Νοείται «μεταβατική» δικαιοσύνη;

Δίκαιο και κράτος συνιστούν το ίδιο κοινωνικό φαινόμενο και σε μεγάλο βαθμό ακολουθούν την ίδια ιστορική πορεία.

ΤΟ ΒΗΜΑ
Διάτρητες υποσχέσεις
των μεσονύχτιων λογισμών
Λεωνίδας Γαλάζης, Τα τρύπια υπόγεια των ονείρων

Δίκαιο και κράτος συνιστούν το ίδιο κοινωνικό φαινόμενο και σε μεγάλο βαθμό ακολουθούν την ίδια ιστορική πορεία.
Το δίκαιο ως ιστορικο-κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι αμετάβλητο αλλά διαφοροποιείται σύμφωνα με τις κοινωνικές εξελίξεις τις οποίες συχνά «καθοδηγεί».
Ομως το δίκαιο, είτε εμφανίζεται ως έκφραση κοινωνικών αναγκών είτε επενδύει κοινωνικά ιδανικά, κινείται –και κατά συνέπεια μπορεί να μελετηθεί –στον χώρο του «πρέπει να είναι», δηλαδή στο πεδίο του καταναγκασμού. Οι συναρτήσεις των κοινωνικών φαινομένων επιδρούν στο δίκαιο, το περιεχόμενο του οποίου είναι αντανάκλαση της ειδικής δομής της συγκεκριμένης κοινωνίας, αλλά αναπτύσσονται πάντα αποκλεισμένες μέσα στη σκακιέρα του πολιτικού κράτους.
Η διαπίστωση του Μαρξ ότι «το κράτος διαχωρίζεται από την κοινωνία» οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το δίκαιο κινείται υποχρεωτικά σήμερα στο επίπεδο επιβολής με φυσική δύναμη της κρατικής θέλησης στην κοινωνία.
Οι σχέσεις ανάμεσα σε «άτομο – κοινωνία – κράτος» μπορούν να εκφραστούν με τον καλύτερο ή τον χειρότερο τρόπο μέσα από τις ποινικές επιστήμες ή, διαφορετικά, οι ποινικές επιστήμες μπορούν να συμβάλουν θετικά ή αρνητικά στην ομαλή μετάβαση σε μια περισσότερο «απελευθερωμένη» συμβίωση πολιτών.
Οι ποινικές επιστήμες και καταρχήν το ποινικό δίκαιο πρέπει να εισφέρουν στην εμπέδωση σε όλον τον λαό του αισθήματος ότι το έγκλημα δεν είναι απλώς πράξη που τιμωρείται από τον νόμο αλλά πράξη που αξίζει να τιμωρηθεί. Το ποινικό δίκαιο πρέπει να επαναβεβαιώνει τις αξίες που οι κοινωνικοί θεσμοί (αντί της εξουσίας) θεσπίζουν, όχι μέσα από τον φόβο της ποινής, αλλά μέσα από την προστασία της ποιότητας των διανθρωπίνων και κοινωνικών σχέσεων. Δεν είναι βέβαια οι βελτιώσεις του Ποινικού Κώδικα αυτές που θα αλλάξουν την κοινωνία· μπορούν όμως να συμβάλουν στην εγκαθίδρυση εκείνης της δομής που θα επιτρέπει πιο δίκαιες και ελεύθερες κοινωνικές σχέσεις.
Το ποινικό δίκαιο οφείλει συνεπώς όχι μόνο να θέτει όρια στη δράση των πολιτών ή να προάγει τον αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων σύμφωνα με τις βασικές αρχές του ανθρωπισμού, αλλά και να επιβάλλει τις ίδιες αρχές και στην κρατική εξουσία.
Η αντίδραση του ποινικού δικαίου στην παραβίαση κοινωνικών αξιών πρέπει να είναι το ultimum refugium και όχι η πρωταρχική λειτουργία του.
Η όποια ιδεολογική προσαρμογή των νόμων (ιδίως των ποινικών) σε νέες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες δεν γίνεται βίαια και εκδικητικά.
