Παρουσιάζει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το «Still Life», που έκανε πρεμιέρα την άνοιξη του 2014 στη Στέγη και το ίδιο καλοκαίρι, προσκεκλημένος από τον Μπομπ Γουίλσον, παίχτηκε στο Watermill Center: ο Δημήτρης Παπαϊωάννου επιστρέφει στη σκηνή και μιλάει για την τέχνη του και τη ζωή (του).
Κύριε Παπαϊωάννου, τι σημαίνει «Still life»;
«Ακίνητη ζωή, ακόμη ζωή, νεκρή φύση. Είναι ο πρώτος αγγλόφωνος τίτλος έργου μου και αυτό γιατί μόνο στα αγγλικά μπορεί να πάρει αυτές τις διαφορετικές ερμηνείες που το φωτίζουν από διαφορετική γωνία. Νονός του έργου είναι ο Αγγελος Μέντης –είχε δώσει και τον τίτλο της “Πρώτης ύλης”. Αναφορά στην ιστορία της ζωγραφικής, στην ανθρώπινη επιβίωση και σε ένα είδος σκηνικού γεγονότος όπου η κίνηση και η ακινησία συνδιαλέγονται. Το έργο εκπορεύεται από τον μύθο του Σίσυφου, τον τρόπο που είδε ο Καμί τον άνθρωπο μέσα από τον μύθο του Σίσυφου».
Από το «Πουθενά» και μετά, με το «Μέσα», την «Πρώτη ύλη» και τώρα το «Still life», άνοιξε ένας νέος κύκλος στη δουλειά σας και σιγά-σιγά ήρθε και η επιστροφή σας στη σκηνή.
«Πράγματι. Είναι έργα στα οποία αισθάνομαι πιο παρών. Και αυτό έχει να κάνει με την επιστροφή στα βασικά και στα περισσότερα δυνατά με τα λιγότερα μέσα. Ηταν η πρώτη μου αντίδραση στην οικονομική κρίση και μια επιστροφή στα πρώτα μου βήματα μέσα από το πρίσμα της συσσωρευμένης εμπειρίας».
Ποιος κερδίζει στη «μάχη» της παράστασης;
«Στη σύγκρουση του ανθρώπου με το κουράγιο του το σώμα χάνει και η ψυχή κερδίζει, δεν είμαι όμως σίγουρος. Μεγαλώνοντας η φθορά της ύλης (του σώματος) είναι τόσο εμφανής που η ισορροπία πάνω στη Γη πρέπει να αλλάξει συντεταγμένες. Αναπόφευκτα η ελαφρότητα, αν τη θεωρήσουμε μια μεταφορά της πνευματικότητας, χρειάζεται να αρχίσει να πρωταγωνιστεί, μια που η βαρύτητα της ύλης φθείρει τα πάντα. Τα πηγαίνει προς τη γη και μετά κάτω από τη γη».
Δέκα χρόνια μετά την Ολυμπιάδα της Αθήνας υπογράψατε άλλη μια τελετή έναρξης στο Μπακού. Γιατί;
«Οι λόγοι είναι οικονομικοί. Δέκα χρόνια μετά τους Αγώνες και με τη μεγάλη (και) εισπρακτική επιτυχία που είχαν οι επόμενες δουλειές μου κατέκτησα την ελευθερία να κάνω ό,τι θέλω. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα και η δουλειά μου πήρε μια τροπή που αναπόφευκτα θα την οδηγούσε στο να χάσει τη λαϊκή της δημοφιλία. Αυτό που έκανα με το “Πουθενά” και ύστερα με το “Μέσα” στο Παλλάς (πλήρης εισπρακτική αποτυχία) μου αποκάλυψε έναν δρόμο που με ενδιαφέρει πολύ αλλά σε αλλαγμένο πια τοπίο. Με την κρίση που έσκασε στην Ελλάδα το επείγον ήταν ένας καλλιτεχνικός επαναπροσδιορισμός με τα ελάχιστα μέσα. Δεν θα υπήρχε περίπτωση να μπορώ να συνεχίσω χωρίς επαγγελματικές παραχωρήσεις μια συναυλία ή κάποια κατά παραγγελία παράσταση, κάτι που έχω αφήσει πίσω μου πολλά χρόνια και δεν θα ήθελα να αναγκαστώ να ξανακάνω».
