Δεν σκοπεύω να μιλήσω σήμερα για τις πολιτικές και οικονομικές μας αναποδιές. Οπου εξάλλου το απέξω μπήκε για τα καλά μέσα μας, ενώ το μέσα μας, θέλοντας και μη, βρέθηκε στο απέξω. Παραμένει άγνωστο τι θα προκύψει από μια τέτοια αντιστροφή, αν μάλιστα φτάσει στα άκρα της διαστροφής. Αφήνοντας προς το παρόν μετέωρο το εκνευριστικό αυτό δίλημμα, ξαναγυρίζω στη «Ζωή εν τάφω» του Στράτη Μυριβήλη.
Ψάχνοντας κάποια ερωτήματα που έμειναν τις προάλλες στη μέση, και έχουν σχέση και αυτά με το έξω και το μέσα του προκείμενου έργου: με ό,τι δηλαδή σ’ αυτό προφαίνεται και προβάλλεται και μ’ εκείνο που διαφαίνεται και υποβάλλεται. Θεωρώντας ότι σ’ αυτή την παράμετρο οφείλει προπάντων η «Ζωή εν τάφω» την προδρομική της αξία, δοκίμασα την περασμένη Κυριακή να την εντοπίσω και να την ορίσω. Υπενθυμίζω και συμπληρώνω σήμερα τα στοιχειώδη ευρήματα της αμήχανης αυτής δοκιμής.
Τα σήματα της διφορούμενης αυτής σκηνοθεσίας αναγνωρίζονται στην είσοδο και στην έξοδο του έργου: στον Πρόλογο και στον λανθάνοντα επίλογό του. Ο τετρασέλιδος Πρόλογος χρεώνεται στον συγγραφέα, ο επίλογος (όπως και όλο το ψαχνό του βιβλίου) στον εσωτερικό αφηγητή, που επονομάζεται και συστήνεται στη ροή του Προλόγου από τον Μυριβήλη. Ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη: λαθραία για τον επίτιτλο και τον υπότιτλο του έργου του («Η ζωή εν τάφω», «Το βιβλίο του πολέμου») και δηλωμένα για τους μεσότιτλους των πενήντα έξι διαδοχικών κεφαλαίων του βιβλίου, που απογράφουν τα κατάλοιπα χειρόγραφα του αφηγητή.
Προηγείται στον Πρόλογο η ενημέρωση του αναγνώστη για το πότε και πώς βρέθηκαν τα επίμαχα χειρόγραφα στα χέρια του συγγραφέα. Μεσολαβούν το όνομα και το επώνυμο εκείνου που τα υπογράφει και αναγνωρίζεται από τον συγγραφέα με συμπάθεια η εκφραστική του αυτή επίδοση. Επονται πληροφορίες για τον τύπο, τον τόπο και τον χρόνο που βρέθηκαν τα επίμαχα χειρόγραφα: «τετράδια από φτηνό χαρτί, χωμένα σ’ ένα γελιό του Τέταρτου Συντάγματος της Νησιώτικης Μεραρχίας, ύστερα από τη φριχτή εκείνη μάχη στο υψόμετρο 908. Εθελοντής λοχίας ο Αντώνης Κωστούλας, στην τρίτη διμοιρία του έβδομου λόχου («ψηλός μελαχροινός φοιτητής, με μακρουλό πρόσωπο και φουντωμένα μαλλιά»), λοχαγός στον ίδιο λόχο ο Μυριβήλης. Κάηκε, λέει, ο Αντώνης Κωστούλας κατά λάθος, μέσα στα βουλγάρικα χαρακώματα: «τον έκαψε ένας ατζαμής φραντσέζος υποδεκανέας». Τα επίμαχα χειρόγραφα τα βρήκε αργότερα στο γραφείο του συμπτωματικά ο συγγραφέας του βιβλίου, πήρε να τα διαβάζει (αποκομίζοντας την αίσθηση ότι σ’ αυτά «ένας πεθαμένος γύρευε να μιλήσει») και αποφάσισε να τα τυπώσει. Ητανε, λέει, ένα είδος ανεπίδοτων επιστολών, προορισμένων για μια κοπέλα, που το όνομά της δεν αναφέρεται ποτέ.
Σταματώ εδώ απότομα, αφήνοντας στην άκρη πρόσθετα σχόλια και ομολογίες του Μυριβήλη, που καταλήγουν στην τελευταία φράση του Προλόγου (: «Ας μου συχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί είναι μια προσωπική απολύτρωση»), και θέτω αφελώς το ερώτημα: Εντέλει σε ποιον ανήκει «Η ζωή εν τάφω»; Στον άγνωστο άλλως πως Αντώνη Κωστούλα ή στον πεζογράφο, που μ’ αυτό το έργο έγινε διάσημος. Και πιο ωμά: Είναι ο Αντώνης Κωστούλας πρόσωπο υπαρκτό ή εύρημα μυθοπλασίας; Ελέγχονται πλαστά ή γνήσια τα χειρόγραφα που επικαλείται ο συγγραφέας; Μπλοφάρει με όσα λέει και γράφει σχετικώς στον Πρόλογό του; Ή μ’ αυτόν τον τρόπο γυρεύει πράγματι να βρει την προσωπική του απολύτρωση; Απολύτρωση όμως από τι και πώς;
Προτού δώσω κάποια (υποθετική έστω) απάντηση στα σχολαστικά αυτά ερωτήματα, δύο λόγια και για την αριστοτεχνική σκηνοθεσία, που εμφανίζεται στο τέλος του βιβλίου –στα τρία ομότιτλα κεφάλαια. Την παραστατική ευστοχία της τη μοιράζονται, σχεδόν ισότιμα, ο εξωτερικός και ο εσωτερικός αφηγητής του βιβλίου. Ο πρώτος με τον τίτλο της, που πανομοιότυπος προβάλλεται κεφαλαιογράμματος και στα τρία συνεχόμενα κεφάλαια: ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΔΥΟ ΚΑΙ ΤΕΤΑΡΤΟ.
Ωρα και όριο «για το μεγάλο χτύπημα» καταπώς προλέγει ο Κωστούλας στην πρώτη φράση της δικής του επιλογικής διήγησης. Η οποία μοιράζεται σε ευάρεστες αναμνήσεις και στην εφιαλτική αναμονή του εντεταλμένου χρόνου, που ορίστηκε, με αμετάκλητη ακρίβεια (2 και 16′ επακριβώς) για την προγραμματισμένη τελεσίδικη έφοδο. Εκείνη τη φριχτή μάχη, για την οποία γίνεται λόγος στον Πρόλογο. Αυτή που έκρινε την έκβαση του πολέμου στο βαλκανικό μέτωπο, αλλά ο ίδιος δεν την πρόλαβε. Κάηκε ενδιαμέσως, αφήνοντας άθικτα πίσω του τα χαρτιά του, τα οποία στο σημείο αυτό εξαντλούνται: «Εδώ τελειώνουν τα χειρόγραφα του λοχία Κωστούλα» υποσημειώνει ο Μυριβήλης και με την παρένθετη αυτή φράση σφραγίζει τη «Ζωή εν τάφω».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