Η όποια αυτοάμυνα της Νέας Τάξης (;) απέναντι στους ταξικούς ή μη (;) εχθρούς της και η εγκαθίδρυση μιας άλλης (;) κοινωνικής πειθαρχίας δεν μπορεί παρά να περνούν μέσα από τις αρχές του κράτους δικαίου (αναλογία μέσου-σκοπού, τεκμήριο αθωότητας κ.λπ.) αλλά και τις ρήτρες του κοινωνικού συμβολαίου.
Τα όποια «ίχνη του παρελθόντος» δεν σβήνουν με την «ποινικοσωφρονιστική εξυγίανση» ενός υπουργείου Καταστολής Των Αλλων (ΚΑ.ΤΑ).
Αν ισχύει η αρχή ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει την ελευθερία μέσα σε ένα ανελεύθερο σύστημα, κατά την ίδια λογική δεν επιτρέπεται στο μεταβατικό στάδιο (sic) να ισχύει η αρχή ότι πρέπει για ένα χρονικό διάστημα να είσαι ανελεύθερος προκειμένου να καταστεί πλήρως ελεύθερο (;) το σύστημα.
Είναι γνωστό ότι χωρίς μετριοπαθή άσκηση της εξουσίας και χρήση των νόμων, δίχως η μία εξουσία να σταματάει την άλλη, όχι μόνο δεν υπάρχουν εγγυήσεις ελευθερίας αλλά διαπιστώνονται τάσεις αυταρχικοποίησης του κράτους.
Σε περίπτωση ειρηνικής μετάβασης σε μια «σοσιαλιστική κοινωνία», το κράτος μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει (βραχυπρόθεσμα) ως αντι-δίκαιο, δηλαδή ως εκφραστής των δίκαιων αιτημάτων των μη προνομιούχων τάξεων; Το αντι-δίκαιο νοείται ως anti-droit, δηλαδή ως άδικο «δίκαιο», ή ως ιδιόρρυθμο non-droit με χαρακτηριστικά αυτοπεριορισμού και αυτο-ουδετεροποίησης του θετικού δικαίου καθώς και de facto μη τιμώρηση των de jure τιμωρουμένων πράξεων; Αυτή η μεταβατική φάση του αντι-δικαίου εντάσσεται στο πλαίσιο μιας πολιτικής εκτόνωσης της λαϊκής επαναστατικότητας ή και στον περιορισμό και έλεγχο της εξουσίας;
Κοινός παρονομαστής όλων των παραπάνω δεν μπορεί παρά να είναι η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ως έκφρασης ενός «φυσικού (αντι-κρατικού) δικαίου» που εντάσσει αρμονικά τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία.
Σημαντικότερο όμως χαρακτηριστικό πρέπει να είναι η προστασία του ατόμου από την αυθαιρεσία των κρατούντων για να μη μεταβληθούν η κοινωνική αλλαγή και η «αριστερή» νομιμότητα σε πρόφαση εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων ή άμετρης και άδικης καταπίεσης αθώων ή έστω μη εισέτι καταδικασθέντων από δικαστήριο πολιτών. Οι δικονομικές εγγυήσεις που περιορίζουν κάθε εξουσία πρέπει να ισχύουν και να εφαρμόζονται με μεγαλύτερη σχολαστικότητα, κυρίως όταν οι ασκούντες την εξουσία διακηρύσσουν ότι επιθυμούν να παραδώσουν την εξουσία αυτή στον λαό. Η υπεράσπιση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, ακόμα και στο αστικό τους πλαίσιο, αποτελεί καθήκον των δημοκρατικών δυνάμεων και στοιχείο απαραίτητο της «σοσιαλιστικής» μετάβασης. Αλλωστε η κατάργηση των δικαιικών εγγυήσεων δεν σημαίνει εξασθένηση αλλά ισχυροποίηση του κράτους.
Η τρομοκρατία των μαζών και η ασυδοσία της εξουσίας δεν μπορεί να χαρακτηρίζουν ειρηνικές διαδικασίες και δικαιικές αλλαγές που στοχεύουν σε μια όρθια και πιο δίκαιη κοινωνία.
Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version