Η λύση ήρθε από το Μπακού;
«Η πολύ ενδιαφέρουσα οικονομικά και επαγγελματικά πρόταση του Μπακού ήρθε σε μια στιγμή που και ήμουν ελεύθερος και μπορούσε να μου παρατείνει για αρκετά χρόνια την ελευθερία χωρίς να χρειαστεί να κάνω μικροσυμβιβασμούς. Οπότε πήρα την απόφαση να ξανακάνω Αγώνες –παρ’ όλο που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου το αντίθετο –για να μπορώ να κάνω τη δουλειά μου όπως τη θέλω, χωρίς να με απασχολεί η οικονομική μου επιβίωση. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι το πού ξοδεύω τον ιδρώτα μου –το έκανα στο Μπακού αλλά δεν θέλω να το κάνω συχνά. Ο ιδρώτας μου θέλω να πιάνει τόπο. Η τύχη μου έχει υπάρξει σκανδαλώδης. Εχω αποκτήσει την απόλυτη ελευθερία επιλογής των καλλιτεχνικών μου βημάτων».
Ηταν μοιραίο να μοιάζουν οι δύο τελετές;
«Προφανώς και χρησιμοποίησα στο Μπακού κλειδιά που ανακάλυψα και στην Αθήνα. Δεν έχω και πολλές μεθόδους για να υπηρετήσω το τεράστιο λαϊκό θέαμα. Και μία που κατέκτησα, κατά τύχη, πολύ μου είναι. Δεν χρειάζεται ψάξω να βρω και άλλες».
Το έργο πρέπει να δηλώνει την ταυτότητα του καλλιτέχνη; Να είναι αναγνωρίσιμος;
«Θέλοντας και μη. Οσο βρίσκει κανείς τον εαυτό του συνειδητοποιεί ότι όπου κι αν εργαστεί κάνει το ίδιο έργο, σε διάφορες παραλλαγές. Δεν έχω καμία πρόθεση να φαίνεται ότι ένα έργο είναι δικό μου. Δεν έχω και κανέναν τρόπο να το αποφύγω. Εμένα με ενδιαφέρει να είμαι όσο το δυνατόν πιο ευθύβολος, σύμφωνα με το κριτήριό μου και το ένστικτό μου σε κάθε φάση, σε κάθε ηλικία, κάθε φορά».
Σας προβλημάτισε η πολιτική κατάσταση στο Μπακού;
«Βέβαια. Αν δεν ήταν διοργάνωση της Ευρωπαϊκής Ολυμπιακής Επιτροπής, θα το είχα σκεφθεί πολύ περισσότερο».
Πώς βιώσατε τις πρόσφατες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στο εξωτερικό;
«Ομολογώ ότι τα διήμερα που επέστρεφα στην Ελλάδα έβλεπα ότι εδώ είναι παράδεισος. Οταν γύρισα όμως, έστω και σε περίοδο διακοπών, ένιωσα πάλι αυτή τη στεναχώρια της τωρινής μας παρακμής. Και τώρα που άρχισα να δουλεύω εδώ κατάλαβα ότι χρειάζεται διπλάσια δύναμη για να αποφύγεις την έκπτωση. Η απόσταση με έκανε να βλέπω και τη γλύκα και τη νοσηρότητα του περιβάλλοντός μας καθαρότερα. Στην αρχή είδα πόσο φωτεινά μπορεί να είναι εδώ τα πράγματα και τώρα βλέπω πόσος κόπος χρειάζεται για να αντισταθούμε σ’ αυτή την έκπτωση του δημόσιου, του πολιτικού και του αισθητικού λόγου, καθώς και της κοινωνικής ηθικής μας».
