Την εποχή που ο Κεφαλλονίτης Διονύσιος Λοβέρδος, ιδρυτής της Ιωνικής και Λαϊκής Τράπεζας και ονομαστός φιλότεχνος και συλλέκτης έργων τέχνης, περνούσε το κατώφλι του Μεγάρου Τσίλλερ ως προσκεκλημένος του διάσημου γερμανού αρχιτέκτονα και της ελληνίδας συζύγου του, ίσως δεν είχε περάσει ακόμη από το μυαλό του ότι το σπίτι εκείνο θα γινόταν κάποτε δικό του. Και πραγματικά, ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τότε, τον καιρό της δόξας και των λαμπερών κοινωνικών συναθροίσεων, ότι θα ερχόταν η ημέρα που ο Ερνέστος Τσίλλερ, ο άνθρωπος που «σφράγισε» την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της Αθήνας και όχι μόνο έχοντας σχεδιάσει εκατοντάδες κτίρια –μεταξύ αυτών το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βασιλικό (σήμερα Εθνικό) Θέατρο και το Μέγαρο Μελά -, θα έχανε το δικό του σπίτι σε πλειστηριασμό;
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, το οικοδόμημα του ώριμου νεοκλασικισμού επί της οδού Μαυρομιχάλη 6, απέναντι από το κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σηματοδοτεί το σταυροδρόμι δύο κόσμων. Δύο διαφορετικών αισθητικών προσεγγίσεων οι οποίες, με το πέρας των εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης του πλούσιου εσωτερικού διακόσμου από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού τον Σεπτέμβριο του 2015, σύμφωνα με τις σημερινές εκτιμήσεις, θα ξεδιπλωθούν παράλληλα «επιστρέφοντας» στο πληγωμένο κέντρο της πρωτεύουσας ένα αρχιτεκτονικό στολίδι και χαρίζοντας στον επισκέπτη μια ενδιαφέρουσα εμπειρία.
Ο γάμος με τη Σοφία και την Ελλάδα
Η ιστορία αρχίζει κάπου στα 1861, όταν ξεκινά το αρχιτεκτονικό έργο του Τσίλλερ (Σαξονία 1837 – Αθήνα 1923) στην Ελλάδα. Η σχέση του με τη χώρα μας έμελλε να αποβεί καθοριστική αφού το 1878 ο αρχιτέκτονας παντρεύτηκε στη Βιέννη τη Σοφία Δούδου, κόρη του έλληνα εμπόρου από την Κοζάνη Κωνσταντίνου Δούδου. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, όπου ο Τσίλλερ έλαβε την ελληνική υπηκοότητα και έζησε στην Αθήνα επί 60 ολόκληρα χρόνια, ως το τέλος της ζωής του. Προκειμένου να χτίσει την ιδιωτική κατοικία του, το 1882 αγόρασε ένα οικόπεδο στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Ακαδημίας, Σόλωνος, Ιπποκράτους και Μαυρομιχάλη με συνολικό εμβαδόν 1.060 τ.μ. και οι εργασίες ανέγερσης –με μελέτη και επίβλεψη του ιδίου ασφαλώς –ολοκληρώθηκαν το 1885.
Από τους κύριους εκπροσώπους της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής της Ελλάδας, ο Τσίλλερ συνδύασε στην κατοικία του –όπου στέγασε παράλληλα το γραφείο και το εργαστήριό του –ποικίλα αρχαιοπρεπή στοιχεία με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις. Στην εξωτερική πρόσοψη το κτίριο της οδού Μαυρομιχάλη κοσμείται με κεραμικές κεφαλές Καρυατίδων, ενώ στο εσωτερικό του υπάρχουν διακοσμητικά στοιχεία υψηλής ποιότητας: τοιχογραφίες, οροφογραφίες, τζάκια αλλά και μια ξυλόγλυπτη σκάλα η οποία οδηγεί στο ανώγειο της κατοικίας. Το Μέγαρο Τσίλλερ υπήρξε πόλος έλξης και σημείο αναφοράς της πνευματικής και καλλιτεχνικής κοινωνίας της Αθήνας του τέλους του 19ου αιώνα με τις εσπερίδες που οργάνωνε η σύζυγος του αρχιτέκτονα, άριστη πιανίστρια, προσκαλώντας εξέχοντα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα ιδιοκτήτης του Μεγάρου… Το ισόγειο περιλάμβανε το γραφείο-εργαστήριο του Τσίλλερ, βοηθητικούς χώρους (αποθήκες, λεβητοστάσιο, κουζίνα, πλυσταριό) και εσωτερική αυλή. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου διαμορφώθηκε ισόγεια αποθήκη-εργαστήριο για την κατασκευή των τσιμεντοπλακιδίων και διακοσμητικών κεραμικών που σχεδίαζε και κατασκεύαζε ο Τσίλλερ, για το εμπόριο των οποίων διατηρούσε μικρό γραφείο στην εγκάρσια δίοδο προς την οδό Ακαδημίας.
