απ’ έξω. Καραδοκεί βαθιά μέσα μας. Η μόνη αντιβίωση ενάντια του φασισμού, η παιδεία, δεν υπάρχει. Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό, δεν είναι πολιτικό. Σιγά-σιγά αρχίζει και αναπτύσσεται με την έλλειψη παιδείας που έχουν ορισμένες τελευταίες γενεές.
»Ο νεοφασισμός έχει μια επιθετική μορφή και μια παθητική. Η παθητική βασίζεται στον φόβο των πολλών και έτσι επιτυγχάνει. Δεν είναι ένα φαινόμενο που τώρα ανθεί στη Γερμανία και μπορεί να μας έρθει ξανά. Πάντα υπάρχει, απλώς οι συγκυρίες βοηθούν την εμφάνισή του αφενός και την ανάπτυξή του αφετέρου.
»Αυτή τη στιγμή, με τις μετακινήσεις των μεγάλων πληθυσμών που γίνονται μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο, οι συγκυρίες τον ευνοούν, αλλά το σημαντικότερο είναι πως αυτές οι γενεές μεγάλωσαν χωρίς αυστηρή παιδεία. Διαθέτουν όλα τα αρνητικά στοιχεία, τα εχθρικά προς την έννοια άνθρωπος, για να επιβιώσουν τα φασιστικά αντίστοιχα”.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.2.1993, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»
Το κυνήγι και η παρεκκλησιαστική αθλιότητα
Είπε, ακόμη, δυο λόγια και για τις επερχόμενες παραστάσεις, τα θέματα των οποίων προκάλεσαν, επίσης, αντιδράσεις. Πιο συγκεκριμένα, για την επόμενη συναυλία που είχε προγραμματιστεί με θέμα «το κυνήγι και του κυνηγούς», δηλώνει:
«“Το βρίσκω ολέθριο να μαθαίνει ο άνθρωπος να σκοτώνει με άνεση ζωντανά, πουλιά ή ζώα. Και πόσο απέχει από τη δολοφονία ενός ανθρώπου;”
Ενώ για την τρίτη συναυλία που θα έδινε η Ορχήστρα των Χρωμάτων τη Μεγάλη Εβδομάδα και ήταν «υπέρ του Χριστού και εναντίον της παρεκκλησιαστικής αθλιότητας», τονίζει:
»“Είμαι εναντίον κάθε παρεκκλησιαστικής ή εκκλησιαστικής αθλιότητας, χωρίς να θίγω τους σοβαρούς και αξιόλογους ιεράρχες που υπάρχουν μέσα στον χώρο”».
«Δεν επεθύμησα πότε να πραγματοποιήσω μια πολιτική συναυλία»
Ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ευαίσθητος σε κοινωνικά ζητήματα. Ωστόσο, όπως προκύπτει και από τη συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ», ουδέποτε επιχείρησε να τα εργαλειοποιήσει προς όφελος της μουσικής του ή να τα χρησιμοποιήσει ως μέσο διάδοσής της:
«“Το δικό μου μήνυμα είναι μουσικό. Όσοι θέλουν να έρθουν στη συναυλία για να γιορτάσουν το θέμα του νεοναζισμού να μην έρθουν. Δεν κάναμε τόση δουλειά για να αντικαταστήσω ένα άρθρο εφημερίδας. Δεν είναι πολιτική συναυλία ούτε κοινωνική είναι μουσική. Άλλο που με την ευκαιρία υπενθυμίζω ένα θέμα. Δεν μπορεί, όμως, να αποτελέσει το κέντρο βάρους μιας συναυλίας που έχει τόσες μουσικές απαιτήσεις. Δεν αξίζουν οι νεοναζιστές τόσο πολλή εργασία. Αν δω ότι το θέμα παίρνει διαστάσεις μεγαλύτερες, μπορώ και να το απαλείψω. Διότι, προς Θεού, δεν επεθύμησα πότε να πραγματοποιήσω μια πολιτική συναυλία”».
Δύο ημέρες μετά την πρώτη συναυλία, στις 24 Φεβρουαρίου, ο Μάνος Χατζιδάκις υπέστη καρδιακό επεισόδιο. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ακολούθησε μια επίπονη και δύσκολη δοκιμασία για την υγεία του, την οποία, εν τέλει, δεν κατόρθωσε να υπερβεί, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 15 Ιουνίου 1994, σε ηλικία 68 ετών.
