Πνιγηρό περιβάλλον διαμορφώνεται μέρα με τη μέρα στην αγορά επαναφέροντας την κατάθλιψη κυρίως –αλλά όχι μόνο –στον επιχειρηματικό κόσμο.
Η επικρατούσα αβεβαιότητα εμποτίζει τους αρμούς της παραγωγικής μηχανής της ελληνικής οικονομίας και η έλλειψη ρευστότητας στεγνώνει τα ταμεία των επιχειρήσεων.
Οι τράπεζες ευρισκόμενες στη μέγγενη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όχι μόνο αδυνατούν να ικανοποιήσουν τα ελάχιστα αιτήματα των πελατών τους αλλά έχουν αποδυθεί σε μια προσπάθεια να κλείσουν τις πληγές της εκροής των καταθέσεων στο εξωτερικό. Βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των «κόκκινων» δανείων –επιχειρηματικών και ιδιωτικών –και τα περιορισμένα κεφάλαια που διαθέτουν τα τοποθετούν στις προβλέψεις των επισφαλειών.
Αλλά και οι ιδιώτες, δηλαδή οι απλοί καταναλωτές, δεν βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα. Πηγές της αγοράς θεωρούν την πλέον σαφή ένδειξη του αδιεξόδου που αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα νοικοκυριά την επαναφορά της πτώσης της κατανάλωσης στο πρώτο δίμηνο του 2015, εξανεμίζοντας τις ελπίδες ότι εφέτος το πρόσημο θα ήταν θετικό στις πωλήσεις ευρείας κατανάλωσης ή τουλάχιστον δεν θα ήταν αρνητικό.
Ειδικότερα το διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου εφέτος η πτώση στις πωλήσεις προϊόντων ευρείας κατανάλωσης εντός των σουπερμάρκετ κυμαίνεται από 5% ως 10%, ανάλογα με την κατηγορία. Πρόκειται για μια τάση η οποία δειλά-δειλά έκανε την εμφάνισή της από τον περασμένο Σεπτέμβριο και δεν είναι σαφές ακόμη αν έχει κορυφωθεί. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέρυσι ο ρυθμός πτώσης είχε περιοριστεί σχεδόν στο ελάχιστο –ενώ υπήρχαν και μήνες που κατέγραψαν θετικό πρόσημο –και οι επιχειρήσεις επανασχεδίαζαν τις προοπτικές τους με βάση την ανάπτυξη των πωλήσεων. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν σε αντίστροφη κατεύθυνση επιδεινώνοντας έτσι κι αλλιώς τα βασικά οικονομικά μεγέθη τους.
Από την άλλη πλευρά, μπορεί οι εξαγωγικές επιχειρήσεις τους τελευταίους μήνες –όχι όλες αλλά αυτές που εξάγουν στις τρίτες χώρες –να βρίσκονται σε περίοδο ευεξίας εξαιτίας της κατάρρευσης του ευρώ έναντι του δολαρίου, τους είναι όμως δύσκολο να την απολαύσουν κυρίως λόγω της δεινής θέσης στην οποία έχουν περιέλθει λόγω των προβλημάτων ρευστότητας, τα οποία επιτείνονται από τις καθυστερήσεις επιστροφής ΦΠΑ. Πρόκειται για αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.
Ολα αυτά έχουν ως συνέπεια την αναστολή υλοποίησης των επενδυτικών σχεδίων από τις επιχειρήσεις τα οποία έχουν προγραμματιστεί και σε αρκετές περιπτώσεις έχουν προαναγγελθεί.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η μετάθεση της διάθεσης του ποσοστού ως 26,9% της Finansbank. Η μετάθεση αποφασίστηκε από τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας που επικρατεί στην Ελλάδα η οποία οδηγεί σε χαμηλότερο επίπεδο προσφορών από αυτές που υπολόγιζε αρχικά το σχήμα των αναδόχων. Η διάθεση του 26,9% είναι πιθανόν να διενεργηθεί ως τα τέλη Ιουνίου.
