Εορτασμός για να θυμηθούμε ή (και) να ξεχάσουμε;

Το 2021 θα είναι οπωσδήποτε ένα σημαδιακό έτος για όλη την ανθρωπότητα. Η ελπίδα είναι καθολική ότι θα είναι καλύτερο έτος μετά το δυστοπικό 2020 της πανδημίας της COVID-19. Το εμβόλιο που έρχεται και η άνοδος στην εξουσία του Τζο Μπάιντεν με το κλείσιμο της προεδρίας Τραμπ γεννούν μεγάλες προσδοκίες. Το 2020 είναι ο χρόνος που κανένας δεν θα ήθελε να θυμάται. Ο χρόνος που έφερε στην ελληνική γλώσσα τη λέξη «lockdown» (γενικό απαγορευτικό), το οποίο βιώσαμε με τον γνωστό δραματικό τρόπο, το έτος που ανέδειξε ως «πρόσωπο της χρονιάς» τον υπέροχο Σ. Τσιόδρα και ως ήρωες τους γιατρούς και νοσηλευτές του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), αλλά και τις ανευθυνότητες αρκετών, είτε λαϊκών είτε κληρικών, ο χρόνος που επιβεβαίωσε ότι ο ανορθολογισμός που ζει σ’ αυτή τη χώρα είναι ένα παγκόσιο φαινόμενο που εκδηλώνεται σε Ευρώπη και Αμερική, Βορρά και Νότο, σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου.

Για την Ελλάδα, το 2021, πέρα και πάνω απ’ όλα τα σημαντικά, είναι το έτος της μεγάλης επετείου – της επετείου της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 που μας κατέστησε ελεύθερο, ανεξάρτητο κράτος. Θα γιορταστεί όπως αξίζει στο μεγάλο γεγονός, όπως επιβάλλει νοηματικά η σύγχρονη πραγματικότητα και επιτρέπουν οι συνθήκες. Θα γιορτάσουμε για να αναδείξουμε τον μακρύ δρόμο που διανύσαμε από τότε για να γίνουμε μια σύγχρονη, δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα με προοπτικές και δυνατότητες. Πιο μπροστά από κάθε άλλη χώρα της περιοχής, παρά τα προβλήματα και αντιξοότητες. Θα γιορτάσουμε (και) για να θυμηθούμε το παρελθόν. Αλλά μήπως όμως και για να ξεχάσουμε, να ξεχάσουμε κάτι από το παρελθόν; Ο μεγάλος ιστορικός T. Judt στην περίφημη ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης (Postwar, A History of Europe Since 1945») γράφει ότι η σύγχρονη Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ενωση, οικοδομήθηκε πάνω σ’ έναν βαθμό «ιστορικής αμνησίας» (historic amnesia) και «συλλογικής λήθης» (collective forgetting). Βέβαια ο Judt δεν εννοεί ότι η Ευρωπαίοι ξέχασαν την ιστορία τους. Ούτε μπορούσαν, ούτε έπρεπε. Εννοεί ότι αποφάσισαν να οικοδομήσουν τη σύγχρονη Ευρώπη της σταθερότητας, ειρήνης και δημοκρατίας «ξεχνώντας» τις ιστορικές αντιπαλότητες που τους χώριζαν για να πάνε μπροστά. Την ιστορία πρέπει να τη γνωρίζουμε, να τη θυμόμαστε για να την ξεπερνούμε. Οχι να την επαναλαμβάνουμε (είτε ως φάρσα, είτε ως τραγωδία). Και αυτό θα πρέπει να είναι ένα από τα μηνύματα του εορτασμού της επετείου, ιδιαίτερα καθώς, δεδομένης της συγκυρίας, ο κίνδυνος να διολισθήσουμε σε μια τετριμμένη ιστορική αφήγηση είναι ορατός. Η Ευρώπη (ή το μεγαλύτερο μέρος της) απέφυγε αυτή την παγίδα.

