Τα δύο πρόσωπα του Γιάννη Κακλέα

Ο εμπορικός Πέρυσι το καλοκαίρι ο Γιάννης Κακλέας έμοιαζε να κάνει μια επιστροφή στον καλό, προκλητικό, εαυτό του. Μετά την εμπορική επιτυχία των εύπεπτων «Δαιμόνων» της Αννας Βίσση επανήλθε στο Φεστιβάλ Αθηνών με μια πειραματική 24ωρης διάρκειας παράσταση του έργου «Μερσιέ και Καμιέ» του Σάμιουελ Μπέκετ. Εφέτος, το αμάλγαμα των θεατρικών δραστηριοτήτων που παρουσίασε μεταξύ […]

Τα δύο πρόσωπα του Γιάννη Κακλέα
Ο εμπορικός
Πέρυσι το καλοκαίρι ο Γιάννης Κακλέας έμοιαζε να κάνει μια επιστροφή στον καλό, προκλητικό, εαυτό του. Μετά την εμπορική επιτυχία των εύπεπτων «Δαιμόνων» της Αννας Βίσση επανήλθε στο Φεστιβάλ Αθηνών με μια πειραματική 24ωρης διάρκειας παράσταση του έργου «Μερσιέ και Καμιέ» του Σάμιουελ Μπέκετ. Εφέτος, το αμάλγαμα των θεατρικών δραστηριοτήτων που παρουσίασε μεταξύ άλλων κινείται ανάμεσα στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» με τον Αρη Σερβετάλη και στον «Συρανό ντε Μπερζεράκ» με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο και τη Σμαράγδα Καρύδη. Αντιφατικός;

Σίγουρα ναι. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και οι επικριτές του παραδέχονται ότι, παρά το ιδιόμορφο πολιτιστικό μενού τού «λίγο απ’ όλα» στο οποίο εντρυφά, καταφέρνει ακόμη να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τη μετοχή του στο καλό θέατρο.

Ποιοτικός για τα 30 something αστικά ζευγαράκια, αλλά και για τις κυρίες που φορούν τα καλά τους για να πάνε θέατρο, ο Γιάννης Κακλέας αποτελεί μια σταθερή επιλογή χορταστικού θεάματος. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και ένας άλλος εαυτός. Αυτός του σκηνοθέτη της Ομάδας Θέαμα του Τεχνοχώρου, που επένδυσε στα δυνατά, σκληρά έργα. Ετσι, θυμόμαστε πολύ καλές παραστάσεις από εκείνη την εποχή, όπως για παράδειγμα το έργο «Ρομπέρτο Τσούκο», αλλά και το διαφορετικού ύφους «Ενα καπέλο από ψάθα Ιταλίας» του Λαμπίς. Σημειωτέον ότι ούτε εκείνη την εποχή είχε κανένα πρόβλημα να κάνει όλα αυτά και την ίδια στιγμή να σκηνοθετεί τη Μιμή Ντενίση στην αλησμόνητη «Θεοδώρα» εν έτει 1996.
Ηταν λογικό η αμφισβήτηση να τον κυνηγά από την εποχή του Τεχνοχώρου. Ηδη πριν από 14 χρόνια δήλωνε χαρακτηριστικά στο «Βήμα»: «Στα 20 χρόνια που δουλεύω ως σκηνοθέτης έχω κάνει συνολικά μόλις πέντε σκηνοθεσίες εκτός. Αυτές τις δουλειές τις χωρίζω σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν έργα με τα οποία το ρεπερτόριο στον Τεχνοχώρο δεν επέτρεπε να ασχοληθώ, ενώ οι σκηνοθεσίες της δεύτερης κατηγορίας είχαν να κάνουν τόσο με τις δικές μου περιέργειες γύρω από μια μεγάλη παραγωγή όσο και με λόγους επιβίωσης γιατί, κακά τα ψέματα, 20 χρόνια στον Τεχνοχώρο ο Kακλέας δεν αμείβεται. Απερίφραστα δηλώνω ότι οι σκηνοθεσίες της δεύτερης κατηγορίας, αυτές που έγιναν για λόγους περιέργειας, τελείωσαν για εμένα. Δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλα ανάλογα θεάματα με την υπογραφή του Γιάννη Κακλέα». Μάλλον κάποιος δεν τήρησε την υπόσχεσή του, διατείνονται οι κακεντρεχείς…