Εν τω μεταξύ, μετά τον σάλο που προκλήθηκε στον επιχειρηματικό κόσμο για την επιβολή προκαταβολικού φόρου ύψους 26% επί των εισαγωγών που προέρχονται από χώρες χαμηλής φορολόγησης, φαίνεται ότι η κυβέρνηση κάνει δεύτερες σκέψεις και σκοπεύει να απαλύνει τις επιπτώσεις. Δηλαδή, αντί για την προκαταβολή φόρου 26%, θα υποβάλλεται μια απλή δήλωση γνωστοποίησης της συναλλαγής στις φορολογικές αρχές προκειμένου να ακολουθήσει στη συνέχεια έλεγχός της.
Και φυσικά σε επ’ αόριστον αναβολή οδηγούνται τα σχέδια των τραπεζών για νέες χορηγήσεις δανείων ύψους 10 δισ. ευρώ σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις το 2015. Οπως εξηγούν τραπεζικοί κύκλοι, τούτο οφείλεται στις συνθήκες πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας που επικρατούν μετά την προκήρυξη των τελευταίων βουλευτικών εκλογών. Με τις τράπεζες αποκομμένες από τις διεθνείς αγορές, τις καταθέσεις να έχουν υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 10 ετών και το Δημόσιο να στραγγαλίζει και τα τελευταία αποθέματα ρευστότητας για την κάλυψη των εκδόσεων εντόκων γραμματίων, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ουσιαστικής χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας από το πιστωτικό σύστημα.
Πάντως, όπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, δεν είναι μόνο η προσφορά χρήματος που έχει περιοριστεί αλλά και η ζήτηση για δανεικά, η οποία έχει επίσης«παγώσει», λόγω της επενδυτικής άπνοιας του τελευταίου τριμήνου. Την ίδια στιγμή καταγράφεται σημαντική επιδείνωση στο μέτωπο των επισφαλειών, με τις εκτιμήσεις των τραπεζών να κάνουν λόγο για νέα γενιά «κόκκινων» δανείων ύψους 2 δισ. ευρώ ως τώρατο 2015. Το γεγονός αυτό αναμένεται να οδηγήσει στη διενέργεια επιπρόσθετων των προγραμματισμένων προβλέψεων τα επόμενα τρίμηνα. Με αυτά τα δεδομένα οι σχεδιασμοί των τεσσάρων συστημικών ομίλων για επιστροφή στην κερδοφορία την εφετινή χρήση έχουν πλήρως ανατραπεί.
Οπως τόνισαν οι τραπεζικές διοικήσεις στις τηλεδιασκέψεις με αναλυτές, στο πλαίσιο της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του 2014 την περασμένη εβδομάδα, η επιστροφή στην κανονικότητα εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές. Οπως εξήγησαν, όσο πιο γρήγορα επιτευχθεί μια συμφωνία τόσο μικρότερη η ζημιά στα αποτελέσματά τους αλλά και ο δρόμος που θα χρειαστεί να διανυθεί για την επαναφορά στις καλύτερες συνθήκες που ίσχυαν το περασμένο φθινόπωρο.
Σε πιστωτική ασφυξία οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις
Οι ξένοι προμηθευτές έχουν αρχίσει και περιορίζουν τις πιστώσεις προς τους έλληνες πελάτες τους και ζητούν προκαταβολή τα χρήματα των παραγγελιών
Με ανάμεικτα αισθήματα και προφανείς ανησυχίες αντιμετωπίζουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις την παρούσα οικονομική συγκυρία. Εχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ευτυχείς από την κατρακύλα της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου, ωστόσο φαίνεται πως πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από τις σχέσεις τους με τους ξένους προμηθευτές τους. Αν και προς το παρόν, όπως υποστηρίζουν πηγές των εξαγωγέων, δεν παρατηρείται ευρείας κλίμακας ανισορροπία στις συναλλακτικές σχέσεις μεταξύ των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων και των ευρωπαίων προμηθευτών τους, ωστόσο η πιστωτική ασφυξία που δείχνει να ευρύνεται στην αγορά –αυξάνονται επικίνδυνα οι καθυστερήσεις στις επιστροφές ΦΠΑ –και οι κακές σχέσεις που επικρατούν μεταξύ της χώρας και των δανειστών της προκαλούν ισχυρά κύματα ανησυχίας στον παραγωγικό κόσμο.
