Αν σήμερα διάβαζε Καβάφη…

«Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε τα νέα καμώματα του Ιουλιανού». Αλήθεια, αν υποθέσουμε ότι ως ένας σύγχρονος «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»

«Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε τα νέα καμώματα του Ιουλιανού». Αλήθεια, αν υποθέσουμε ότι ως ένας σύγχρονος «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» διάβαζε αυτή την περίοδο Κ. Καβάφη, σε ποιους στίχους θα σταματούσε να στοχαστεί, με ποιες σκέψεις και ποιες αντιδράσεις και ίσως εξομολογήσεις; Με ποιους στίχους θα μπορούσε να ταυτισθεί θεωρώντας ότι τον εκφράζουν στην κατάσταση που βρίσκεται; Πιθανολογώ αυθαιρέτως ότι ενδόμυχα ίσως με τους στίχους που παραθέτω πιο κάτω από δέκα ξεχωριστά ποιήματα με τις αντίστοιχες ίσως ψυχικές αντιδράσεις (όλα αυθαιρέτως βεβαίως, γιατί πρώτα απ’ όλα δεν είναι καθόλου γνωστόν αν ο «Ηγεμών» διαβάζει ποίηση, έστω και την ποίηση του Κ. Καβάφη η οποία τον απαθανάτισε με τόσο σαρκαστικό λυρισμό και που η (κακή;) μοίρα θέλησε να διατείνονται ότι τη διαβάζουν όλοι σχεδόν οι Ελληνες, με τα γνωστά αποτελέσματα). Ο «Ηγεμών» λοιπόν…
1. Θα ζητούσε αυθορμήτως ίσως συγγνώμη για τα πολλά ψέματα που είπε και τις αυταπάτες που είχε ομολογώντας ότι «Κάθε του προσδοκία βγήκε λανθασμένη / Φαντάζονταν έργα να κάμει ξακουστά / Και τώρα; Τώρα απελπισία και καϋμός…» («Δημητρίου Σωτήρος, 162-150 π.Χ.»).
2. Θα ανησυχούσε μήπως «κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό / ως είναι το συνήθειο τους οι απαίσιοι» καθώς ο «Ηγεμών» «Μήτε βαθύς στις σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε / Ενας τυχαίος, αστείος άνθρωπος / πήρε όνομα Ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Ελληνας / έμαθε πάνω κάτω σαν τους Ελληνας να φέρεται / κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι / μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά…» («Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»).
3. Θα επισκοπούσε τον περίγυρό του και θα διαπίστωνε ότι «Ηταν ο Επαρχος μωρός / κ’ οι πέριξ του ξόανα επίσημα και σοβαροφανή / τρισβάρβαρα τα ελληνικά των οι άθλιοι» (από τη «Σχολήν του Περιώνυμου Φιλοσόφου»).
4. Σε ένα ακόμη ίσως τηλέφωνο στην κυρία Α. Μέρκελ θα διερωτάτο: «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς τους βαρβάρους; / Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις» («Περιμένοντας τους Βαρβάρους»).
5. Και θα μονολογούσε αυτάρεσκα ίσως: «Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και μεγάλα έργα / η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σου αρνείται / να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες / Και τι φρίκη η μέρα που ενδίδεις (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις) / και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα (διάβαζε, π.χ., Βερολίνο) / και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη (διάβαζε, π.χ., Α. Μέρκελ) που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του / και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια…» («Η Σατραπεία»).
6. Αλλά «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή / Και τις φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις / αν δεν μπορείς με δισταγμό και προφυλάξεις / να τες ακολουθείς. Κι’ όσο εμπροστά προβαίνεις / τόσο εξεταστική προσεκτική να είσαι / Κι όταν φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια/ έτσι περιώνυμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις / τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμον έξω / εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία / αν τύχει και σε πλησιάσει από τον όχλο κανένας Αρτεμίδωρος…» («Μάρτιαι Ειδοί»).
7. Και όλα αυτά «Μέσα στον φόβο και στες υποψίες, / με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια, / λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε / για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί. / Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο / ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα (ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά). Αλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, / εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας, / κι ανέτοιμους –πού πια καιρός –μας συνεπαίρνει» («Τελειωμένα»).
8. Η… αυτοεκτίμησή του όμως παραμένει. «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν / Στα σοβαρά ήμουν πάντοτε / επιμελέστατος. Και θα επιμείνω / ότι κανείς καλύτερα μου δεν γνωρίζει / Πατέρας ή Γραφάς (διάβαζε, π.χ., Μαρξ και Κεφάλαιο) ή τους Κανόνας των Συνόδων (διάβαζε, π.χ., κομματικά συνέδρια)» («Βυζαντινός Αρχων, Εξόριστος Στιχουργών»), όμως…

9. «Ομως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω / στα τείχη άρχισεν ήδη ο θρήνος / των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν κ’ αισθήματα» («Τρώες»).
10. Γι’ αυτό «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος / αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που φεύγει» («Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»).
Αλλά μήπως τελικά θα ήταν καλύτερο ο «Ηγεμών» να μη διαβάσει Καβάφη, εκτός αν επέλεγε μόνο «Το Πρώτο Σκαλί» μουρμουρίζοντας αποχωρώντας: «Εδώ που έφθασες λίγο δεν είναι»…
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.