Και ας κρατάμε πάντοτε ότι 1821 και Ευρώπη συνδέονται πολλαπλώς – σε επίπεδο ιδεών, επιρροών, έμπνευσης, επιπτώσεων κ.λπ. Και πάνω απ’ όλα με το γεγονός ότι οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) είναι αυτές που με την επέμβαση και τον ρόλο τους (Ναυαρίνο, 1827) επέτρεψαν τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Ταυτόχρονα όμως δημιούργησαν και έναν ιδιόμορφο θεσμό – αυτόν των προστάτιδων δυνάμεων, ρόλος που ασκήθηκε αρχικά από τις παραδοσιακές δυνάμεις που προαναφέραμε, στη συνέχεια μόνο από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ (1947). Και όπως έγραψε ο M. Mazower, «η ελληνική ιστορία διαμορφώνεται από τις ξένες δυνάμεις», δηλαδή τις προστάτιδες δυνάμεις (Μ. Mazower, «Greece’s History is Defined by Foreign Powers», «Financial Times», 8 Μαρτίου 2010). Οι επεμβάσεις των προστάτιδων δυνάμεων δημιούργησαν επώδυνες καταστάσεις και εξαρτήσεις για την Ελλάδα με – ορισμένες φορές – ολέθριες συνέπειες. Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ενωση θεωρήθηκε ως μια πράξη που, μεταξύ άλλων, θα απάλλασσε τη χώρα από εξαρτήσεις και προστάτιδες δυνάμεις. Η Ευρωπαϊκή Ενωση θεωρήθηκε κατά κάποιον τρόπο ως ένα ευεργετικό υποκατάστατο των προστάτιδων δυνάμεων.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, ένα κύριο αίτημα ήταν η Ελλάδα να απαλλαγεί από τις εξαρτήσεις και τις προστάτιδες δυνάμεις και ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ. Το αίτημα είχε σχεδόν καθολική πολιτική αποδοχή, αν και διαφορετικές ερμηνείες και προεκτάσεις. Αλλά, πάντως, για τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και σημαντικό τμήμα του πληθυσμού η απαλλαγή «από εξαρτήσεις και προστάτιδες δυνάμεις» μπορούσε να γίνει ακίνδυνα μόνο με ένα «υποκατάστατο πλαίσιο» και το κατάλληλο για το σκοπό αυτόν θεωρήθηκε η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλωστε ο Κ. Καραμανλής από το 1959 είχε θεωρήσει τη νεοϊδρυθείσα Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΟΚ τότε) ως πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να ενταχθεί η Ελλάδα προκειμένου, μεταξύ άλλων, να απαλλαγεί από εξαρτήσεις. Οπως τόνισε το 1975, μετά την υποβολή της αίτησης ένταξης, «με την ισότιμη συμμετοχή μας σε μια ισχυρή οικογένεια ελεύθερων, ανεξάρτητων και δημοκρατικών λαών, όπως θα είναι η Ενωμένη Ευρώπη, θα κατοχυρώσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Γιατί η ένταξη της χώρας μας στην οικογένεια αυτή θα την απαλλάξει από οποιεσδήποτε εξαρτήσεις, αφού θα την καταστήσει ισότιμη με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, με τις οποίες θα έχει ψήφο ισοδύναμη». Από την άλλη πλευρά, είναι ενδιαφέρον ότι η (αρχικά) αρνητική στάση του ΠαΣοΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου προσωπικά στην ένταξη της Ελλάδας στηρίχθηκε ακριβώς στην αντίληψη ότι η ένταξη όχι μόνο δεν θα ελαχιστοποιήσει την εξάρτηση, αλλά, το αντίθετο, θα την ενισχύσει.

Υστερα από σχεδόν σαράντα χρόνια συμμετοχής στην ΕΕ, είναι σαφές ότι η Ενωση λειτουργεί ως το ευεργετικό οιονεί υποκατάστατο των παραδοσιακών προστάτιδων δυνάμεων με όλες τις θετικές αλλά και ορισμένες αρνητικές πλευρές. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου έφτασε στη λογική της κατάληξη. Και η σύγχρονη Ελλάδα μπορεί να κλείνει ιστορικά κεφάλαια…

 

*Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.