«Μας μισούσε ο Βούλγαρος!» ούρλιαζε οργισμένη η μεσόκοπη κυρία απολαμβάνοντας αυτάρεσκα τα επιδοκιμαστικά βλέμματα της παρέας της. Ηταν Καλοκαίρι του 2009, η πρεμέρα των «Περσών» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Ντίμιτερ Γκότσεφ είχε μόλις ολοκληρωθεί στην Επίδαυρο με το κοινό να διχάζεται στους μεν που χειροκροτούσαν μ΄ενθουσιασμό και στους δε που αποδοκίμαζαν με αγανάκτηση…Η αντίδραση, ασφαλώς, δεν ήταν πρωτόγνωρη. Νωρίτερα από τον «βούλγαρο» μας είχε μισήσει ο ρώσος (Βασίλιεφ), ο γερμανός (Λάνγκχοφ), ο γεωργιανός (Στούρουα) και κάμποσοι άλλοι. Σχεδόν κάθε φορά που σκηνοθέτης εκ της αλλοδαπής επιχειρεί να κατέβει στην Επίδαυρο, μερίδα του κοινού, του Τύπου αλλά και του καλλιτεχνικού κόσμου θεωρεί υποχρέωσή του να υπερασπιστεί τα ιερά και τα όσια από τις επιβουλές των «βαρβάρων»…
Μέσα απ΄αυτό το πρίσμα οι αντιδράσεις στο πολλαπλάσιο μοιάζουν αναμενόμενες όταν ένας ξένος – ο Γιαν Φαμπρ εν προκειμένω- αναλαμβάνει την καλλιτεχνική ευθύνη του Φεστιβάλ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι άδικα: το Υπουργείο Πολιτισμού υπονόμευσε πρώτο απ΄όλους την ίδια του την επιλογή μέσα από μια σειρά τραγελαφικών, κυριολεκτικά, χειρισμών που κατέληξαν σε άνευ προηγουμένου φιάσκο με την παραίτηση του φλαμανδού καλλιτέχνη. Εν αρχή ην μια συνέντευξη Τύπου η οποία αναρωτιέται κανείς για ποιό λόγο έγινε: πρόγραμμα δεν ανακοινώθηκε παρά μόνο μέρος του, ικανό ν΄ανάψει το φυτίλι των αντιδράσεων. Χώρους και ημερομηνίες δεν μάθαμε, ούτε καν ενδεικτικά – πότε αρχίζει και πότε τελειώνει, ας πούμε, η διοργάνωση. Πλήρης ασάφεια και για το οικονομικό πλαίσιο, σ΄ένα περιβάλλον που όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι…
Το αφιέρωμα στο «βελγικό πνεύμα» και ο περιορισμός των ελληνικών συμμετοχών στους θεσμικούς φορείς προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Η άτακτη αναδίπλωση της Κυβέρνησης- δια των παρεμβάσεων του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα αλλά και του Υπουργού Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά– δε στάθηκαν ικανές να τις κατευνάσουν. Kριτική εκδηλώθηκε και από το πολιτιστικό τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ τη στιγμή που οι ανακοινώσεις της αντιπολίτευσης έρχονταν απλώς να επιβεβαιώσουν τη διαχρονική απουσία συγκεκριμένης πολιτιστικής πολιτικής. Η συνέχεια είναι γνωστή: εκατοντάδες καλλιτέχνες συγκεντρώθηκαν στο θέατρο «Σφενδόνη» ζητώντας την παραίτηση του Υπουργού Πολιτισμού αλλά και την απομάκρυνση του Φαμπρ χαρακτηρίζοντάς τον- φευ οι ίδιοι οι καλλιτέχνες- persona non grata! Η αλήθεια είναι ότι ο 57χρονος φλαμανδός που εμπνέεται σταθερά από τον ελληνικό μύθο δεν μας είναι άγνωστος. Εχει παρουσιάσει επανειλημμένως δουλειά του στη χώρα μας (χωρίς να προκύψουν ιδιαίτερες αντιδράσεις) κι έχει δώσει κάμποσες συνεντεύξεις στον Τύπο. Κοινώς, ξέραμε τί επιλέγαμε. Το αν μας ταίριαζε η όχι είναι μια άλλη ιστορία και δεν δικαιολογεί την προσπάθεια «αποδόμησής» του από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυρίως. Αιρετικός, δημιουργός που πιστεύει ότι η «πρόκληση είναι το ζωντάνεμα του μυαλού» , νάρκισσος σύμφωνα με την άποψη ορισμένων, μεταξύ πολλών άλλων ο Φαμπρ είναι ο πρώτος εν ζωή καλλιτέχνης που έκανε ατομική έκθεση στο Λούβρο. Η επικείμενη έκθεσή του στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης τον Σεπτέμβριο του 2016 η οποία θα εκταθεί σε 30 αίθουσες _ και πάλι ο πρώτος σύγχρονος καλλιτέχνης που κάνει κάτι τέτοιο_ αναμένεται ν΄αποτελέσει γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας, ένα ακόμη στην διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του.
