Δεν υπάρχει ειδικός στις αγορές εμπορευμάτων αναλυτής που να θεωρεί ότι οι τιμές του πετρελαίου πρόκειται να ανακάμψουν στο προβλέψιμο μέλλον. Η απόφαση την οποία έλαβε η Σαουδική Αραβία να πάψει να προσαρμόζει την παραγωγή της (εν πολλοίς και του OPEC) ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση και να αναγάγει ως πρωταρχικό στόχο της τη διατήρηση του μεριδίου που κατέχει στην αγορά προοιωνίζεται διατήρηση της φθηνής ενέργειας επί μακρόν. Πρόκειται για μια προοπτική που λαμβάνουν υπόψη τόσο οι εταιρείες του κλάδου όσο και οι εθνικές οικονομίες. Είτε είναι πετρελαϊκώς εξαρτώμενες είτε πετρελαιοπαραγωγοί είτε… εν δυνάμει πετρελαιοπαραγωγοί, όπως η ελληνική ή η κυπριακή.
Τον Δεκέμβριο του 2014, έναν μήνα δηλαδή μετά την περίφημη –αλλά όχι και πρωτοφανή, διότι ανάλογη είχε λάβει και το 1986 –απόφαση της Ριάντ να διατηρήσει το μερίδιό της στην πετρελαϊκή αγορά, ο καθ’ ύλην αρμόδιος σαουδάραβας υπουργός Αλί αλ Ναΐμι είχε δηλώσει: «Είτε 60 είτε 50 είτε 40 είτε 30 είτε 20 δολάρια πάει η τιμή του βαρελιού, μας είναι αδιάφορο»!
Κερδισμένοι και χαμένοι
Το διάστημα που μεσολάβησε η τιμή του Brent υποχώρησε στα 45 δολάρια το βαρέλι, που είναι τα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας εξαετίας, για να ανακάμψει στη συνέχεια στα 60 δολάρια αλλά να παραμείνει σε γενικές γραμμές σε επίπεδα κατά 50% χαμηλότερα από αυτά στα οποία βρισκόταν τον περασμένο Ιούνιο, όταν ξεκίνησε η μεγάλη πτώση.
Οι κερδισμένοι της πτώσης των τιμών είναι ασφαλώς οι μεγάλες σε κατανάλωση ενέργειας οικονομίες του πλανήτη: η αμερικανική, οι ευρωπαϊκές και η κινεζική. Και ασφαλώς οι πολίτες και τα νοικοκυριά των οικονομιών αυτών, που χάρη στην πτώση των τιμών του πετρελαίου, της βενζίνης και του φυσικού αερίου βλέπουν την αγοραστική τους δύναμη να ενισχύεται. Οι χαμένοι από την πτώση των τιμών και από την προοπτική αυτές να μείνουν επί μακρόν σε χαμηλά επίπεδα είναι οι οικονομίες που στηρίζονται στην παραγωγή και στις εξαγωγές πετρελαίου.
Δύο όψεις
Δεν είναι όμως όλες οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες στην ίδια μοίρα. Το μεγάλο πρόβλημα θα έχουν στο μέλλον οι χώρες με μεγάλη εξάρτηση από τις εξαγωγές πετρελαίου, με περιορισμένα συναλλαγματικά διαθέσιμα και με πολύ πληθυσμό, όπως είναι για παράδειγμα το Ιράν, το Ιράκ ή η Βενεζουέλα. Στους αντίποδες βρίσκεται η Νορβηγία, μια όψιμη πετρελαιοπαραγωγός χώρα (άρχισε να εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματά της μόλις τη δεκαετία του 1970) με μόλις 5,1 εκατομμύρια κατοίκους, είχε την προνοητικότητα να ιδρύσει ένα Ταμείο για την ευημερία των επόμενων γενεών, το οποίο επενδύει τα κέρδη από τις πωλήσεις πετρελαίου και διαχειρίζεται ήδη περιουσιακά στοιχεία που φθάνουν τα 850 δισ. δολάρια!
Στη Νορβηγία όμως το λίτρο η αμόλυβδη κοστίζει περί τα 2 ευρώ, ενώ στις χώρες του Περσικού και στη Βενεζουέλα κοστίζει ελάχιστα λεπτά του ευρώ! Η κυβέρνηση του Οσλο φορολογεί αλύπητα τα καύσιμα για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη… ανανεώσιμων πηγών ενέργειας! Σε λιγότερο δεινή θέση από τις χώρες του Κόλπου (οι οποίες πάντως εσχάτως προσπαθούν να περιορίσουν την οιονεί απόλυτη εξάρτησή τους από το πετρέλαιο) θα μπορούσε να βρίσκεται η Ρωσία αν δεν υφίστατο τις διεθνείς κυρώσεις εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία. Πέρα από τις χώρες όμως, και πόλεις με βιομηχανίες στις οποίες απασχολούνται χιλιάδες εργαζόμενοι στην παραγωγή ακριβού πετρελαίου (από σχιστόλιθο ή από άμμο) αντιμετωπίζουν ένα δύσκολο μέλλον.
