Γεύμα εισαγωγής

Ασπρα μούρα, μαύρα μούρα... Σε όλα τα χρώματα. Και σε όλες τις μορφές. Διαθέτει σκουλαρίκια σε σχήμα μούρου.

ΤΟ ΒΗΜΑ
Ασπρα μούρα, μαύρα μούρα… Σε όλα τα χρώματα. Και σε όλες τις μορφές. Διαθέτει σκουλαρίκια σε σχήμα μούρου. Φοράει κολόνια μούρο. Αγαπημένο της αξεσουάρ, ένα ολομέταξο μαντίλι με τυπωμένη μια μουριά. Και στο χέρι, βραχιόλι που αντί για χάντρες έχει μούρα από κόκκινο ίασπη. Από τότε που δοκίμασε τάρτα με μούρα στο Παρίσι έπαθε ψύχωση με το φρούτο. Επέστρεψε υπερήφανη για την ανακάλυψή της. Πρέπει να την ενόχλησε η αδιαφορία με την οποία την αντιμετώπισα. Δεν το έκανα επίτηδες, απλώς τα μούρα τα γνώριζα από παιδί, τα μαζεύαμε στο χωριό. «Αλήθεια;

Υπάρχουν στην Ελλάδα; Ποτέ δεν τα είχα δει». Την είχα χαρακτηρίσει «μαντάμ Σουσού». «Οι εξοχές μας είναι γεμάτες μουριές και βατομουριές. Πώς είναι δυνατόν να μην το γνωρίζεις;». Και όμως, ενώ τα εν λόγω φρούτα διατίθενται παντού στην Ευρώπη στη χώρα μας δύσκολα τα βρίσκεις.

Μόνο τα τελευταία χρόνια έκαναν την εμφάνισή τους σε μερικά οπωροπωλεία, εισαγόμενα και πανάκριβα. Και τα θαυμάζουμε, οι τσοκαρίες που θα έλεγε και η Σουσού, μαζί με τα άλλα αγαθά της πολιτισμένης Ευρώπης. Το συζητούσαμε στο εορταστικό τραπέζι όταν ανάμεσα στα άλλα φαγητά βγήκε και πιλάφι με (Made in Spain) μούρα –είμαστε γκουρμέ παρέα, τρομάρα μας. Ενθουσιάστηκε η μουρ-acholic φίλη και ξεκινώντας από ένα σχόλιο για τα γκότζι μπέρι («μας πήρε χρόνια να τα μάθουμε αλλά τώρα τα βάζουμε και στον μουσακά») αρχίσαμε να καταμετρούμε τα προϊόντα που, παρότι τα παράγουμε, οι περισσότεροι τα μάθαμε και τα αγαπήσαμε μόνο όταν άρχισαν να εισάγονται.

Θυμήθηκα τις λιαστές ντομάτες που ξέραινε η γιαγιά μου στην αιγαιοπελαγίτικη ταράτσα της και που στην Αθήνα τις έμαθαν όταν κατέφθασαν σε βαζάκια με ιταλικές ετικέτες. Η Αννα θυμήθηκε τη ρόκα που τη μάζευαν άγρια από το βουνό και που αφότου την έφεραν στην Ελλάδα τα ιταλικά εστιατόρια πλημμύρισε τα ράφια των σουπερμάρκετ. Μιλήσαμε για το πλιγούρι που το σνομπάραμε ώσπου το μάθαμε στην… oriental εκδοχή του, ως κουσκούς. Για τα κρητικά καλτσούνια και τα αιγαιοπελαγίτικα λυχναράκια – τυροπιτάκια, τα δικά μας τσιζκέικ πολύ πριν γίνει της μοδός το εξ Αμερικής τσιζκέικ. Για τα μανιτάρια που έπρεπε να μας τα σερβίρουν οι ευρωπαίοι μάγειροι για να τα αγαπήσουμε τη στιγμή που φυτρώνουν ακόμη και στα πάρκα της Αθήνας. Για το ταχίνι, το χαρουπάλευρο, το καλαμποκάλευρο, το πετιμέζι που αφού τα προσπεράσαμε αγνοώντας τα επιδεικτικά, τα λατρέψαμε μόλις οι πολύ μεγάλοι σεφ τα έκαναν μόδα. Παρατηρήσαμε πόσο δήθεν γινόμαστε ορισμένες φορές:

Οταν γυρίζουμε την πλάτη στο δικό μας και μαγευόμαστε από το δικό τους, ακόμη και αν είναι υποδεέστερο από το δικό μας, μόνο και μόνο επειδή είναι εισαγόμενο. Οταν για να το εκτιμήσουμε πρέπει πρώτα να μας το πασπαλίσουν με χρυσόσκονη. Οσο όμως και αν το ξένο είναι πιο γλυκό, η ξενομανία και στο θέμα της διατροφής είναι δείγμα ανθρώπου ακαλλιέργητου, κομπλεξικού, αποκαλύπτει έλλειμμα πολιτισμού. Κάτι τέτοια, διόλου κολακευτικά για τους τρόπους και για τη νοοτροπία μας, λέγαμε απολαμβάνοντας τα ισπανικά μούρα και για επιδόρπιο την «πουτίγκα ρυζιού» όπως ξαναβαφτίσαμε το παραδοσιακό ρυζόγαλο όταν έγινε must. Και αναρωτιόμασταν, τώρα που τα μάθαμε μήπως να αρχίσουμε να μαζεύουμε και τα δικά μας μούρα, τα γλυκύτερα και νοστιμότερα από τα εισαγόμενα, αντί να τα αφήνουμε να σαπίζουν στο χώμα;

ΥΓ.: Το εύρος και ο πλούτος της ελληνικής κουζίνας θα μπορούσαν να την καταστήσουν κορυφαίο εξαγώγιμο προϊόν και ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα. Αλλά όπως φαίνεται, ούτε καν έχουμε συνειδητοποιήσει την αξία και τις δυνατότητές της.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version