Επιστρέφοντας, όμως, στις εξελίξεις των ημερών, οι ευθύνες του Υπουργείου που «έκαψε» με τρόπο που εκθέτει όχι μόνο την Κυβέρνηση αλλά την ίδια τη χώρα έναν άνθρωπο ο οποίος, κάτω από άλλες συνθήκες, ενδεχομένως θα είχε μια ενδιαφέρουσα συνεισφορά στα καλλιτεχνικά μας πράγματα προβάλλουν τεράστιες. Τί και ποιός συζήτησε με τον Φαμπρ; Τέθηκε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο; Γιατί το ΥΠΠΟ επέμενε στον τίτλο του καλλιτεχνικού διευθυντή κι ο ίδιος ο φλαμανδός σ’ αυτόν του curator, πράγμα το οποίο θα μπορούσε και να δικαιολογεί την αυτοαναφορικότητα του Φεστιβάλ του 2016 που είχε μπει στη διαδικασία να ετοιμάσει; Μήπως τελικά όλο το άγχος ήταν να βρεθεί ένα μεγάλο όνομα μόνο και μόνο για να κερδηθεί το στοίχημα των εντυπώσεων μετά την επεισοδιακή αποπομπή του Γιώργου Λούκου; Ο ίδιος ο Φαμπρ, πάντως, στο μήνυμα της παραίτησής του στην βελγική εφημερίδα l’ Avenir υπήρξε αποκαλυπτικός: «Αποδέχθηκα την εντολή που μου έδωσε ο Ελληνας Υπουργός Πολιτισμού υπό την προϋπόθεση να έχω πλήρη ελευθερία στις καλλιτεχνικές επιλογές μου…» δήλωσε μεταξύ άλλων.
Πέρα απ΄αυτό, όμως, κι εν αναμονή εξελίξεων σε σχέση με την εφετινή διοργάνωση που βρίσκεται πλέον στον αέρα , είναι ίσως μια ευκαιρία ν΄αρχίσει επιτέλους ο διάλογος ως προς το τί πολιτιστικούς θεσμούς θέλουμε. Θέλουμε ένα Φεστιβάλ που θα δημιουργεί καλλιτεχνικά γεγονότα ή σκοπός του είναι η εξασφάλιση της θερινής εργασίας του εγχώριου δυναμικού τον καιρό της κρίσης ιδιαίτερα; Θέλουμε ένα Φεστιβάλ που θ’ αξιοποιεί την τεράστια δυναμική των εμβληματικών του χώρων (του Ηρωδείου και, κυρίως, της Επιδαύρου) οι οποίοι ως γνωστόν ασκούν απίστευτη έλξη στα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου στερεώματος και θα συμβάλλει στην πολυπόθητη ανάπτυξη, ή ένα άθροισμα ετερόκκλητων εκδηλώσεων που απλώς διατηρούν τις μεταξύ μας ισορροπίες; Θέλουμε μια Επίδαυρο που θ’ αγκαλιάζει την δημιουργική ορμή την οποία γεννά το αρχαίο δράμα όχι μόνο σε σημαντικούς σκηνοθέτες αλλά και σε συνθέτες, χορογράφους, θεατρικούς συγγραφείς μέσα από πάμπολλα νέα έργα που εμπνέει ή θα συνεχίσουμε να ομφαλοσκοπούμε βαυκαλιζόμενοι πως φυλάσσουμε Θερμοπύλες; Μέσα από μια τέτοια συζήτηση τόσο η πολυσυζητημένη σε κάθε ανάλογη περίσταση «ελληνικότητα» όσο και η συμμετοχή του εγχώριου καλλιτεχνικού δυναμικού θα τεθούν, ενδεχομένως, σε άλλες διαστάσεις. Σε αντίθεση με όσα πίστευε, τότε, η συμπαθής κυρία της αρχής, εκείνος ο «βούλγαρος» όχι μόνο δε μας μισούσε, αλλά μας είχε αγαπήσει πολύ. Μήπως τώρα ο βέλγος , με την παραίτησή του έστω, θα μπορούσε να γίνει αφορμή ν΄αγαπήσουμε κι εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας;
