Οι διανοούμενοι και εμείς

Kατά καιρούς, αλλά με αξιοσημείωτη κανονικότητα, διακινείται η απορία: «Πού είναι και γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;».

ΤΟ ΒΗΜΑ
Kατά καιρούς, αλλά με αξιοσημείωτη κανονικότητα, διακινείται η απορία: «Πού είναι και γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;». Παρ’ όλο που περιστασιακά απασχολεί και τας καλυτέρας των ευρωπαϊκών και αμερικανικών οικογενειών, στα καθ’ ημάς το ερώτημα ακούγεται περίπου στην ίδια συχνότητα με το παντός καιρού: «Πού είναι και τι κάνει το κράτος;» –δηλαδή σαν αοριστολογικό και έμμεσο «μπινελίκι». Αλλά έστω και έτσι, προϋποθέτει τη βεβαιότητα ότι ο δημόσιος λόγος των διανοουμένων αποτελεί κατά κάποιον τρόπο αγαθό που δεν θα έπρεπε να στερηθούμε, κυρίως εν καιρώ κρίσης. Δεν είμαι βέβαιος ότι πρόκειται για βεβαιότητα που τη συμμερίζονται όλοι.
Στο «σταρ σύστεμ» της δημοσιολογούσας διανόησης λίγοι έλαμψαν σαν τον Ζαν Πολ Σαρτρ, ο οποίος ήθελε τον διανοούμενο «ηθική συνείδηση» της εποχής του· και λίγοι κατάφεραν να υπομνηματίσουν με τόσο ζήλο το οικουμενικό γίγνεσθαι όσο ο σύγχρονός μας Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος κινείται με διαφωτιστική άνεση από τις εργασιακές συνθήκες στα ορυχεία της Βολιβίας στις λαθροχειρίες της αμερικανικής υπερδύναμης και από εκεί στους αστερίσκους του οικονομικού προγράμματος του Αλέξη Τσίπρα. Είναι προφανές ότι ένας έλληνας Τσόμσκι, αν υπήρχε, θα έκανε περιττή την ερώτηση από την οποία αφορμάται αυτό το κείμενο.
Αλλά ο Τσόμσκι δεν είναι προφήτης στον τόπο του (κάθε άλλο), και διαθέτει εμπορικότητα έξω από αυτόν μάλλον επειδή ανήκει στη σπάνια πανίδα της αμερικανικής Αριστεράς. Και η μεγάλη πλειονότητα των διανοουμένων εκφέρει δημόσιο λόγο ο οποίος, ακόμη και αν δεν κατάγεται «τεχνικά» από την αριστερή ιδεολογία, κατά κανόνα πιστώνεται ή, αναλόγως, χρεώνεται σ’ αυτήν. Γιατί; Η μεταφυσική εξήγηση είναι ότι το αυθεντικό διανοείσθαι εδρεύει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο αριστερό «ημισφαίριο». Μπορεί, αλλά προσωπικά αποφεύγω τις μεταφυσικές ερμηνείες, και κλίνω προς τις πιο εμπειρικές, όπως, για παράδειγμα, αυτή του βρετανού ιστορικού και δημοσιογράφου Πολ Τζόνσον, σύμφωνα με την οποία: ο καπιταλισμός συμβαίνει από μόνος του, αν δεν τον εμποδίσεις· ο σοσιαλισμός, αντίθετα, πρέπει να σχεδιαστεί, και ως «πρότζεκτ» που χρειάζεται θεωρητική και ιδεολογική πλαισίωση γοήτευε ανέκαθεν τους στοχαστές.
