Η επιλογή είκοσι διευθυντών ισάριθμων ιταλικών μουσείων με διεθνή διαγωνισμό δεν ήταν αιφνιδιασμός αλλά προετοιμασία. Δείχνει:
- Οτι έχει προηγηθεί στρατηγικός σχεδιασμός (ανανέωση δομών με λιγότερο κράτος, ενίσχυση ιδιωτικής πρωτοβουλίας, περιορισμός συντεχνιακών διεκδικήσεων).
- Οτι έχει ακολουθηθεί σειρά νομοθετικών μέτρων για την εφαρμογή της παραπάνω στρατηγικής (αλλαγή νομοθετικού πλαισίου για μεγαλύτερη αυτονομία στα μουσεία, παροχή χορηγικών κινήτρων και έλεγχο των συνδικαλιστικών διεκδικήσεων).
- Οτι έχει διαπιστωθεί πρόσφορο έδαφος και κοινή συνείδηση για την ανάγκη αλλαγών χωρίς να χαϊδεύονται τα αφτιά συντεχνιακών συσπειρώσεων (ο πρώην υπουργός Πολιτισμού, αν και πρώην, δηλώνει ότι με το κράτος να έχει τον έλεγχο, «ζητούμενο είναι οι νέοι διευθυντές να φέρουν νέα πνοή και αποτελεσματικότητα σε έναν χώρο που έχει ανάγκη την ανανέωση. Ετσι και αλλιώς το προηγούμενο μοντέλο έχει αποτύχει στην πράξη». Ο αντιπρόεδρος της Europa Nostra δήλωσε ότι «…το στενό συντεχνιακό κάτοπτρο βλάπτει και… οι πολίτες δεν ανέχονται πια αυτή τη συμπεριφορά»,ο πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων της Ιταλίας που «δουλεύει όλη του τη ζωή για τα μουσεία» ότι «τα πάντα αλλάζουν συμπαρασύροντας και τον τομέα του πολιτισμού… Τέρμα η εποχή που διορίζονταν οι φίλοι των φίλων».
- Οτι ακολουθείται το πρότυπο της διαδεδομένης στον αγγλοσαξονικό κόσμο «απόστασης ασφαλείας –at am’s length» από τον κρατικό εναγκαλισμό.
- Οτι άδραξαν την ευκαιρία (ο κλειστός αρχαιολογικός χώρος της Πομπηίας) η οποία έτσι κι αλλιώς δεν θα αργούσε, δεδομένων των συντεχνιακών πρακτικών.
Τι διαπιστώνεται σε όλα αυτά; Οτι υπάρχει πάνω από όλα η θέληση για εκσυγχρονισμό και αποδόμηση των πελατειακών σχέσεων. Η επιλογή των νέων διευθυντών, οι οποίοι αυτονοήτως σύμφωνα με την προκήρυξη μπορούσαν να είναι και αλλοδαποί, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά μια καλά σχεδιασμένη αλλαγή πολιτιστικής πολιτικής.
Στην Ελλάδα τώρα
Οπως τότε, όπως πάντα. Πριν από ακριβώς 18 χρόνια, στο προφητικό τελικά 1ο μεγάλο συνέδριο για τη Μουσειολογία που οργανώσαμε στο ΑΠΘ το 1997, η εισήγησή μου είχε τον τίτλο On Museums and Managers και αναφερόταν ακριβώς στο ζήτημα που από τη δεκαετία του ’80 συζητούνταν στον αγγλοσαξονικό μουσειακό χώρο σχετικά με την ενδεδειγμένη ειδικότητα και ικανότητα του επικεφαλής μουσείου. Τότε είχαμε τη γνώμη ότι καλό είναι ο επικεφαλής να γνωρίζει το αντικείμενο του μουσείου που διευθύνει, αλλά χωρίς ικανότητες μάνατζερ, δεν θα λειτουργούσε καλά. Αυτό σήμαινε ότι δεν βλάπτει και ένας μάνατζερ ως επικεφαλής, ο οποίος και βέβαια θα έχει τους ειδικούς επιμελητές που θα του εισηγούνται. Ο,τι δηλαδή δηλώνει σήμερα ο βετεράνος πολιτιστικός συντάκτης της «Κοριέρε Ντε Λα Σέρα» Πάολο Κόντι: «…οι μάνατζερ είναι εξίσου χρήσιμοι με τους αρχαιολόγους, χωρίς βέβαια να μπορεί να υποκαταστήσει ο ένας τον άλλον». Αυτό όμως που εξακολουθεί να έχει σημασία, σήμερα περισσότερο από τότε, είναι ότι, είτε μάνατζερ είτε ειδικός επιμελητής, ο επικεφαλής είναι απαραίτητο να έχει κάνει ειδικές σπουδές στη διαχείριση του πολιτισμού. Αποκλείεται η σχέση με το αντικείμενο και η αντίστοιχη εμπειρία να μπορούν να αντικαταστήσουν την εξειδικευμένη εκπαίδευση; Και ναι και όχι κατά περίπτωση. Ωστόσο κανείς δεν διαφωνεί ότι η εμπειρία που αποκτιέται έπειτα από σπουδές ειδίκευσης είναι πολυτιμότερη από αυτήν της προβιομηχανικής πρακτικής μάθησης στον μάστορα. Εξάλλου δεν είναι τυχαίος ο ομώνυμος τίτλος ειδίκευσης (master). Γίνεσαι μάστορας σε μικρότερο, συμπυκνωμένο και ορθολογικά οργανωμένο χρόνο.
