Μην περιμένετε να σας συνοψίσω τι είναι το «RIVER OF FUNDAMENT». Είναι αδύνατον. Ας ξεκινήσουμε με τα πρακτικά και τετριμμένα. Το νέο έργο του πρωτοπόρου αμερικανού Μάθιου Μπάρνεϊ είναι επικών διαστάσεων, που σημαίνει ότι διαρκεί 350 λεπτά. Πλησιάζει αυτή την τόσο ιδιαίτερη αισθητική του magnum opus του, «Cremaster Cycle», την οποία ο αμερικανός κριτικός Τζέρι Σαλτζ χαρακτήρισε «όταν ο Ρούμπενς συνάντησε τον Κρόνενμπεργκ». Αντλεί τη θεματική του από το βιβλίο «Αρχαία δειλινά» (1983) του Νόρμαν Μέιλερ και ακολουθεί πιστά την εμμονή του αμερικανού συγγραφέα με τον ερωτισμό την εποχή της 18ης Δυναστείας των Φαραώ. Οργιαστικές τελετουργίες αφόδευσης και σοδομισμού εναλλάσσονται, μεταξύ άλλων, με τις εικόνες μολυσμένων ποταμών και τεμαχισμένων Podiac. Σε εντυπωσιάζει, σε μαγεύει, σε υπνωτίζει, σε ανακατεύει, σε αηδιάζει. Μόνο αδιάφορο δεν σε αφήνει αυτό το «υβριδικό, multimedia, εικαστικό γλυπτικό μνημείο» που ολοκλήρωσε ύστερα από επτά χρόνια πυρετωδών διεργασιών με τον σταθερό συνεργάτη του, τον συνθέτη Τζόναθαν Μπέπλερ.
Στο «RIVER OF FUNDAMENT» μάς μεταφέρετε σε Νέα Υόρκη και Λος Αντζελες, αλλά έχω την αίσθηση ότι το Ντιτρόιτ κυριαρχεί στην αφήγηση μέσα από τις σκηνές που αφορούν την ακμή και την παρακμή της αυτοκινητοβιομηχανίας της. Θελήσατε να κάνετε ένα παναμερικανικό έργο τέχνης;
«Το Ντιτρόιτ μοιάζει με μια ανοιχτή πληγή. Θυμίζει αρχαιολογικό χώρο, με την έννοια ότι μπορείς να διακρίνεις τις πολλαπλές επιστρώσεις της ιστορίας της. Μπορείς να δεις την προϊστορική επίστρωση με τον ορυκτό πλούτο της περιοχής. Τα στοιχεία της ανάπτυξης της μεταποιητικής βιομηχανίας και της βιομηχανικής επανάστασης που έλαβε χώρα εκεί, και τον πλούτο που προέκυψε από αυτές τις δραστηριότητες, ορατό στη μεγαλόπρεπη αρχιτεκτονική της πόλης. Μπορείς επίσης να δεις και την κατάρρευση που συνέβη αργότερα τον 20ό αιώνα, αλλά και μια κάποια αναγέννηση μέσα από τη λαϊκή προσέγγιση της πόλης στην προσπάθειά της να επαναξιοποιήσει τους κενούς χώρους του κέντρου που η κρίση άφησε πίσω της. Ολες αυτές οι επιστρώσεις ιστορίας, ταυτόχρονα ορατές, μου έκαναν ξεκάθαρο ποιο θα ήταν το νόημα του “River of Fundament” και πόσο σημαντικό ήταν να ειπωθεί η ιστορία σε τοποθεσίες της Αμερικής».
Γιατί κινηματογραφήσατε τη σεξουαλικότητα του βιβλίου του Μέιλερ με τόσο τολμηρό τρόπο;
«Ενιωσα ότι δεν μπορούσα να το αποφύγω. Αφενός είναι πολύ έντονο αυτό το στοιχείο στο μυθιστόρημα, αφετέρου αποτελεί μια παράμετρό του που αισθάνθηκα ότι θα αποτελούσε μια εξόρμηση σε κάτι ακαταμάχητα διαφορετικό. Η πρόκληση ήταν μεγάλη: να διατηρήσω την ισορροπία που κρατάει ο Μέιλερ στο βιβλίο του σε έναν οπτικό χώρο όπου η σεξουαλική εικονογραφία αναπόφευκτα γίνεται κατακλυσμιαία. Υπάρχει μια κατά μέτωπο ποιότητα σε αυτή τη γλώσσα της τολμηρής σεξουαλικότητας που είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι συνηθίζω να δημιουργώ. Αυτό που με φόβισε δεν ήταν η τολμηρότητα της γλώσσας αυτής καθαυτής αλλά ο χαρακτηρισμός της, η “ταμπέλα” της ως τέτοιας».
Για ποιον λόγο βρίθει το έργο αναφορών στις βασικές ανθρώπινες λειτουργίες και δη στην αφόδευση;
«Είναι πολλοί οι τρόποι που ο Μέιλερ χρησιμοποιεί το σώμα για να περιγράψει μιαν αρχέγονη κατάσταση η οποία συνδέεται με τη φύση. Τα σπλάχνα του φθαρτού σώματος σχετίζονται με τα σπλάχνα της γης ως ένα είδος κακοφορμισμένου τόπου αρχέγονης δημιουργίας. Μου προκάλεσε το ενδιαφέρον η τολμηρότατη περιγραφή αυτών των σωματικών λειτουργιών αλλά μόνο ως όχημα για να οδηγηθώ σε κάτι που τις υπερβαίνει.. Μια εικόνα που φλερτάρει με την πορνογραφία μπορεί στην πραγματικότητα να περιγράφει κάτι εντελώς στοιχειώδες».