Η πτώχευση και ο πλειστηριασμός
Στον πρώτο όροφο του Μεγάρου βρίσκονταν η αίθουσα υποδοχής (το λεγόμενο «πομπηιανό» σαλόνι, αφού ο διάκοσμός του αντλεί στοιχεία από κατοικίες στην Πομπηία), η τραπεζαρία, το WC των ξένων, βοηθητικό κλιμακοστάσιο προσωπικού για την επικοινωνία με την κουζίνα και αναβατόριο τροφίμων. Ο ζωγραφικός διάκοσμος της αίθουσας υποδοχής με τα νεοπομπηιανά θέματα είναι πιθανότατα έργο του σλοβένου ζωγράφου Γιούρι Σούμπιτς, ο οποίος διακόσμησε και το Μέγαρο Σλήμαν («Ιλίου Μέλαθρον»).
Στο Μέγαρο αυτό έζησε ο Τσίλλερ με την οικογένειά του ως το 1912. Παρότι δεν υπάρχουν αρκετές λεπτομέρειες, φαίνεται ότι κάποιοι άστοχοι επιχειρηματικοί χειρισμοί τον οδήγησαν σε πτώχευση, με αποτέλεσμα ο ίδιος –λόγω και του προχωρημένου πλέον της ηλικίας του –να μην μπορέσει να ανακάμψει οικονομικά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ενοικίαζε στέγη αφού το Μέγαρο της οδού Μαυρομιχάλη βγήκε σε πλειστηριασμό και τελικά πουλήθηκε στον τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο (1878-1934), επιφανή προσωπικότητα της εποχής, ο οποίος αναζητούσε μεγάλους και ασφαλείς χώρους προκειμένου να στεγάσει τη συλλογή εικόνων μεταβυζαντινής εκκλησιαστικής τέχνης την οποία διέθετε.
Κατά την οικοδομική φάση Λοβέρδου πραγματοποιήθηκαν εσωτερικές διαρρυθμίσεις και προσθήκες κατ’ επέκταση και καθ’ ύψος στην ανατολική και νότια πλευρά του οικοπέδου αντίστοιχα. Τον Οκτώβριο του 1930 έγινε η πρώτη επίσημη έκθεση της Συλλογής Λοβέρδου στο πλαίσιο του Γ’ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου το οποίο διοργανώθηκε στην Αθήνα. Το 1979 μεγάλο μέρος της εν λόγω συλλογής παραχωρήθηκε για φύλαξη και συντήρηση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και την επόμενη χρονιά το Μέγαρο στέγασε το βεστιάριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής αλλά σύντομα εγκαταλείφθηκε ύστερα από μια καταστροφική πυρκαγιά.
Το διατηρητέο από το 1981 τριώροφο παραχωρήθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού κατόπιν δωρεάς των κληρονόμων του Διονυσίου Λοβέρδου το 1992 με σκοπό τη δημιουργία Παραρτήματος του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών για τη φιλοξενία της μεταβυζαντινής συλλογής του δεύτερου ιδιοκτήτη του Μεγάρου. Το έργο εντάχθηκε στο ΕΣΠΑ 2007-2013, η μελέτη αποκατάστασης εκπονήθηκε το 2011, ενώ οι αντίστοιχες εργασίες άρχισαν τον Μάρτιο του 2013.
Εν προκειμένω βρίσκονται σε εξέλιξη δύο παράλληλα υποέργα: το πρώτο (προϋπολογισμού 3,2 εκατ. ευρώ) αφορά τη στερέωση, αποκατάσταση και αλλαγή χρήσης του κτιρίου προκειμένου πράγματι να αποδοθεί στον φορέα λειτουργίας του, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, και να στεγάσει τη Συλλογή Λοβέρδου, μία από τις μεγαλύτερες και πλέον αξιόλογες στον χώρο των έργων μεταβυζαντινής θρησκευτικής τέχνης στη χώρα μας, η οποία περιλαμβάνει 470 εικόνες, ξυλόγλυπτα (μεταξύ των οποίων και ένα ολόκληρο τέμπλο ναού), 169 χειρόγραφα, τέσσερα υφάσματα και ελάχιστα αντικείμενα μικροτεχνίας, καθώς επίσης εικόνες και ξυλόγλυπτα του 20ού αιώνα τα οποία προέρχονται από το εσωτερικό του Μουσείου Λοβέρδου. Σκοπός του έργου, το οποίο υλοποιείται δι’ εργολαβίας από τη Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων του ΥΠΠΟΑ, είναι η αποκατάσταση και η παράδοση στο κοινό 1.122 τ.μ., ενώ αυτό καθαυτό το Μέγαρο αναμένεται να αποτελέσει εξαιρετικό έκθεμα τόσο για την αρχιτεκτονική όσο και για τον πλούσιο εσωτερικό του διάκοσμο.
