Ο διπλός δρόμος (πίσω-μπρος, μπρος-πίσω) ευνόησε την όψιμη διασταύρωση του Σεφέρη με τον Καβάφη, με το ειρωνικό σήμα «γέρας του γήρατος», αλλότροπο στις δύο εφαρμογές του. Στον Καβάφη διαμεσολαβεί κατά κανόνα η μνήμη για να γεφυρώσει το γήρας του σώματος με το γέρας της ποίησης. Στον Σεφέρη οι δύο όροι προχωρούν αλληλέγγυοι σ’ έναν αγώνα χρόνου που τους υπερβαίνει. Σ’ αυτή τη γραμμή προχώρησαν οι δύο προηγουμένες αναφορές μου σε ισάριθμα σεφερικά ποιήματα, που στοχάζονται το γήρας από διαφορετική σκοπιά το καθένα και σε άλλη ώρα του πολέμου.
Πρωιμότερος «Ο γέρος» του 1937, προβάλλεται, όπως έλεγα, έναρθρος και κυριολεκτικός. Ωριμος ο «Ενας γέροντας στην ακροποταμιά» του 1942, μορφώνεται σε αλληγορία, με εναλλακτικό ορισμό και πολλαπλό προορισμό. Σκοπεύοντας συνάμα στο γέρας μιας ριζικής απλότητας του ποιητικού λόγου, αποφορτισμένου από τα επιδεικτικά στολίδια και τα μαλάματα μιας επίπλαστης τέχνης.
Αφήνω, για οικονομία χώρου, απέξω δευτερεύοντα παραθέματα σεφερικού γήρατος, που μοιράζεται σε ανώνυμους γέροντες και γερόντισσες, ο ρόλος των οποίων παραμένει συνήθως περιστατικός. Προτού ωστόσο περάσω, έτσι κι αλλιώς αργοπορημένος, στο καβαφικό «γέρας του γήρατος», εντοπίζονται τρεις ακόμη σεφερικές «φωνές γερόντων» βαρύνουσας σημασίας. Οι δύο ανιχνεύονται στο «Ναυάγιο» της Κίχλης, η τρίτη ακούγεται στη «Σαλαμίνα της Κύπρος», θεμελιακό ποίημα στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ.
Μεταφέρω αποσπασματικά την πρώτη: «Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα / πέφτοντας στην καρδιά της μέρας / ήσυχη, σαν ακίνητη: “Κι ά με δικάσατε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ∙ / το δίκιο σας θά ‘ναι το δίκιο μου∙ πού να πηγαίνω / γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι. / Το θάνατο τον προτιμώ∙ / ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει”». Πρόκειται προφανώς για τη φωνή του Σωκράτη, που ανεβαίνει από τον κάτω ενάλιο κόσμο, παραπέμποντας στην πλατωνική Απολογία.
Τη δεύτερη φωνή τη «βλέπει», «γέροντας ικέτης», ο Οιδίπους, στην έξοδο της Κίχλης, «πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες». Με «Αγγελικό και μαύρο φως […], καθρεφτισμένο στο αίμα του / που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη». Η τρίτη «βαριά φωνή» είναι (αλλού ταυτόλεξος, αλλού παραφρασμένος) ο αντίλαλος του Μακρυγιάννη, ο οποίος, σε τρόπο γνωμικό, ακούγεται σε δεκαεπτά στίχους της τρίτης στροφής στη «Σαλαμίνα της Κύπρος», φτάνοντας στον βυθό. Αντιγράφω την αρχή και το τέλος του, με δηλωμένες τις παραλείψεις:
«Η γη δεν έχει κρικέλια / για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν / μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι / να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι. // Και τούτα τα κορμιά / πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, / έχουν ψυχές. […] δε χρειάζεται μακρύ καιρό / το κακό για να σηκώσει το κεφάλι, / κι ο άρρωστος νους που αδειάζει / δε χρειάζεται μακρύ καιρό / για να γεμίσει με την τρέλα».
Καθυστέρησα ως τώρα να περάσω στα καβαφικά συμφραζόμενα, γιατί τους οφείλονται πολλά και σημαντικά για το συζητούμενο θέμα: κυρίως προβλήματα ορολογίας και μεθόδου. Το πρώτο ζητούμενο αφορά τη λόγια λέξη «γήρας»: τη χρησιμοποιεί ο Καβάφης ως όρο της ποιητικής του αυτοσύστασης, που συνήθως λέγεται και αντιγράφεται κουτσουρεμένη − λάθος που το διέπραξα κι εγώ σε προηγούμενο Μονοτονικό.
Ακέραιη τη διέσωσε επακριβώς ο Λεχωνίτης στα «Καβαφικά Αυτοσχόλια» και έχει ως εξής: «Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος∙ τα ζωηρότερα γεγονότα δεν μοι εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι». Επεται σύντομο σχόλιο, σχολαστικό ίσως, απαραίτητο όμως, αν μείνουμε στην προτεινόμενη σύζευξη του «γήρατος» με το «γέρας», που όσο βλέπω δεν μαρτυρείται στο ποιητικό και πεζό έργο του Καβάφη.
Υποσημειώνω ότι το «γήρας» αντίθετα απαντά τρεις φορές στα ποιήματα του Κανόνα και εξειδικεύεται μια φορά σε «γήρασμα» και δύο φορές σε «γηρατειά». Ο «γέρος» εξάλλου εμφανίζεται επτά φορές (τις δύο φορές μάλιστα σε τίτλο ποιήματος), ο «γέροντας-γέρων» οκτώ και το ρήμα «γερνώ» τρεις. Το προτεινόμενο ωστόσο εδώ «γέρας» δικαιούται ίσως να ζευγαρωθεί με το «γήρας», αν θεωρηθεί, αξιολογικός δείκτης της λέξης «ποιητής» που προέχει στην πρώτη φράση της καβαφικής αυτοσύστασης: «Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος».
Η οποία βέβαια δεν εννοεί ότι ο Καβάφης έγραψε αποκλειστικώς ποιήματα περί γήρατος, σε γεροντική μάλιστα ηλικία. Περί αυτού όμως την επόμενη Κυριακή, μαζί με όσα σημαντικότερα υπολείπονται.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
