Ανορθόγραφη επιστροφή, με καβαφική κάλυψη, στα Απολίτιστα Μονοτονικά, που συμπληρώνουν φέτος σαράντα πέντε χρόνια, αλλάζοντας στο μεταξύ θέση και όνομα. Ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του ’71 ως πρωτοσέλιδη επιφυλλίδα (μία τον μήνα), πέρασαν ύστερα στη μέσα σελίδα, προτού καταλήξουν στη δεκαετία του ’90 σε κυριακάτικα σήματα, πρώτα με τον επίτιτλο «Συν και πλην», μετά με τον διαμαρτυρικό τίτλο που εφεξής επιμένει. Φέτος (την πιο προβληματική χρονιά του μεταδικτατορικού πολιτικού μας βίου) έπαθαν δίμηνη θερινή ανακοπή, που θα μπορούσε να συνεχιστεί, καθώς οδεύουν τα ογδόντα έξι χρόνια ζωής στη συμπλήρωσή τους και τους αρμόζει μάλλον η δημόσια σιωπή. Παρά ταύτα γυρεύω κάποια διορία πιστεύοντας πως υπάρχουν ρέστα που πρέπει να εξοφληθούν. Πρόκειται μάλλον για έμμονες ιδέες, προφανώς πολιτικά ανεπίκαιρες.
Η μία αφορά στη γραφή, που παραμένει έγκλειστη και ενύπνια. Τη δοκίμασα πρώτη φορά σημαδεύοντας με μολύβι σε χαρτοπετσέτα τη «Μαύρη Γαλήνη» − μπορεί κάποιοι που τη διάβασαν ή την άκουσαν να τη θυμούνται. Στο μεταξύ, στο ίδιο μήκος κύματος με βασανίζει τώρα η φιλότητα όσων έφυγαν και γυρεύουν τη χαμένη τους φωνή. Η δεύτερη έμμονη ιδέα έχει να κάνει με την ενδογλωσσική μετάφραση. Οχι ως πάρεργο αλλά ως έργο ζωής. Που ξεκίνησε με τη μετάφραση του πρώτου βιβλίου της ηροδότειας ιστορίης το 1964 και εφεξής εξελίχθηκε, με πρόσφατο σταθμό τη σοφόκλεια Αντιγόνη, προσβλέποντας και στον Οιδίποδα Τύραννο.
Θυμάμαι και θυμίζω στο μεταξύ ένα είδος μεταφραστικού μανιφέστου, εμβόλιμου στα «Επιλεγόμενα» του πρώτου τόμου της ιλιαδικής μετάφρασης, που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2009 στις εκδόσεις Αγρα. Εκεί, παρακάμπτοντας κοινόχρηστα διλήμματα της μεταφραστικής περιπέτειας (του τύπου: ποια είναι η πιο καλή μετάφραση: η πιστή; η άπιστη; η φιλολογική; η λογοτεχνική; η σχολική; η εξωσχολική;), κατέληγα σ’ ένα φυγόμαχο συμπέρασμα. Αντιγράφω:
«Ορισμένα τουλάχιστον από τα ενοχλητικά αυτά διλήμματα, προκειμένου να βρουν την αρμόδια λύση τους, ανάλογα με το συγκεκριμένο κείμενο που κάθε φορά μεταφράζεται, αίρονται με τον επόμενο ελιγμό: αντί να λειτουργούν ως απειλητικές συμπληγάδες, παρακάμπτονται με υποβρύχια διάβαση. Ετσι ο επίδοξος μεταφραστής περνά στην απέναντι όχθη, σώος και αβλαβής, φτάνει να μην του κοπεί στο μεταξύ η ανάσα». Και λίγο παρακάτω: «Η μετάφραση αφυπνίζει το αρχαίο κείμενο, το οποίο άλλως πώς ληθαργεί. Οπως το υπονοεί εξάλλου και η λέξη “κείμενο”, παράγωγη από το ρήμα “κείμαι”, που πάει να πει πως κάτι βρίσκεται σε φάση απραξίας. Οπότε η μετάφραση το διεγείρει και συνάμα το μεταφέρει από το παρελθόν στο παρόν, από την απουσία στην παρουσία». Αυτά το 2009.
Σήμερα, που μεσολάβησαν πρόσθετες μεταφράσεις (ολοκληρώθηκε η Ιλιάδα και δύο ακόμη σοφόκλεια δράματα), αισθάνομαι πως μπορώ να περάσω από τον μεταφορικό στον κυριολεκτικό λόγο, συνθηματικά έστω διατυπωμένο, για να υπερασπιστώ την ιδέα ότι η μετάφραση ενός αρχαίου κειμένου στις μέρες μας δικαιούται αμοιβαία ισοτιμία με το πρωτότυπο. Υπό τον όρο ότι ενεργοποιεί όχι μόνο τα διαθέσιμα στοιχεία της μεταφραστικής και της μεταφραζόμενης γλώσσας αλλά και τα ενδιάθετα, που αποδείχνονται εν τέλει προδρομικά. Δεν πρόκειται για υπεροψία και μέθη. Αλλά για χρέος που απαιτεί χρόνο, υπομονή και αυταπάρνηση ώστε το τελικό κείμενο της μετάφρασης να αποφορτισθεί από τον μόχθο του μεταφραστή κερδίζοντας τη δική του φυσικότητα.
Η τρίτη έμμονη ιδέα ακούγεται ίσως αυθαίρετη. Ξαναδιαβάζοντας, για να μετριάσω την αθυμία δύσκολων ημερών, τα δύο ομηρικά έπη (με στόχο το ιλιαδικό και το οδυσσεϊκό μητρώο του Αίαντα), σκόνταψα στο ζεύγος Αχιλλέα – Οδυσσέα. Με αφορμή την μπηχτή του πρώτου για τον δεύτερο στη σκηνή της «Πρεσβείας» (Ι 302-313) που έχει κατά κόρον συζητηθεί. Την αντιγράφω εδώ μεταφρασμένη: «Γιε του Λαέρτη, δογέννητε, πολύτροπε Οδυσσέα, / πρέπει απερίφραστα τον λόγο μου να πω, όπως τον νιώθω / και τον σκέφτομαι, κι όπως πιστεύω πως θα γίνει, / να μη μου παίρνετε τ’ αυτιά ένας μετά τον άλλο: / Εχθρός μου είναι, σαν τις πύλες του Αδη, εκείνος / που άλλα κρύβει στο μυαλό του κι άλλα λέει».
Αφήνοντας στην άκρη το προκείμενο σκάνδαλο, πήρα να σκέφτομαι το θέμα της πρόδηλης και υπόδηλης σχέσης των δύο ηρώων αναγνωρίζοντας όψιμα στα δύο ομηρικά έπη σήματα τόσο για τις αναλογικές διαφορές τους όσο και για τις αναλογικές τους ομοιότητες, σε σχέση πάντα με τα συμφραζόμενα. Ο χώρος δεν με παίρνει για υποδείξεις, που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν βρει ακόμη την οριστική τους μορφή. Απομένει ωστόσο η υποψία ότι στην περίπτωσή τους διαφορά και ομοιότητα εναλλάσσονται καθώς περνούμε από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια. Πότε και πώς παραμένει ζητούμενο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