Η παρουσίαση των δύο φάσεων
Στη συντήρηση του διακόσμου άλλωστε αφορά το δεύτερο υποέργο (προϋπολογισμού 1,7 εκατ. ευρώ), το οποίο υλοποιείται δι’ αυτεπιστασίας από τη Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Σύγχρονων Μνημείων του ΥΠΠΟΑ. Προσφάτως εγκρίθηκε από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων η επικαιροποίηση της συγκεκριμένης μελέτης καθώς, όπως εξηγεί η κυρία Αμαλία Ανδρουλιδάκη, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων, «σε κάποια σημεία όπου εντοπίστηκαν φθορές οι οποίες δεν είχαν προβλεφθεί έπρεπε να γίνουν διορθωτικές κινήσεις».
Η κυρία Ανδρουλιδάκη αναφέρεται στη δυϊκότητα του κτιρίου, η οποία, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «σ’ εμάς τους αρχιτέκτονες προσθέτει έναν επιπλέον βαθμό δυσκολίας αλλά πιστεύουμε ότι θα αποδώσει στο μνημείο έναν επιπλέον βαθμό ενδιαφέροντος. Ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τη διαφορετική προσέγγιση τόσο από εικονογραφικής πλευράς όσο και ως προς τη διαμόρφωση των χώρων μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα από τους δύο διαδοχικούς ιδιοκτήτες του Μεγάρου οι οποίοι αντιλαμβάνονταν με τρόπο διαφορετικό τον εαυτό τους στον ίδιο χώρο. Το στοίχημα είναι να παρουσιαστούν και οι δύο φάσεις χωρίς να ανταγωνίζεται ή να μηδενίζει η μία την άλλη έτσι ώστε ο επισκέπτης να εισπράττει τον πλούτο και τον πλουραλισμό μέσα από τον οποίο εκφράστηκαν τόσο ο Τσίλλερ όσο και ο Λοβέρδος».
Από το Μουσείο Παιχνιδιών ως το Φετιχιέ Τζαμί
Την πεποίθησή της ότι τα έργα ΕΣΠΑ που βρίσκονται εν εξελίξει αυτή τη στιγμή στην Αθήνα αναμένεται να συμβάλουν ουσιαστικά στην αναβάθμιση της εικόνας της πρωτεύουσας τόσο για τον αθηναίο πολίτη όσο και για τον επισκέπτη εκφράζει η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού κυρία Λίνα Μενδώνη. «Αυτό το χρωστάμε στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία αυτά χρόνια της κρίσης» λέει συγκεκριμένα.
Την πεποίθησή της ότι τα έργα ΕΣΠΑ που βρίσκονται εν εξελίξει αυτή τη στιγμή στην Αθήνα αναμένεται να συμβάλουν ουσιαστικά στην αναβάθμιση της εικόνας της πρωτεύουσας τόσο για τον αθηναίο πολίτη όσο και για τον επισκέπτη εκφράζει η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού κυρία Λίνα Μενδώνη. «Αυτό το χρωστάμε στους κατοίκους της πόλης οι οποίοι έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία αυτά χρόνια της κρίσης» λέει συγκεκριμένα.
Ανάμεσα στα έργα που «τρέχουν» αυτόν τον καιρό με ορίζοντα χρόνου ολοκλήρωσης το τέλος του 2015 αναφέρονται η αποκατάσταση και επανάχρηση του διατηρητέου Μεγάρου Β. Κουλούρα ως Μουσείου Παιχνιδιών, η ολοκλήρωση Πολιτιστικού Κέντρου του Μουσείου Μπενάκη επί της οδού Πειραιώς 138, η δημιουργία μουσειακών αποθηκών και η ενοποίηση τμημάτων του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος αλλά και η αναστήλωση, συντήρηση και ανάδειξη του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, της Στοάς Ευμένους και του Ασκληπιείου – νότιας κλιτύος Ακροπόλεως.
Στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013 συνεχίζονται επίσης οι εργασίες συντήρησης, στερέωσης και αναστήλωσης των μνημείων (Παρθενώνας, Προπύλαια, Ναός Αθηνάς Νίκης και Ερέχθειο) και των περιμετρικών τειχών της Ακρόπολης, η στερέωση και αποκατάσταση του ΙΝ Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Ομόνοια, η μελέτη και ολοκλήρωση του κτιριακού συγκροτήματος της Εθνικής Πινακοθήκης και του Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτζου, οι συμπληρωματικές εργασίες για τη βελτίωση της προσβασιμότητας στον περιβάλλοντα χώρο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αλλά και η αποκατάσταση στο Φετιχιέ Τζαμί στον αρχαιολογικό χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς της Αθήνας.
INFO:
Προϊσταμένη Αρχή του έργου: Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεότερων και Σύγχρονων Μνημείων/ΥΠΠΟΑ.
Διευθύνουσα Υπηρεσία: Τμήμα Εργων της ΔΠΑΝΣΜ (τμηματάρχης έργων: Πόπη Δήμου).
Επιβλέποντες μηχανικοί έργου: Ευανθία Αλβέρτη, αρχιτέκτων μηχανικός, Κανέλλα Γιαννοπούλου, πολιτικός μηχανικός, Γεώργιος Σώρρας, ηλεκτρολόγος μηχανολόγος
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
