To Φεστιβάλ κουράστηκε

Ηρθε για να ανανεώσει έναν θεσμό που έμοιαζε να σκουριάζει. Δέκα χρόνια μετά ο Γιώργος Λούκος

To Φεστιβάλ κουράστηκε
Ηρθε για να ανανεώσει έναν θεσμό που έμοιαζε να σκουριάζει. Δέκα χρόνια μετά ο Γιώργος Λούκος θα εγκαινιάσει την 1η Ιουνίου το εφετινό Φεστιβάλ Αθηνών, με το ερώτημα να παραμένει ίδιο: Πέτυχε τους στόχους εκκίνησης ή μήπως βολεύτηκε σε μια ρουτίνα που επαναλαμβάνει τις αρχικές, όλο φλόγα, υποσχέσεις χωρίς να προτείνει νέα πράγματα;
Από τις έξι δεκαετίες Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου που συμπληρώνονται εφέτος η τελευταία έχει την υπογραφή του Γιώργου Λούκου, που ήρθε το καλοκαίρι του 2006 για να αφήσει τη σφραγίδα του. Με πάθος και ιδέες, με ευρωπαϊκό αλλά και διεθνή προσανατολισμό, με τη διάθεση να δώσει βήμα στους νέους και στην εγχώρια πρωτοπορία, θέλησε να φτιάξει ένα φεστιβάλ «ελιτίστικο, δηλαδή ποιοτικό», όπως επεσήμανε από την πρώτη κιόλας συνέντευξη Τύπου. Εφέτος είμαστε μπροστά σε ένα πρόγραμμα που, αν και συνεχίζει να διατηρεί το ενδιαφέρον του, μοιάζει να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Σαν να κουράστηκε το Φεστιβάλ…
Θέατρο υπέρ πάντων


Από τις 83 συνολικά εκδηλώσεις του Φεστιβάλ 2015, 69 πραγματοποιούνται στην Αθήνα, 10 στην Επίδαυρο και τέσσερις στη Μικρή Επίδαυρο. Το κομμάτι του θεάτρου κατέχει ουσιαστικά το 50% του Φεστιβάλ, που ξεκινά την 1η Ιουνίου και ολοκληρώνεται τρεις μήνες αργότερα, στις 29 Αυγούστου 2015. Συγκεκριμένα στους χώρους του Φεστιβάλ –από τις αίθουσες της Πειραιώς 260 και το Ηρώδειο ως τη Στέγη και το Θέατρο της οδού Κυκλάδων –θα παιχτούν 30 παραστάσεις, ενώ οι υπόλοιπες 11 ανήκουν στο πρόγραμμα των Επιδαυρίων (εκ των οποίων η μία στη Μικρή Επίδαυρο).
Μετακλήσεις και όχι παραγωγές


Πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα έχουν δει τα μάτια μας από τότε που ο Γιώργος Λούκος ανέλαβε το Φεστιβάλ Αθηνών, με αποκορύφωμα τον Κέβιν Σπέισι στον «Ριχάρδο Γ’», όλα όμως είναι μετακλήσεις: το δικό μας φεστιβάλ δεν παράγει, μετακαλεί. Λειτουργεί ως επιτυχημένος μεσάζοντας ώστε να δει το ελληνικό κοινό σημαντικές παραστάσεις από το εξωτερικό. Και αυτό είναι καλό, αλλά δεν δίνει ούτε ταυτότητα ούτε αυτονομία σε ένα φεστιβάλ.
Εξ ου και οι μετακλήσεις ποικίλλουν, ανάλογα με το ταμείο. Επόμενο ήταν η οικονομική κρίση να «εμποδίσει» τα μεγάλα ονόματα να έρθουν στην Πειραιώς 260, στο Ηρώδειο ή στην Επίδαυρο. Αλλά στην περίπτωση του Φεστιβάλ Αθηνών ουδέποτε υπήρξε επιλογή παραγωγής. Ακόμη και σε ό,τι αφορά τους ελληνικούς θιάσους το σύνηθες είναι εκείνοι να προτείνουν και το Φεστιβάλ να αποδέχεται. Δεν κάνει παραγγελίες, δεν προτείνει και έτσι δεν διαμορφώνει τελικά ένα ενιαίο, όχι απαραίτητα θεματικό, προφίλ.
Η επιλογή βασίζεται κυρίως στα πρόσωπα. Δεν μπορεί όμως δέκα χρόνια μετά ο Σίμος Κακάλας να αποτελεί το άλλοθι της ανανέωσης άλλοτε στην Αθήνα και άλλοτε στην Πειραιώς. Ούτε ο έμπειρος πλέον και αναγνωρισμένος Νίκος Χατζόπουλος. Και οι δύο συμμετείχαν στο πρώτο αλλά και στο εφετινό φεστιβάλ –με ενδιάμεσες στάσεις.
Ακόμη και ο Νίκος Καραθάνος και η Λένα Κιτσοπούλου πρέπει να παίρνουν τις αποστάσεις τους –κι ας αποτελούν τα αγαπημένα παιδιά του νυν διευθυντή. Η απόσταση κάνει καλό σε όλους…
Κατακερματισμός