Γιατί επιμένετε να δημιουργείτε έργα με τόσο μεγάλη διάρκεια;
«Με ενδιαφέρει να δημιουργώ γειτνιάσεις ανάμεσα στον βιολογικό, στον γεωλογικό και στον αρχιτεκτονικό χώρο, παρουσιάζοντάς τους ταυτόχρονα καθώς προσπαθώ να αποσαρθρώσω τις μεταξύ τους διαφορές. Ενας τρόπος για να συμβεί αυτό είναι να χειραγωγήσεις τον χρόνο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να απομακρύνει τη βαρύτητα, τον ρυθμό και την αφηγηματική κάθαρση που προσδοκά κανείς από τα πιο συμβατικά σχήματα του κινηματογράφου. Με άλλα λόγια, για να λειτουργήσει κάτι πιο πολύ φαινομενολογικά παρά δραματουργικά θα πρέπει να ξεδιπλωθεί και με φαινομενολογικό ρυθμό».
Ποιος είναι σε θέση να δει ένα τόσο απαιτητικό έργο;
«Νομίζω ότι ο οποιοσδήποτε έχει τη διάθεση να συνομιλήσει με ένα έργο μπορεί εν δυνάμει και να σχετιστεί με αυτό. Αντισταθήκαμε συνειδητά στο να δημιουργήσουμε ένα σταθερό σημείο βάσει του οποίου το έργο θα μπορεί να κατανοηθεί. Νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Τζόναθαν τοποθετεί τον ήχο και τη μουσική σε κάθε σκηνή έχει να κάνει ακριβώς με αυτό –με την αποκέντρωση της προοπτικής και του νοήματός της. Το οπτικό κομμάτι της ταινίας κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Από την άλλη, συγκεκριμένες καλλιτεχνικές παραδόσεις, της όπερας, του χορού, έχουν σαφέστατα επηρεάσει την ανάπτυξη του έργου. Με έναν τρόπο, το κοινό των “παραστατικών τεχνών” είναι καλύτερα εξοπλισμένο να αναγνώσει αυτό το έργο, ωστόσο οπωσδήποτε υπάρχουν και άλλα σημεία εισόδου στο έργο».
Ποια είναι η κινητήριος δύναμη που σας ωθεί να δημιουργείτε τόσο πολυσύνθετα έργα;
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να αναπτύξω μια γλώσσα. Να εγκαθιδρύσω μια φόρμα η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη από εμένα, που υποδεικνύει μόνη της τις ανάγκες της και κινείται με τον δικό της ρυθμό. Αυτός ίσως είναι ένας ακόμη λόγος που η κλίμακα του έργου εξακολουθεί να μεγαλώνει. Μπορεί κανείς να αναπτύξει μια δεξιότητα, η οποία να είναι εν τέλει αντιπαραγωγική σε σχέση με τις προθέσεις του ίδιου του έργου. Δεν έχω στο μυαλό μου τον θεατή όταν δημιουργώ όσο το πώς συμπεριφέρεται η φόρμα η οποία έχω δημιουργήσει και ποιες είναι οι ανάγκες της».
«Στην Υδρα δημιουργήσαμε ένα έργο που έχει μια πολύ ισχυρή σχέση με το τελετουργικό του Πάσχα. Εκείνο τον καιρό σκεφτόμουν πολύ γύρω από τον μύθο του Οσίριδος. Μετά τον θάνατό του το σώμα του είχε μεταφερθεί σε ένα δέντρο, ώσπου η Ισις το αφαίρεσε και το ανάστησε. Η πομπή του Επιταφίου που είχα δει στην Υδρα, το πώς μεταφέρεται από την εκκλησία μέσα στο χωριό και μετά βυθίζεται στο νερό προτού επιστραφεί στο ιερό, μου θύμισε τη γενεαλογία αυτού του μύθου. Το πρότζεκτ στην Υδρα ήταν σημαντικό γιατί με έκανε να σκεφθώ τους τρόπους με τους οποίους ο πυρήνας αυτής της μυθολογίας θα μπορούσε να μεταφερθεί σε άλλες κουλτούρες, για παράδειγμα στον ποταμό Ρουζ του Ντιτρόιτ».
Ο Επιτάφιος στην Υδρα και ο Οσιρις
Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του πρότζεκτ βρεθήκατε το 2009 στην Υδρα προσκεκλημένος του Δάκη Ιωάννου μαζί με την Ελίζαμπεθ Πέιτον. Τι σας έμεινε από την ελληνική εμπειρία σας;
«Στην Υδρα δημιουργήσαμε ένα έργο που έχει μια πολύ ισχυρή σχέση με το τελετουργικό του Πάσχα. Εκείνο τον καιρό σκεφτόμουν πολύ γύρω από τον μύθο του Οσίριδος. Μετά τον θάνατό του το σώμα του είχε μεταφερθεί σε ένα δέντρο, ώσπου η Ισις το αφαίρεσε και το ανάστησε. Η πομπή του Επιταφίου που είχα δει στην Υδρα, το πώς μεταφέρεται από την εκκλησία μέσα στο χωριό και μετά βυθίζεται στο νερό προτού επιστραφεί στο ιερό, μου θύμισε τη γενεαλογία αυτού του μύθου. Το πρότζεκτ στην Υδρα ήταν σημαντικό γιατί με έκανε να σκεφθώ τους τρόπους με τους οποίους ο πυρήνας αυτής της μυθολογίας θα μπορούσε να μεταφερθεί σε άλλες κουλτούρες, για παράδειγμα στον ποταμό Ρουζ του Ντιτρόιτ».
πότε & πού:
«River of Fundament», στο πλαίσιο του Fast Forward Festival, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στις 22-24/5.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