Θα αλλάξει το πλαίσιο;
Ας έρθουμε στα δικά μας. Στη χώρα μας δεν υπάρχει ως τώρα η ευρεία συναίνεση για αλλαγή πλαισίου, αλλά μάλλον ούτε και η πρόθεση να καλλιεργηθεί:
- Είναι γνωστές οι αντιρρήσεις για το διαφορετικό από τα άλλα αρχαιολογικά μουσεία νομικό πλαίσιο του Μουσείου Ακρόπολης. Δεν είναι της ώρας να αναλυθεί.
- Οι διευθυντές των κρατικών μουσείων διορίζονται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
- Ακόμη και στα εποπτευόμενα από το ΥΠΠΟ μουσεία ΝΠΙΔ όχι μόνο ο διευθυντής, αλλά και ο πρόεδρος και το ΔΣ είναι της απόλυτης επιλογής της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.
- Οι διευθυντές των κρατικών μουσείων μετακινούνται μόνο με τη συνταξιοδότηση.
- Για διαδικασίες αξιολόγησης ούτε λόγος. Οι διευθυντές είναι πέραν του καλού και του κακού.
- Για να γίνει κανείς διευθυντής, αν δεν έχει περάσει τουλάχιστον τα πενήντα, είναι μάλλον αόρατος για το σύστημα, αφού η επετηρίδα έχει κι αυτή τον ρόλο της.
Επαναλαμβάνω ότι δεν αναφέρομαι στις εξαιρέσεις (οπότε όλοι σκεφτόμαστε τον αείμνηστο Κωνστάντιο), αλλά στην ανάγκη αλλαγής δομών σαν αυτές που επιχείρησε η γειτονική χώρα με αντίστοιχα των δικών μας ζητήματα διαχείρισης πολιτιστικού αποθέματος.
Χορηγία και ιδιωτική πρωτοβουλία
Αν περάσουμε τώρα στα κίνητρα για την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον πολιτισμό θα κλείσουμε γρήγορα το κεφάλαιο: Ο υπάρχων χορηγικός νόμος διέπεται από πλήρη κρατικιστική λογική και κεντρικό έλεγχο των χορηγιών. Είναι υπόδειγμα στρεβλής αντίληψης του κράτους για έναν θεσμό που από τη φύση του λειτουργεί μόνο εκτός κρατικού ελέγχου. Επιπλέον, στερείται κινήτρων για την αναζήτηση χορηγιών από μεριάς χορηγούμενων, αλλά ούτε και τους παρέχει κανένα ανταποδοτικό όφελος, π.χ. να διπλασιάζει το κράτος την ευρεθείσα χορηγία. Αντιθέτως τους παίρνει μέρος της χορηγίας για να συντηρεί δομές ελέγχου της!
Σε «απόσταση ασφαλείας» από το κράτος
Η κατανομή των όποιων κρατικών επιχορηγήσεων γίνεται χωρίς την ύπαρξη ανταγωνιστικών κριτηρίων, όπως αντίθετα συνηθίζεται στον αγγλοσαξονικό χώρο. Δηλαδή εκεί παίρνεις χρήματα επειδή έχεις υποβάλει π.χ. το καλύτερο αναπτυξιακό πλάνο για την επόμενη 2ετία ή 5ετία, το πιο εξωστρεφές και συμπεριληπτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το καλύτερο σχέδιο εκθεσιακής προοπτικής για τη συμμετοχή των νέων κ.ά. Είναι τα γνωστά incentive schemes μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται ανταγωνιστικά τα βρετανικά μουσεία. Δεν είναι τυχαίο ότι το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ανέστειλε τη λειτουργία του, μεταξύ άλλων, και επειδή δεν υπήρχε κανένας μηχανισμός επιβράβευσης της χορηγικής του ιστορίας: παρότι στηρίχτηκε εξαρχής και συνεχώς στην ιδιωτική πρωτοβουλία και την εθελοντική εργασία των μελών του για πάνω από 35 χρόνια, έχοντας πρωτοστατήσει διά της άντλησης χορηγιών στην οργάνωση μεγάλων εκθέσεων, πρότυπων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, υψηλότατης ποιότητας μαθημάτων – διαλέξεων, πρωτοποριακών θεατρικών και μουσικών παραστάσεων, δεν αποτέλεσε για το κράτος παράδειγμα προς μίμηση. Αντιθέτως επίκειται η συγχώνευσή του σε κρατικές δομές.
Η έρευνα στον πολιτισμό
Πώς να μη σημειωθεί η παντελής απουσία οποιασδήποτε έρευνας που το ΥΠΠΟ θα έπρεπε συνεχώς να διεξάγει, αναθέτοντάς την σε σχετικούς φορείς και πανεπιστήμια, για κρίσιμα θέματα του πολιτισμού (π.χ. έρευνες κοινού, έρευνα για τη σχέση τυπικής εκπαίδευσης και άτυπης στα μουσεία, για την επαφή μειονεκτουσών κοινωνικών ομάδων με τα μουσεία κ.λπ.), ώστε στη συνέχεια να καταστρωθεί και το ενδεδειγμένο στρατηγικό σχέδιο. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο έλλειψης πόρων του ΥΠΠΟ. Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων, οι οποίες θα αντιμετωπιστούν συντεταγμένα με την αναζήτηση πόρων από περισσότερες πηγές εντός και εκτός χώρας.
Δεν νομίζω ότι το παράδειγμα της Ιταλίας θα το δούμε στη χώρα μας, τουλάχιστον σύντομα. Εξάλλου το δυσκολότερο εγχείρημα ως τώρα για όλους τους κυβερνώντες, ανεξαρτήτως χρώματος, αποδείχθηκαν οι «διαρθρωτικές αλλαγές». Η διαχείριση του πολιτισμού είναι μια από αυτές, και δυστυχώς ακόμη δεν έχει καν έρθει στο προσκήνιο ως τέτοια.
Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Μουσειολόγων.
Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Μουσειολόγων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