Το έχει πει στο παρελθόν, το επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία, το είπε και εφέτος ο Γιώργος Λούκος: προτιμά πολλές μικρές παραγωγές παρά μία ή δύο μεγαλύτερες. Μόνο που αυτές μπορεί να έχουν χαμηλότερο κόστος, αλλά τελικά έχουν πιο περιορισμένο, αν όχι ειδικότερο ενδιαφέρον. Με αποτέλεσμα να διατηρεί το Φεστιβάλ, δέκα χρόνια μετά, έναν πειραματικό χαρακτήρα χωρίς πολλούς πειραματισμούς.
Και είναι προς διερεύνηση το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού για αυτές τις παραστάσεις. Γιατί κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ στις αίθουσες της Πειραιώς 260 κυκλοφορεί μια ομάδα θεατών –σκηνοθέτες, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι –που παρακολουθούν και ενημερώνονται. Μόνο που το Φεστιβάλ δεν είναι σεμινάρια για ειδικούς…
Μόνιμοι επισκέπτες


Το τρομερό παιδί του γερμανικού θεάτρου, ο διευθυντής της βερολινέζικης Σαουμπίνε Τόμας Οστερμάιερ ανήκει στον στενό κύκλο των φίλων του δικού μας φεστιβάλ από το πρώτο έτος της λειτουργίας του. Εφέτος θα δούμε την όγδοη θεατρική δουλειά του. Ενδιαμέσως μεγάλωσε και ο ίδιος… Ηρθε για πρώτη φορά το 2006 με τη «Νόρα ή Το κουκλόσπιτο» του Ιψεν και το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ, παράσταση που έκανε μάλιστα την παγκόσμια πρεμιέρα της στην Αθήνα. Δύο χρόνια μετά (2008) ακολούθησαν ο σαιξπηρικός «Αμλετ» και η «Λυσσασμένη γάτα» του Τενεσί Γουίλιαμς. Το 2010 ήταν η σειρά του «Τζον Γαβριήλ Μπόργκμαν» του Ιψεν και του «Οθέλλου» του Σαίξπηρ, πάλι σε σε παγκόσμια πρώτη, αλλά στην Επίδαυρο. Ακολούθησε το 2013 άλλο ένα έργο του νορβηγού συγγραφέα: «Ο εχθρός του λαού». Εφέτος έρχεται στο Φεστιβάλ με τις «Μικρές αλεπούδες» της Λίλιαν Χέλμαν (19-21/6). Καλοδεχούμενος μεν, αλλά όλο αυτό μοιάζει με σπουδή επάνω στο έργο του Οστερμάιερ.
Από την άλλη ο Ρομέο Καστελούτσι: πρωτοήρθε το 2009 με τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη για να παρουσιάσει την τριλογία «Κόλαση – Καθαρτήριο – Παράδεισος» έναν χρόνο μετά την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. Το 2011 επέστρεψε με την παράσταση «Περί της εννοίας του Υιού του Θεού». Εφέτος το θέαμά του έχει τον τίτλο «Go down Moses» και βασίζεται στη ζωή του προφήτη Μωυσή. Αντίστοιχο παράδειγμα στον χορό η ομάδα της Μαγκί Μαρέν που δεν λείπει σχεδόν από κανένα πρόγραμμα της τελευταίας δεκαετίας και προσφέρεται ως υλικό για μεταπτυχιακά και διδακτορικό…
Επίδαυρος χωρίς ταυτότητα


Τέλος, η μόνιμη πληγή του Φεστιβάλ δεν είναι άλλη από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου: με τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της παραμένει ουσιαστικά ανεκμετάλλευτη. Αυτός ο μοναδικός θεατρικός τόπος αναλώνεται κάθε χρόνο και δίνεται στους ίδιους και τους ίδιους. Ούτε εκεί παρεμβαίνει ουσιαστικά ο καλλιτεχνικός διευθυντής: δεν κάνει παραγγελίες, δεν διαμορφώνει ένα πρόσωπο, δεν κινείται θεματολογικά. Το Φεστιβάλ κουράστηκε και επαναλαμβάνεται. Λογικό. Το ανησυχητικό είναι ότι κανείς από τους διοργανωτές του δεν δείχνει να ανησυχεί…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version