Στα τέσσερα αυτά χρόνια, αγαπητέ Φώτη, τουλάχιστον συμφιλιωθήκαμε με την κατάθλιψη. Εσύ, δαμάζοντας την Προεδρία. Εγώ, δαμάζοντας τα κύματα.
Εχει έναν αντισταθμιστικό χαρακτήρα η κατάθλιψη. Μας προστατεύει από τις εμμονές μας: για σένα, η κυβερνώσα Αριστερά. Για μένα, η απομόνωση, με το δικό μου Αξιον Εστί: την ποίηση.
Και παρότι χρειαζόμαστε το θαύμα, δεν μας βλέπω να σωζόμαστε ούτε ως άγκιστρα ούτε φυσικά ως δολώματα. «Ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες», όπως λέει ο Σεφέρης, «καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του». Τουλάχιστον να κελαηδούσαμε.
Σκέφτομαι, τώρα που δύει η διαφωτιστική μου σταδιοδρομία, εκείνο το αυτοσχέδιο παιδικό παιχνίδι που ανέλυσε ο Φρόιντ: μια κουβαρίστρα που την πετάει και ύστερα τη μαζεύει το εγγονάκι του. Οσο με αφορά στα παιχνίδια μου με τις λέξεις, έχω απαλλαγεί από τη «συμπαθητική ψευδαίσθηση» που συντηρούμε όλοι όσοι καταπιανόμαστε (αφιλοκερδώς) με τα δημόσια πράγματα. Ο Φρόιντ επ’ αυτού ειδοποιεί πως στον άνθρωπο υπάρχει μια ενόρμηση που τον έχει οδηγήσει στα ιστορικά ύψη της πνευματικής του απόδοσης και της ηθικής του μετουσίωσης από την οποία οφείλει να απαλλαγεί διότι «κανείς δεν μπορεί να περιμένει ότι η ενόρμηση αυτή θα φροντίσει να εξελίξει τον άνθρωπο σε υπεράνθρωπο».
Θέλω, δηλαδή, να πω, Φώτη, πως μας περιμένει μια μολυβένια, ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη δεκαετία ώσπου να μπορέσουμε να φτάσουμε στα επίπεδα σύγκλισης που πετύχαμε το 2009. Θα χρειαστεί προφανώς η οικονομία μας να αναπτύσσεται 3% περισσότερο από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Οπότε, το 2025, επί Προεδρίας σου, θα ξαναγίνουμε αυτό που ήμασταν. Αλλά γιατί το πρώτο πληθυντικό;