«Ζούμε μια κρίση προσφοράς» διαπιστώνει μιλώντας στους «Financial Times» ο διευθύνων σύμβουλος της ΒΡ Μπομπ Ντάντλι. Στις ΗΠΑ οι αποθηκευτικοί χώροι του πετρελαίου έχουν ξεχειλίσει και οι εταιρείες σχεδιάζουν τη μείωση κατά 30% των επενδύσεών τους για τον εντοπισμό και την εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων, σύμφωνα με την εταιρεία ενεργειακών συμβούλων Wood Mackenzie.
Η Goldman Sachs εκτιμά ότι από την αγορά ίσως αποσυρθούν επενδύσεις ύψους 1 τρισ. δολαρίων! Και οι εταιρείες αναμένεται να μειώσουν εφέτος κατά 20% συγκριτικά με πέρυσι την άντληση σε βαθιά νερά, που είναι πιο δαπανηρή. «Κάποιοι παραγωγοί έχουν μειώσει σημαντικά την έκθεσή τους σε περιοχές υψηλού παραγωγικού κόστους, όπως είναι η Βόρεια Θάλασσα και ο Κόλπος του Μεξικού» γράφει ο Κρίστοφερ Ανταμς στους «FT».
ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Προβλέψεις για κάμψη της παραγωγής και των επενδύσεων
Πολλοί μίλησαν για προϊούσα ενοποίηση στον παγκόσμιο κλάδο ενέργειας μετά την πρόσφατη εξαγορά της βρετανικής εταιρείας φυσικού αερίου BG Group από τον ολλανδοβρετανικό όμιλο Royal Dutch Shell –μιλάμε για μια συμφωνία της τάξεως των 55 δισ. στερλινών (76,5 δισ. ευρώ), τη μεγαλύτερη σε αξία της τελευταίας δεκαετίας. Κάποιοι αντιτείνουν ωστόσο ότι οι γιγαντιαίες συμφωνίες τύπου Shell – BG εγκυμονούν πολλούς κινδύνους και σπάνια αποδίδουν τις συνέργειες και εν γένει τα οφέλη που υπόσχονται.
Το πιθανότερο είναι η υπαγορευόμενη από την πτώση των τιμών και τη συρρίκνωση του κύκλου εργασιών ενοποίηση του ενεργειακού κλάδου να συμβεί στις μικρές εταιρείες, κυρίως τις αμερικανικές, οι οποίες βαρύνονται με υψηλό δανεισμό προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την εκμετάλλευση σχιστολιθικών κοιτασμάτων πετρελαίου και εν γένει δαπανηρών πετρελαϊκών προγραμμάτων.
Περικοπές κόστους
Πέρα από τη Shell, η οποία προωθεί τα σχέδιά της στην Αλάσκα και συνεχίζει απτόητη και τη χρονιά αυτή τις επενδύσεις της σε νέα κοιτάσματα, οι πετρελαϊκές εταιρείες έχουν παγώσει την υλοποίηση του επόμενου μεγάλου ερευνητικού προγράμματός τους, που είναι τα σχέδια εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στον Αρκτικό Κύκλο. Κάποιες εταιρείες έρευνας και άντλησης πετρελαίων, όπως η Tullow, έχουν μειώσει τις δαπάνες τους κατά 80% για να εξοικονομήσουν ρευστό.
Ταυτόχρονα, οι ειδικοί θεωρούν ότι οι εταιρείες του κλάδου θα προσπαθήσουν μέσα από διάφορα σχήματα και συνεργασίες (συμπεριλαμβανομένων των εξαγορών και συγχωνεύσεων) να αναχρηματοδοτήσουν τα υψηλά κόστη τους σε προγράμματα τα οποία βρίσκονται ήδη εν εξελίξει. Σε γενικές γραμμές όμως πεποίθηση όλων είναι ότι οι δραστικές περικοπές κόστους θα έχουν ως κύρια επίπτωση τον περιορισμό της πετρελαϊκής παραγωγής.
Πρόκειται για κάτι που δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, αφού μέλημα των παραγωγικών κρατών –και κυρίως του OPEC –είναι όχι η ανάκαμψη της πετρελαϊκής αγοράς αλλά η διατήρηση του μεριδίου τους σε αυτήν. Συν τω χρόνω η κάμψη των επενδύσεων και η πτώση της παραγωγής θα θέσουν ένα όριο στην αγορά και σε ό,τι αφορά τις τιμές. Η Standard & Poor’s προέβλεψε προσφάτως ότι το 2017 το Brent θα ανακάμψει στα 75 δολάρια το βαρέλι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
