Κριστόφ Γκρόσε Στέφεν: Αποπληρωμή του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης

Το μέλλον του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και η αναμενόμενη συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους απασχολούν ιδιαίτερα πολλά ευρωπαϊκά think tanks.

Κριστόφ Γκρόσε Στέφεν: Αποπληρωμή του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης
Το μέλλον του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και η αναμενόμενη συμφωνία για τη βιωσιμότητα του χρέους απασχολούν ιδιαίτερα πολλά ευρωπαϊκά think tanks. Τα δύο ζητήματα είναι άλλωστε αλληλένδετα και αναμφίβολα δύσκολα στον χειρισμό τους για αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στο τραπέζι πέφτουν διάφορες λύσεις. Μία εξ αυτών διατυπώθηκε πρόσφατα από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) που εδρεύει στο Βερολίνο. Σε μελέτη του με τίτλο «GDP-Linked Loans for Greece» («Δάνεια προς την Ελλάδα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ»), το DIW προτείνει την ανταλλαγή (swap) μέρους των σημερινών δανείων προς τη χώρα μας με νέα δάνεια που αυτή τη φορά θα λαμβάνουν υπόψη για την αποπληρωμή τους την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ.
Η πρόταση και τα πλεονεκτήματά της


«Η πρότασή μας ουσιαστικά περιλαμβάνει την εξής ιδέα: να αναθεωρηθούν, να γραφτούν πάλι αν προτιμάτε, οι όροι και οι προϋποθέσεις των δανείων ύψους 52,7 δισεκατομμυρίων ευρώ που δόθηκαν προς την Ελλάδα σε διμερή βάση, στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος, του Greek Loan Facility (GLF)» λέει στο «Βήμα» ο Κριστόφ Γκρόσε Στέφεν, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης. «Η ιδέα μας είναι να συνδεθούν τα επιτόκια των δανείων αυτών με τον ρυθμό του ελληνικού ΑΕΠ. Με τον τρόπο αυτόν, κατά τη διάρκεια περιόδων χαμηλής ανάπτυξης, η εξυπηρέτηση του χρέους θα μειώνεται. Σε περιόδους υψηλότερης ανάπτυξης», προσθέτει, «η εξυπηρέτηση του χρέους αυτομάτως θα αυξάνεται». Αναμφίβολα πάντως μια τέτοια λύση θα απαιτούσε την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων των κρατών-μελών.
Κατά τους συγγραφείς της μελέτης, η πρόταση αυτή θα προσέφερε τέσσερα πλεονεκτήματα. Κατ’ αρχήν, ο κίνδυνος πτώχευσης της Ελλάδας σε σχέση με τα δάνεια του GLF θα μειωνόταν, καθώς η εξυπηρέτηση του χρέους θα συνδεόταν με τις οικονομικές συνθήκες σε κάθε δεδομένη στιγμή. «Αυτό», μας εξηγεί ο κ. Στέφεν, «θα ήταν επωφελές για τους πιστωτές της Ελλάδος, καθώς και το κόστος χρηματοδότησης στις αγορές κεφαλαίου θα μειωνόταν. Από την άλλη πλευρά», υπογραμμίζει, «θα μπορούμε πλέον να μιλάμε για μια αλλαγή παραδείγματος στους όρους (conditionality). Ερχόμαστε πια στο δεύτερο πλεονέκτημα της πρότασής μας. Από τη στιγμή που η ελληνική πολιτική ηγεσία μπορεί να προβλέψει ότι η εξυπηρέτηση του χρέους θα χαλαρώνει σε περιόδους ασθενέστερης ανάπτυξης, π.χ. μετά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τότε τα εσωτερικά εμπόδια σε τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις θα πέφτουν».
Φυσικά, δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή αναδιάρθρωση χρέους με άμεσο κούρεμά του από τους ευρωπαίους πιστωτές της Ελλάδας. «Αναφερόμαστε ουσιαστικά σε μια περίοδο χάριτος στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και στην πληρωμή του υπό καλύτερες συνθήκες. Οι υπολογισμοί μας δείχνουν ότι πρόκειται για μια αμοιβαία επωφελή λύση, όπου και οι δύο πλευρές απολαμβάνουν κάποια πλεονεκτήματα» συμπληρώνει ο γερμανός αναλυτής.
Υπάρχουν επίσης άλλα δύο πλεονεκτήματα στην πρόταση του γερμανικού ινστιτούτου. «Η τιμαριθμική αναπροσαρμογή (indexation) της εξυπηρέτησης του χρέους» εξηγεί στο «Βήμα» ο κ. Στέφεν, «θα οδηγούσε σε λιγότερη προ-κυκλική δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα. Οπερ σημαίνει ότι η φορολογία θα μειωνόταν σε συνθήκες χαμηλής ανάπτυξης και οι δημόσιες δαπάνες θα περιορίζονταν όταν η ανάπτυξη είναι ισχυρή. Το γεγονός αυτό σταθεροποιεί το ΑΕΠ. Τέλος, η σταθεροποίηση του ποσοστού του ελληνικού χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 125% το 2020 θα ήταν πιο ρεαλιστικός στόχος υπό ένα απαισιόδοξο σενάριο με συνεχιζόμενη ασθενή ανάπτυξη».
Ρωτάμε τον κ. Στέφεν για τους λόγους που η πρόταση του DIW είναι καλύτερη από μια επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων του GLF ή της μείωσης των επιτοκίων τους. «Εκτιμώ ότι η σημερινή κατάσταση της συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης των όρων και προϋποθέσεων του τρέχοντος προγράμματος έχει πολιτικό και οικονομικό κόστος τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους ευρωπαίους εταίρους της» δηλώνει. Και προσθέτει: «Η αλλαγή των όρων με υπευθυνότητα και διαφάνεια θα βοηθούσε και τις δύο πλευρές. Επιπλέον, η σύνδεση των δανείων με την πορεία του ΑΕΠ θα λειτουργούσε συμπληρωματικά σε πιθανή επέκταση των ωριμάνσεων ή στη μείωση των επιτοκίων. Οι δύο αυτές επιλογές όμως θα υπονοούσαν άμεση μείωση του χρέους, κάτι που προσωπικά δεν θεωρώ απαραίτητο αυτή τη στιγμή».
Ισως απαιτηθεί νέα βοήθεια


Ο κ. Στέφεν αποφεύγει να τοποθετηθεί επί της πιθανής αποχώρησης της τρόικας από την Ελλάδα αλλά και του ενδεχομένου να αναλάβει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) τις υπόλοιπες δόσεις που πρέπει να χορηγήσει στην Ελλάδα το ΔΝΤ ως τις αρχές του 2016. Τονίζει όμως ότι «ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης ίσως να είναι απαραίτητο για την Ελλάδα ώστε να αναχρηματοδοτήσει μέρος του χρέους της τα επόμενα χρόνια. Αυτό εξαρτάται κυρίως από τους έλληνες πολιτικούς. Δεδομένου του σχετικά υψηλού κόστους δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές, πιστεύω ότι ίσως η Ελλάδα να έπρεπε να κινηθεί προς ένα τρίτο πρόγραμμα ώστε να διατηρήσει χαμηλά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους». Σε αυτή την περίπτωση, τα δάνεια ενός τρίτου πακέτου θα μπορούσαν να τύχουν ανάλογης μεταχείρισης, να συνδεθεί δηλαδή η αποπληρωμή τους με την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version