Είναι γεγονός πως η αξία των ελληνικών εξαγωγών από τον περασμένο Σεπτέμβριο του 2014 ως και τον εφετινό Ιανουάριο του 2015 αυξήθηκε –χωρίς να συνυπολογίζονται τα πετρελαιοειδή –κατά 7,5%. Οι ίδιες πηγές αποδίδουν αυτή την εξέλιξη –ιδιαίτερα ενθαρρυντική στην τρέχουσα συγκυρία –στη μείωση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου, αλλά και στην αυξημένη ζήτηση που έχει παρατηρηθεί για τα ελληνικά προϊόντα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων ενισχύθηκε ο προσανατολισμός των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) το 68% της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών προέρχεται από τις πωλήσεις προϊόντων σε χώρες της ΕΕ έναντι του 63%-64% που ήταν παλαιότερα.
Παράλληλα κυκλοφορεί μετ’ επιτάσεως ότι οι ξένοι προμηθευτές έχουν αρχίσει και περιορίζουν τις πιστώσεις προς τους έλληνες πελάτες τους, ότι ζητούν προκαταβολή τα χρήματα των παραγγελιών. Αλλά οι ίδιοι εξαγωγικοί κύκλοι θεωρούν ότι είναι υπερβολικές οι διαπιστώσεις για διατάραξη των συναλλακτικών σχέσεων μεταξύ των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων και των ξένων προμηθευτών τους. Οπως εξηγούν, δεν παρατηρείται έξαρση αυτών των περιπτώσεων, αν και αυτές οι σχέσεις καθορίζονται κατά περίπτωση μεταξύ του έλληνα επιχειρηματία και του ξένου προμηθευτή (τι προβλέπει η συμφωνία, ο χρόνος της σχέσης μεταξύ των δύο, πόσο δοκιμασμένες είναι).
Εν τω μεταξύ σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων οι ελληνικές εξαγωγές την περίοδο της κρίσης αυξήθηκαν σημαντικά αλλά «σε περιβάλλον και πλαίσιο αποεπένδυσης της οικονομίας», όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά. Το 2012 παρατηρούνται οι υψηλότερες επιδόσεις με 27,35 δισ. ευρώ και στην «περιοχή» των 27 δισ. ευρώ στη διετία 2013-2014. Σταθεροποιητικές τάσεις παρατηρούνται και στα έσοδα από τις εξαγωγές (άνω των 22 δισ. ευρώ). Η ελληνική βιομηχανία όμως φαίνεται να έχει δεχθεί το ισχυρότερο πλήγμα, αν και καταγράφεται μικρή αύξηση του όγκου των εξαγωγών τα τελευταία επτά χρόνια. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας και έχουν μειωθεί τα περιθώρια κέρδους.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μελέτη, η αξία εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων μειώθηκε κατά 11,19% το 2014 σε σχέση με το 2008 –έπεσε στα 3,7 δισ. ευρώ από τα 4,2 δισ. ευρώ. Ο βιομηχανικός κλάδος αντιστοιχεί πλέον στο 13,83% των συνολικών εξαγωγών έναντι 19,82% το 2008. Και τονίζεται πως «συνυπολογίζοντας τη μείωση ακαθάριστων επενδύσεων στη βιομηχανία κατά 40,7% το 2012 σε σχέση με το 2008, καθώς και τη μείωση της μέσης αξίας εξαγωγών ανά τόνο εξαγόμενων προϊόντων του κλάδου, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται άμεσες παρεμβάσεις για την τόνωση της βιομηχανικής δραστηριότητας στη χώρα». Ετσι οι βιομηχανικές εξαγωγές περιορίζονται κυρίως στους υποκλάδους του αλουμινίου, των μαρμάρων και των τσιμέντων, ενώ έχουν περιοριστεί σημαντικά οι εξαγωγές της πάλαι ποτέ ισχυρής κλωστοϋφαντουργίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
