Το εναρκτήριο σκέλος του «Political Order and Political Decay» στέκεται σε τρεις στιγμές του 2013: στον εμφύλιο πόλεμο παραστρατιωτικών ομάδων στη Λιβύη, στις βίαιες ταραχές σε Τουρκία και Βραζιλία, στα προβλήματα ενός too big to fail υπερτροφικού τραπεζικού τομέα στις ΗΠΑ.
Το νήμα που συνδέει τις φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους περιπτώσεις αποτελεί το κεντρικό θέμα του νέου βιβλίου του Φράνσις Φουκουγιάμα –την εμφάνιση, εξέλιξη και παρακμή των θεσμών που διέπουν την πολιτική τάξη. Ακροτελεύτιος τόμος ενός δίπτυχου για την πορεία των πολιτικών συστημάτων από την αυγή της Ιστορίας ως σήμερα (το πρώτο μέρος με τίτλο «The Origins of Political Order. From Prehuman Times to the French Revolution» είχε κυκλοφορήσει το 2011), διερευνά ως εμβληματικούς δείκτες των παραπάνω την ανάπτυξη των κρατών, τη διάδοση του κράτους δικαίου και της δημοκρατικής λογοδοσίας.
Το εύρος των παραδειγμάτων και του εδάφους που καλύπτει ο Φουκουγιάμα προκειμένου να δώσει υπόσταση στην επιχειρηματολογία του είναι εντυπωσιακό: σε ένα χρονικό ανάπτυγμα δύο αιώνων από τη Γαλλική Επανάσταση ως τις μέρες μας εξετάζει τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες όπως η Πρωσία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Κίνα, η Αργεντινή, η Ιαπωνία, η Νιγηρία. Αποφεύγοντας τυπολογίες και περιοριστικού χαρακτήρα κατηγοριοποιήσεις, υποδεικνύει πώς τα ιδιαίτερα κοινωνικά, οικονομικά και ιστορικά δεδομένα της καθεμιάς από αυτές ορίζουν τις τύχες (και την παθολογία) του πολιτεύματός της.
Το τέταρτο μέρος του βιβλίου, μάλιστα, το οποίο αφορά τις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες, υπενθυμίζει ακριβώς ότι η πορεία της δημοκρατίας δεν είναι ευθύγραμμη: στο φόντο μιας εξασθενημένης μεσαίας τάξης και αυξημένων ανισοτήτων δικαστήρια, κοινοβουλευτικές επιτροπές, ανεξάρτητες αρχές, ρυθμιστικοί φορείς, μεγάλα συμφέροντα έχουν μεταλλάξει ουσιαστικά το πολιτικό σύστημα της χώρας σε «βετοκρατία».
Ο πολλαπλασιασμός των πολιτικών παραγόντων εξισορροπεί τις δυνατότητες θεσμοθέτησης μέτρων με τις ευκαιρίες αναίρεσής τους δημιουργώντας τις συνθήκες «πολιτικής παρακμής» του τίτλου του βιβλίου τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, η τελική ετυμηγορία του συγγραφέα φέρει θετικό πρόσημο: «υπάρχει μια σαφής κατεύθυνση στη διαδικασία της πολιτικής ανάπτυξης, οι παγκόσμιες προοπτικές της δημοκρατίας παραμένουν καλές».
