Ως βαρόμετρο για τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας και παράμετρος καθοριστική για το χρονοδιάγραμμά τους περιγράφεται το διπλό «ραντεβού» της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες τη Δευτέρα 7 Μαρτίου.
Από τη μία πλευρά οι αποφάσεις που πιθανολογείται ότι θα ληφθούν στη Σύνοδο Κορυφής και στις συναντήσεις του Αλ. Τσίπρα με την Ανγκελα Μέρκελ και τον Αχμέτ Νταβούτογλου και από την άλλη το σήμα που αναμένεται να δώσει το Εurogroup προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση σε ό,τι αφορά την πορεία του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, περιγράφονται από στελέχη της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης ως στοιχεία που θα κρίνουν πολλά.
Θέλουν πίστωση χρόνου
Η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα, υπό την πίεση που δέχεται πλέον σε όλα τα πεδία, αναζητεί επί της ουσίας σε αυτές τις συνεδριάσεις μια πίστωση χρόνου, με την οποία –όπως αφήνεται να εννοηθεί –θα επιδιώξει να φέρει σε πέρας κάποιες έστω από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει και οι οποίες εκκρεμούν επί μήνες.
Η τακτική που έχει επιλεγεί χαρακτηρίζεται ακόμη και από κυβερνητικούς βουλευτές «σύνδρομο του σκαντζόχοιρου», καθώς το επιτελείο του κ. Τσίπρα είναι πλέον σαφές πως έχει αποφασίσει να μετέλθει κάθε δυνατή πρακτική προκειμένου να αποτρέψει (απειλητικές) εξελίξεις όπως οι εκλογές ή μια ενδεχόμενη απώλεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις, η πίεση προς την Αθήνα στα πεδία της οικονομίας και της διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης θα επιχειρηθεί να τεθεί υπό κάποιον έλεγχο, ενδεχομένως και με διεθνείς πρωτοβουλίες ή παροχή βοήθειας τις αμέσως επόμενες ημέρες.
Σε αυτό ποντάρει στην ουσία και ο κ. Τσίπρας. Κατά τα όσα αφήνεται δε να διαρρεύσουν από το Μέγαρο Μαξίμου, στο αμέσως προσεχές διάστημα αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή η υποτυπώδης στρατηγική που έχει χαράξει το κέντρο λήψης αποφάσεων της κυβέρνησης.
Στο πλαίσιο αυτό, ως κομβικής σημασίας παράμετρος περιγράφεται η στάση που τηρεί το ΔΝΤ και το ενδεχόμενο μιας συμβιβαστικής προσέγγισης στο τεχνικό πεδίο μεταξύ του Ταμείου και των ευρωπαϊκών οργάνων.
Με βάση τις πρόσφατες ανακοινώσεις από την Ουάσιγκτον, η κυβέρνηση είναι μεν υποχρεωμένη να λάβει και πρόσθετα μέτρα –ιδίως δε στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων –πλην όμως αφήνεται να εννοηθεί με σαφήνεια ότι αν αυτές οι προϋποθέσεις εκπληρωθούν, η συζήτηση για το χρέος θα μπορέσει να ξεκινήσει.
Επενδύουν στο χρέος
Σε αυτό βασίζει τον σχεδιασμό του για τις επόμενες εβδομάδες ο κ. Τσίπρας. Οπως γίνεται κατανοητό από τα λεγόμενα κυβερνητικών αξιωματούχων, ο Πρωθυπουργός και η στενή ομάδα που τον πλαισιώνει έχουν επενδύσει πολιτικά στο ενδεχόμενο να ξεκινήσει μια συζήτηση για το χρέος. Με βάση αυτό, θα ασκήσει όπως φαίνεται μεγάλη πίεση προς το εσωτερικό του κόμματός του, από τη στιγμή που θα αποφασίσει να φέρει προς ψήφιση τα σκληρά νομοσχέδια για το Ασφαλιστικό και τις αλλαγές στη φορολογία. Οπως εκτιμούν ακόμη και κάποια κομματικά στελέχη, αν και εφόσον τις επόμενες εβδομάδες έλθουν προς ψήφιση στη Βουλή το Ασφαλιστικό και η φορολόγηση των αγροτών, ο κ. Τσίπρας θα ασκήσει πιέσεις προς τους βουλευτές του, προκειμένου να μην υπάρξουν «απώλειες».
Η πίεση αναμένεται να έχει δύο στάδια: Κατ’ αρχάς, το επιχείρημα για τη δυνατότητα επίτευξης του στόχου του χρέους, ο οποίος, όσο και αν δεν θα έχει συγκεκριμένο χρονικό προσδιορισμό, θα παρουσιάζεται εκ προοιμίου ως μεγάλο επίτευγμα της κυβέρνησης και ως τήρηση της βασικής προεκλογικής της δέσμευσης.