Των ποιοτικών

Η εφετινή χρονιά για τον «δόκτορα Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ» του ελληνικού θεάτρου ήταν απίστευτα δυναμική και γεμάτη. Επανάληψη των «Δαιμόνων», πρεμιέρα για το μάλλον αδιάφορο «Ψύλλοι στ’ αφτιά» του Ζορζ Φεϊντό με τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και τη Βίκυ Σταυροπούλου, συνέχεια με το ενδιαφέρον «Κουρδιστό πορτοκάλι» και μία από τα ίδια με τον «Συρανό ντε Μπερζεράκ» με τους Χαραλαμπόπουλο και Καρύδη. Στο ενδιάμεσο «Ενα ή κανένα» με την Αννα Βίσση και τον Αντώνη Ρέμο. Το πολιτιστικό μίξερ του κυρίου Κακλέα φαίνεται να αλέθει τα πάντα.

«Δεν διαχωρίζω το θέατρο σε μεγάλο και μικρό, εμπορικό και ποιοτικό, σοβαρό και ελαφρύ. Αν αυτό που κάνω με ευτελίζει, θα το πληρώσω από την εκτίμηση του κόσμου» επιμένει ο ίδιος δηλώνοντας παράλληλα ότι «δεν είναι κουλτουριάρης». «Αραγε, θα ήταν κακό να ήταν και λίγο;» αναρωτιούνται οι άσπονδοι φίλοι του. «Τουλάχιστον, ίσως να γλιτώναμε τον Αντωνάκη τον Ρέμο» λένε.

Ο καθένας έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο επιθυμεί το ταλέντο του, σε μια εποχή μάλιστα που τα οικονομικά είναι δύσκολα για όλους. Δεν μπορούμε, όμως, να παραλείψουμε από την άλλη ότι στην τέχνη υπάρχουν όχθες και σύνορα, σαφώς οριοθετημένα.

Ετσι και αλλιώς, σύμφωνα πάντα με τους επικριτές του, ενώ φαινομενικά υπερασπίζεται όλες τις δουλειές του, στο βάθος των συνεντεύξεων διαφαίνονται ενοχές, όταν επιμένει να αυτοκαθορίζεται λέγοντας πως «είναι φανερό ότι ανήκω στο εναλλακτικό θέατρο» ή όταν σπεύδει να διευκρινίσει ότι μέσα από την παράσταση των Βίσση – Ρέμου «γεύομαι μια διαφορετική επικοινωνία μέσα από τραγούδια που δεν ακούω καν». Οταν κάτι δεν το ακούς, πώς το σκηνοθετείς; Αν μη τι άλλο, το άλλοθι του «πολιτιστικού πραξικοπήματος», όπως έχει πει για το συγκεκριμένο εγχείρημα, ακούγεται επιεικώς αστείο…

Ας είμαστε, όμως, καλόπιστοι. Σε κάποιον βαθμό είναι καλό ένας καλλιτέχνης να βαριέται και να δοκιμάζει διαφορετικά πράγματα. Για τους περισσότερους, δυστυχώς τα αλληθωρίσματα του Κακλέα στον βατό δρόμο της ασφάλειας που παρέχει το εμπορικό σουπερμάρκετ μάλλον του έχουν στερήσει την παρεμβατικότητά του. Κάτι που έγινε φανερό ίσως στο ανέβασμα των έργων του Αριστοφάνη που πραγματοποίησε τα τελευταία χρόνια.

Το καλοκαίρι δεν θα ξεκουραστεί. Επανέρχεται με το Εθνικό και τους «Βατράχους» στην Επίδαυρο. Οι κακές γλώσσες λένε ότι θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να εντάξει και την Αννα Βίσση στη διανομή για να μην την αποχωριστεί. Γιατί όχι; Αλλωστε η «άλωση» του Αρχαίου Θεάτρου από τις δυνάμεις της ποπ έχει ήδη επιτευχθεί από τον ομότεχνό της, Σάκη Ρουβά.

Αδέκαστη

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version