Είκοσι πέντε χρόνια μετά το «Τέλος της Ιστορίας» ο Φουκουγιάμα δεν έχει αναδιαρθρώσει στην πραγματικότητα τους πυλώνες της σκέψης του. Πυρήνας του πολύκροτου εκείνου βιβλίου δεν ήταν το πυροτέχνημα του τίτλου, αλλά η πεποίθηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία προέκυψε εξελικτικά ως η κορωνίδα των πολιτευμάτων συνιστώντας μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού τον παγκόσμιο κανόνα. Ο ίδιος βέβαια ανήκει στην κατηγορία όσων εξισώνουν θεσμικά τον καπιταλισμό με τη δημοκρατία: ο πρώτος αποτελεί το οικονομικό προαπαιτούμενο ώστε να ανθήσει η δεύτερη. Με άλλα λόγια, ο πολιτικός φιλελευθερισμός ταυτίζεται (ή οφείλει να ταυτίζεται) με τον οικονομικό. Ωστόσο, η αξιωματική αυτή παραδοχή, όπως και το αντεστραμμένο είδωλό της στην πρόσφατα δημοφιλή κριτική της δημοκρατίας ως αδειανού κελύφους της οικονομίας της αγοράς που διατυπώνεται από στοχαστές όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν ή ο Σλάβοϊ Ζίζεκ, λειαίνει μια σειρά από αιχμηρές ακμές. Ο καπιταλισμός δεν είναι συμβατός μόνο με τη δημοκρατία αλλά και με την απολυταρχική επίφασή της (Ρωσία) ή τα υβριδικά υποκατάστατά της (Κίνα). Αντίστοιχα, όσον αφορά την άλλη άποψη, η δημοκρατία δεν υπήρξε μήτρα της οικονομίας της αγοράς ώστε να αποτελεί φύλλο συκής της: η βιομηχανική επανάσταση εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα σε μια αγγλική κοινωνία κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας όπου ελάχιστοι είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν. Επιπλέον, ο λεγόμενος «εμπορικός καπιταλισμός», όπως τον αναλύει ο Φερνάν Μπροντέλ, προϋπάρχει ως πρακτική της ανάδυσης της δημοκρατίας στη Δύση.
Είναι αυτή ακριβώς η πορεία της σκέψης του Φουκουγιάμα που ανοίγει τον δρόμο στην κριτική για τις δομές και τις προϋποθέσεις της. Ο Τζον Γκρέι, για παράδειγμα, προβάλλει αντιρρήσεις στον εξελικτισμό και στην τελεολογία των επιχειρημάτων: τα δάνεια από τις βιολογικές κατηγορίες ανήκουν σε μορφές στοχασμού του 19ου αιώνα, η εξομοίωση με τη φυσική εξέλιξη δημιουργεί εύλογα ερωτήματα εφόσον αυτή δεν έχει προδιαγεγραμμένο ιδεατό τέλος αλλά απολήγει στην ποικιλομορφία και συχνά στις εξαφανίσεις ειδών, ο κόσμος του 21ου αιώνα διακρίνεται από τη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, την οποία ο Φουκουγιάμα θεωρεί ως αναγκαία και ικανή συνθήκη εξάπλωσης της δημοκρατίας. Ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ, με τη σειρά του, υπογραμμίζει ότι παρά τη ρητή του επισήμανση πως «κανείς δεν τολμά να υπονοήσει ότι η Αμερική έχει ανάγκη κάπως λιγότερη συμμετοχικότητα και διαφάνεια», εν τούτοις η κατεύθυνση της σκέψης του μοιάζει ακριβώς να υπαινίσσεται μια τέτοια αμφιλεγόμενη διέξοδο. Ο Ιγκνάτιεφ διακρίνει μάλιστα εδώ (χωρίς να απορρίπτει) τις απαρχές μιας πρότασης για στιβαρότερη εκτελεστική εξουσία αντί των παντοειδών αρχών.
Προφανώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Φράνσις Φουκουγιάμα επικαλείται ονόματα ισχυρών προέδρων του παρελθόντος όπως αυτά των Τέοντορ Ρούσβελτ, Γούντροου Ουίλσον και Φράνκλιν Ρούσβελτ, προσωπικοτήτων που προχώρησαν σε ριζοσπαστικές νομοθετικές πρωτοβουλίες κατά περιχαρακωμένων συμφερόντων, για να στηρίξει τη θέση του ότι δεν διαπιστώνει «κρίση κυβερνησιμότητας» στις ΗΠΑ. Οπαδός υπό μία έννοια του δόγματος που πρεσβεύει ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, ο Φουκουγιάμα θεωρεί το πολίτευμα εγγενώς ικανό να αντιμετωπίζει τις ενδογενείς του κρίσεις –είτε διά των θεσμικών ασφαλιστικών δικλίδων είτε διά της ενός ανδρός αρχής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