Επιπλέον, όμως, επί των κεφαλών όλων των βουλευτών της συμπολίτευσης θα επικρέμαται η απειλή της καταγγελίας για συνδιαλλαγή με τη «διαπλοκή» κατά όσων διστάζουν ή σκέφτονται να μην ψηφίσουν κάποια από τα σκληρά μέτρα.
Με βάση αυτό το σενάριο, επί του οποίου προς το παρόν σχεδιάζει τις κινήσεις του ο κ. Τσίπρας, θα είναι δυνατή, σε βραχυπρόθεσμό έστω ορίζοντα, η διαχείριση της φθοράς που υφίσταται η κυβέρνηση –κατά τις εκτιμήσεις τουλάχιστον του κεντρικού επιτελείου του Μεγάρου Μαξίμου.
Καχυποψία στο Υπουργικό
Συνωμοσιολογία, νευρικότητα και «επικίνδυνες σχέσεις»
Στις συνθήκες αυξημένης πίεσης όπου καλείται πλέον να δράσει η κυβέρνηση το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου είναι φανερό ότι ενεργεί υπό το κράτος μιας ιδιότυπης μανίας καταδίωξης και συνωμοσιολογίας.
Καχυποψία στο Υπουργικό
Συνωμοσιολογία, νευρικότητα και «επικίνδυνες σχέσεις»
Στις συνθήκες αυξημένης πίεσης όπου καλείται πλέον να δράσει η κυβέρνηση το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου είναι φανερό ότι ενεργεί υπό το κράτος μιας ιδιότυπης μανίας καταδίωξης και συνωμοσιολογίας.
Το πρωτοφανές περιστατικό της προηγούμενης Πέμπτης, όταν ο κ. Τσίπρας απαίτησε από όλα τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου να παραδώσουν τα κινητά τους τηλέφωνα πριν από την έναρξη της συνεδρίασης, προξένησε την έκπληξη και δυσφορία πολλών και δεν έμεινε ασχολίαστο. Στο παρασκήνιο, κάποιοι μίλησαν για σαφή ένδειξη νευρικότητας και αγωνίας καθώς αναρωτήθηκαν για το κίνητρο της πρωτοβουλίας: «Φοβάται ότι μας παρακολουθούν όλους ή δεν εμπιστεύεται πλέον κανέναν;» είναι το ερώτημα που αιωρείται τις τελευταίες ημέρες μεταξύ των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και στις συζητήσεις στους διαδρόμους της Βουλής. Κάποιοι δε έσπευσαν να αστειευτούν, παραπέμποντας στην ομολογία Βαρουφάκη ότι έχει ηχογραφημένες τις συνεδριάσεις των Εurogroups. «Ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να έχει ηχογραφήσει;» έλεγαν.
Το περιστατικό αυτό, σε συνδυασμό με τον περίπατο του κ. Τσίπρα με τον Ν. Παππά το μεσημέρι της προηγούμενης Δευτέρας και ενώ ετοιμαζόταν το περίφημο εξώδικο του υπουργού Επικρατείας προς «Το Βήμα της Κυριακής», με το οποίο περιγραφόταν η κατά το Μέγαρο Μαξίμου δεοντολογία στη συγγραφή και μετάδοση ειδήσεων και σχολίων, παρέπεμψε κάποιους στην ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο εσωτερικό της κυβέρνησης κατά την περίοδο που μεσουρανούσε ο Ι. Βαρουφάκης. Οπως θυμήθηκαν, ο περίπατος εκείνος στις 13 Ιουνίου 2015 ήταν μία από τις τελευταίες φορές όπου οι δύο άνδρες βρέθηκαν στην ίδια πλευρά.
Παρά ταύτα, οι ενδείξεις σήμερα δεν επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν σύννεφα στη σχέση Τσίπρα – Παππά. Αντιθέτως, φαίνεται πως επικρατεί βαρομετρικό χαμηλό στις σχέσεις Παππά με τους περισσότερους από όσους βρίσκονται στο Μέγαρο Μαξίμου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ηγεμονία του υπουργού Επικρατείας έχει επηρεάσει αρνητικά τους όρους συνεργασίας με στελέχη του επιτελείου του Πρωθυπουργού. Μεταξύ αυτών λέγεται ότι περιλαμβάνεται και η κυβερνητική εκπρόσωπος Ολγα Γεροβασίλη, η «χημεία» της οποίας με τον κ. Παππά δεν είναι η καλύτερη δυνατή επειδή –κατά κάποια εκδοχή –δεν θεωρείται «του χεριού του» και συνομιλεί με πρόσωπα που δεν ελέγχονται από το Μέγαρο Μαξίμου.
Αλλες πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι στον πάγο βρίσκεται και η σχέση με τον έτερο υπουργό Επικρατείας Αλ. Φλαμπουράρη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, τις τελευταίες εβδομάδες η πρόσβαση του κ. Φλαμπουράρη στην Ηρώδου Αττικού είναι περιορισμένη και κάποιοι δεν αποκλείουν εκπλήξεις…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
