Η μέθοδος της συναίρεσης

Τρίτος (και τελευταίος) μονότονος λόγος για τη «Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη

ΤΟ ΒΗΜΑ
Τρίτος (και τελευταίος) μονότονος λόγος για τη «Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη. Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, έργο της μεσοπολεμικής μας πεζογραφίας και ένα από τα πιο αυθεντικά της ομόθεμης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Το οποίο αποτυπώνει εξ επαφής καταλυτικές εμπειρίες (προσωπικές και συλλογικές) του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου με προδρομικό τρόπο (όπως δοκίμασα να υποδείξω) συναιρείται η γραφή με την απογραφή της. Αποτέλεσμα αυτής της συναίρεσης είναι ότι τα πρόσωπα και τα δρώμενα της αφήγησης κινούνται στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίας.
Με τους όρους αυτούς η διάκριση στη «Ζωή εν τάφω» ανάμεσα σε συγγραφέα και γραφέα, εξωτερικό και εσωτερικό αφηγητή, σε γνήσια και πλαστά χειρόγραφα παραμένει μετέωρη, χωρίς ωστόσο να μηδενίζεται. Δεδομένο που παραπέμπει σ’ ένα είδος συνεύρεσης αντίπαλων στοιχείων, που την ευνοούν οι ιδρυτικές αρχές της λογοτεχνίας. Οπου το εγώ και ο άλλος, το δικό και το ξένο, το εμπράγματο και το φαντασιακό συνευρίσκονται, και η συνεύρεση αυτή αποτυπώνεται στη σκηνοθεσία του λογοτεχνικού κειμένου.
Στο πλαίσιο μιας παρόμοιας σκηνοθεσίας, στη «Ζωή εν τάφω» ενέχονται και συμπλέκονται δύο πρόσωπα: ο συγγραφέας και ο γραφέας. Επώνυμος ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας και ψευδώνυμος ο λοχαγός του (στον βαθμό που το Στράτης Μυριβήλης είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ευστράτιου Σταματόπουλου). Ζουν, κινούνται και μάχονται μαζί, σε εναλλασσόμενο μέτωπο, εγκλωβισμένοι κατά κανόνα σε χαρακώματα. Η ριζική διαφορά τους όμως αναγνωρίζεται αλλού: ο ένας πεθαίνει, ενώ ο άλλος επιβιώνει. Πότε και πώς αποβιώνει ο νεαρός εθελοντής λοχίας το αφηγείται, ως αυτόπτης μάρτυς, ο λοχαγός του σε μια ολόκληρη σελίδα του τετρασέλιδου Προλόγου του. Παραφράζω με δραστικές κατ’ ανάγκην περικοπές:
«Ο Φραντζέζος, υποδεκανέας χειριστής φλογοβόλου, μαχαιρώνεται από ένα βούλγαρο κρυμμένο μέσα στο χαράκωμα, χάνει τον έλεγχο του φλογοβόλου, κι έτσι φουντώνει η φωτιά γύρω του. Αποτέλεσμα: καίγεται ο ίδιος, συμπαρασύροντας στην φλόγα και τον Κωστούλα, που έτυχε εκείνη την ώρα να πηδήξει μέσα στο χαράκωμα και έγινε έτσι παρανάλωμα της διάχυτης φωτιάς. Αναγνωρίστηκε αργότερα με το μούτρο φαγωμένο και με το πρόσωπο μια μαυροκόκκινη πληγή. Τον έθαψαν την άλλη μέρα σ’ ένα παράπλευρο λάκκο, μαζί με τον Φραντζέζο και τρεις νεκρούς Βουλγάρους. Εφιαλτική εικόνα, που παρέμεινε ανεξίτηλη σε όσους την αντίκρισαν».
Επιμένω στο οριακό αυτό επεισόδιο, επειδή αισθάνομαι ότι αποτελεί τον εμπράγματο συντελεστή της κυκλικής σκηνοθεσίας που περιβάλλει τη «Ζωή εν τάφω». Μοιράζοντας τους πολεμιστές σε όσους φριχτά αφανίστηκαν και σ’ εκείνους που συμπτωματικά επιβίωσαν, σημαδεμένοι από το παράλογο αυτό φονικό, και κατά κάποιο τρόπο υπόλογοι σε όσους έχασαν τη ζωή τους.
Στο κέντρο εξάλλου της κυκλικής αυτής σκηνοθεσίας εντοπίζονται τα επίμαχα χειρόγραφα του λοχία που κάηκε − πρόκειται στην πραγματικότητα για ανεπίδοτες επιστολές στην Αγαπημένη. Μετά τον πόλεμο, απροσδόκητα, έπεσαν τα επίμαχα χειρόγραφα του λοχία στα χέρια του πρώην λοχαγού του, που συνέβη να είναι συγγραφέας. Ο οποίος αισθάνθηκε πως πρόκειται για λόγια ενός «πεθαμένου που γυρεύει να μιλήσει», και αποφάσισε να τα απογράψει, ελπίζοντας να του προσφέρει η απογραφή αυτή την «προσωπική του απολύτρωση». Η λυτρωτική αυτή απόφαση εκφράζεται με μιαν χειρονομία αυταπάρνησης. Δεν οικειοποιείται την αφήγηση ο ίδιος∙ την εμπιστεύεται σ’ εκείνον που δοκίμασε την πρώτη της γραφή, σε έντεχνη όμως τώρα μορφή. Που πάει να πει ότι: τελικώς ο Αντώνης Κωστούλας προάγεται μετά θάνατον σε συγγραφέα, ενώ ο πραγματικός συγγραφέας αναδέχεται τον ρόλο του υποβολέα, και έτσι εξασφαλίζει τη σκοπούμενη «απολύτρωσή» του.
Πόσο φτούρησε η αμοιβαία αυτή ανταλλαγή γραφής και απογραφής φαίνεται σε όλη την έκταση του βιβλίου, αλλά κορυφώνεται στην τελευταία του παράγραφο. Αντιγράφω, με δηλωμένες τις δύο περικοπές: «Κρύβω μέσα στο βάθος της καρδιάς την τρομάρα που νιώθω, ωστόσο ξέρω καλά πως δεν θα κάνω τίποτε κατώτερο σε καλό και σε κακό από τους άλλους […]. Είναι κάτι που το λέμε ελληνικά “φιλότιμο”, και κανένας ακόμα δεν ξέρει αρκετά την τρομερή δύναμή του. Αυτό, σαν τη φιλοσοφική λίθο, αλλάζει την ουσία των μετάλλων, αποκαλύπτει την αλχημεία των ψυχών. Μπορεί κανείς να κάνει τέρατα και σημεία μόνο και μόνο για να μη φανεί πιο αχαμνός από τον κουρέα του λόχου κι από την παρδαλή ξενολογιά που πολεμάει στο πλάι μας και μας παρακολουθεί με τις διόπτρες. Αυτό σημαίνει πως ακόμα δεν έγινα αρκετά αντρείος αντίκρυ στον εαυτό μου, που παραστέκει οχτρός πονηρός, ανοιχτομάτης και κοροϊδευτής, ένα σωστό “ρωνιό” που λέμε εμείς στη Λέσβο. Καθόλου παράξενο […]».
Με αυτά τα χειρόγραφα λόγια σφραγίζει ο Μυριβήλης τη «Ζωή εν τάφω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version