Ορισμένοι φρονούν ότι στον δημόσιο λόγο τους οι διανοούμενοι διαπράττουν λογικές ασυνταξίες που δεν θα αποτολμούσαν ποτέ ως υπεύθυνοι τρόφιμοι των ακαδημαϊκών τους ινστιτούτων. Αλλοι τούς εγκαλούν για ουτοπικές ονειροδρομίες και θεωρούν ότι οι δημοσιογράφοι είναι συνήθως καλύτερα γειωμένοι στην πραγματικότητα, ενώ οι ευλαβείς του μαρξισμού τούς καταμαρτυρούν ότι συχνά εμπορευματοποιούν τις θεωρίες τους. Τίποτε το αξιοπερίεργο, αλλά η μακαρίτισσα η Θάτσερ θεωρούσε τους διανοούμενους τόσο αποκλειστικά γαλλικό προϊόν όσο και τα μεγάλα κρασιά, και τη Γαλλική Επανάσταση ατυχή έμπνευση ματαιόδοξων διανοουμένων με εξαιρετικά αφηρημένες ιδέες. Η Θάτσερ ήταν Θάτσερ, αλλά για τους καλά πληροφορημένους εδώ παίζεται και ένα άλλο σημαντικό ματς: γαλατικός «ιντελεκτουαλισμός» εναντίον αγγλοσαξονικού εμπειρισμού –και για τον τελευταίο, αφαιρετικές και φυγόκεντρες συλλήψεις όπως, ακριβώς, ο «διανοούμενος» ήταν ανέκαθεν δύσπεπτες.
Αλλά να επιστρέψουμε στα δικά μας και να ρωτήσουμε: Για ποιον λόγο ζητούν, όσοι ζητούν, να ακούσουν σήμερα τη δημόσια φωνή των διανοουμένων; Σύμφωνα με όσα είπαμε, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα καθαρά αριστερό desideratum, αλλά μεσούσης της κρίσεως κανείς έχει το δικαίωμα να υποψιάζεται ότι πρόκειται απλώς για άλλη μία χειρονομία απορίας και απόγνωσης από τους πολίτες που αναζητούν τον μίτο της απόδρασης από τον λαβύρινθο της κρίσης. Και μια άλλη εύλογη υποψία θα μπορούσε να είναι ότι σήμερα ο κόσμος προσλαμβάνει την έννοια του διανοουμένου με τους όρους των ΜΜΕ (που έχουν, βέβαια, το δικό τους «καστ» δημόσιας διανόησης)· και αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να σημαίνει ότι, νοσταλγώντας τη φωνή της διανόησης, πολλοί δεν εκφράζουν παρά μια στερεοτυπική προσδοκία για το απλουστευμένο, το μεγαλόφωνο και το θεαματοποιημένο.
Κακά τα ψέματα, η κοινωνία μας διαβάζει και στοχάζεται λίγο, συζητάει (με την πραγματική έννοια της συζήτησης) ελάχιστα, ξεχωρίζει δύσκολα αποχρώσεις, έχει τραφεί για πολύν καιρό με συνθηματολογικά «λιπαρά» και γι’ αυτό εμφανίζει χαμηλές τιμές πραγματισμού και «κοινού νου». Τι ακριβώς θέλει από τους διανοούμενους, όπως και αν τους ορίζει; Περισσότερες καταγγελτικές διαπιστώσεις, υπογραφές κάτω από μελλοντολογικές μακέτες, σωτηριολογική ρητορική, θεωρητικολογικά παυσίλυπα, τηλεοπτικά επεισόδια; Να το πούμε ωμά, πρακτικά και, ίσως, παρεξηγήσιμα: είναι ώρες που τα παραδοσιακά σχήματα με τους «πνευματικούς ταγούς και τους ηγέτες» δεν βγάζουν το νόημα που θα θέλαμε να βγάζουν· και είναι ώρες που, αντί να ζητάμε από πάσης φύσεως ιερατεία να μιλήσουν για λογαριασμό μας, είναι πολύ πιο επείγον όλοι ως ισότιμοι, ενεργοί πολίτες να πράξουμε, αρχίζοντας από τα φανερά, ταπεινά και πρακτικά προβλήματα που έχουν συμβάλει τα μέγιστα στις συλλογικές μας δυσλειτουργίες –τα οποία είναι πολλαπλώς διαγνωσμένα και δεν χρειάζονται ερμηνεία από κανέναν διανοούμενο. Προτού οι μισοί Ελληνες φύγουν, αν το μπορέσουν, σύμφωνα με το πρωτοσέλιδο του «Βήματος» τις προάλλες.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version