Ποιος φταίει;
«Ολοι. Ο πολιτικός λόγος είναι σήμερα συναισθηματικούρες και λεκτικό μπούλινγκ. Δεν υπάρχει ένα φωτεινό συμφιλιωτικό σήμα για να μπορέσει κανείς να χτίσει κάτι, να επενδύσει μέλλον, μια καινούργια εποχή. Και αυτό έχει να κάνει με την καλλιέργεια, τη μόνη που βάζει λίγο παραδίπλα το εγώ. Δεν ξέρω τι να πω… Δεν μου αρέσει να βρίσκομαι μέσα στην γκρίνια, όλοι τα ίδια λέμε.Θυμάμαι κάτι παλιά ζαχαροπλαστεία που τα κοροϊδεύαμε γιατί είχαν στη βιτρίνα ξεχασμένες τούρτες που είχαν πετρώσει. Με τον παιδικό μου φίλο Αλέξη Μπίστικα είχαμε εντοπίσει το αγαπημένο μας όπου πάνω στην τούρτα είχαν κολλήσει νεκρά τέσσερα μεγάλα κουνούπια. Ετσι μοιάζει η κατάσταση. Είχε επιτεθεί το καινούργιο με την ελπίδα του καλύτερου και τώρα έπεσε η μάσκα και αποκαλύφθηκαν οι παλιές βιτρίνες από πίσω».
Πιστέψατε στο «πρώτη φορά Αριστερά»;
«Είχα μια φαντασίωση ότι θα διαψευστεί αυτό που καταλάβαινα, ότι θα πιαστώ μαλάκας και θα είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Είχα μια τέτοια μικρή φαντασίωση. Οτι κάνω λάθος και ότι θα χαίρομαι που έχω κάνει λάθος. Αλλά όχι».
Σκέφτεστε τι θα γίνει αν το κοινό δεν σας ακολουθεί;
Τριάντα χρόνια δουλειάς… Εχετε κουραστεί;
«Εχω μεγάλο απόθεμα ελπίδας»
Είστε αισιόδοξος;
Είστε αισιόδοξος;
«Ναι. Το καλύτερο δεν το βλέπω, δεν το ξέρω, δεν νομίζω ότι θα το προλάβω, αλλά, ναι, φυσικά και το πιστεύω και θέλω να δουλεύω γι’ αυτό. Εχω καταλάβει ότι η εργασία μάς φέρνει στο φως, είτε είναι μια συνειδητή επιλογή είτε ανάγκη. Και τώρα είναι ανάγκη. Οσο άσχημο κι αν είναι αυτό που ζούμε, δεν είναι τραγικό. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι πολλών κατηγοριών. Μπορεί, ίσως, να φτάσουμε κάποτε στο σημείο όπου το παγκόσμιο πλέγμα των ανθρωπίνων σχέσεων θα διέπεται από τη θεμελιακή ισότητα των ανθρώπινων ζώων. Χίπικες, new age μαλακίες, θα μου πείτε. Μοιάζει ουτοπία, αλλά η τάση προς εκεί είναι απ’ όσο καταλαβαίνω η πιο υγιής τάση».
Σκέφτεστε τι θα γίνει αν το κοινό δεν σας ακολουθεί;
«Ολοι θέλουμε τα γεμάτα θέατρα. Ολοι ξέρουμε ότι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει συνέχεια. Εγώ έχω υπάρξει τυχερός. Δεν αξίζει να κάνεις κάτι στο έργο για να γεμίζει θέατρο. Η προσπάθειά μου είναι να βρίσκω αυτό το ειδικό που έχω να καταθέσω. Και είναι το μόνο που έχει νόημα. Ελπίζω να μη βρεθώ στο θέατρο μόνος μου σε μερικά χρόνια».
Τριάντα χρόνια δουλειάς… Εχετε κουραστεί;
«Τριάντα χρόνια είναι; Ακούγονται πολλά. Ναι, την αισθάνομαι την κούραση. Και πάλι όχι. Μια εφηβική ορμή για καινούργιες εξερευνήσεις με κυριεύει και οι συνεργάτες μου διασκεδάζουν μαζί μου. Αλλα με εξοντώνει η αντίσταση της ύλης. Είτε αυτό είναι ο συντονισμός μιας παραγωγής είτε το κούρδισμα ψυχών και σωμάτων σε ομάδα. Η γέννηση και συντήρηση ενός γεγονότος που έχει μια πνευματική αισθητική είναι ενάντια στη φυσική βαρύτητα των πραγμάτων. Και σε αυτό νιώθω κούραση. Εχω μεγάλο απόθεμα ελπίδας. Λαχταράω στην επόμενη δεκαετία να είμαι δημιουργικός αλλά ταυτόχρονα διαρκώς στον καθημερινό μόχθο αναρωτιέμαι πόσο κουράγιο έχω ακόμη να προσπαθώ γι’ αυτή την αλχημεία».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
