Ήταν από εκείνα τα ηλιόλουστα χειμωνιάτικα απογεύματα που σε μπερδεύουν και σε ξελογιάζουν.
Ο Διαμαντής μόλις είχε φύγει από το γήπεδο καταϊδρωμένος, κατακόκκινος από το παιγνίδι, πήγαινε για το σπίτι. Παίζαν ασταμάτητα τότε, δεν είχαν και τίποτε άλλο να κάνουν.
Καθώς κατέβαινε στο δρόμο, εκεί που σταματούσαν τα λεωφορεία, πήγε να βγάλει τη μακρυμάνικη μπλούζα, αλλά κοντοστάθηκε νιώθοντας το βλέμμα ενός ηλικιωμένου ξένου να τον παρακολουθεί.
Φορούσε μαύρο παλτό, το είχε κουμπωμένο, από μέσα φαινόταν μια αυστηρή καλοδεμένη στ’ άσπρο πουκάμισο σκούρα γραβάτα, έφερε ρεπούμπλικα στην κεφαλή, μυωπικά γυαλιά στα μάτια και στο χέρι μια μεσαίου μεγέθους καφέ βαλίτσα, από εκείνες τις παλιές, τις σκληρές που φάνταζαν ασήκωτες.
Του έκανε νεύμα σαν να ήθελε κάτι να τον ρωτήσει. Πλησίασε διστακτικά όλο απορία ο Διαμαντής. «Τι ψάχνετε κύριε;» ρώτησε. «Το σπίτι του Βασιλείου ξέρεις που είναι παιδί μου;» αποκρίθηκε εκείνος με φωνή σπασμένη. «Ποιος είστε;» αντερώτησε ο μικρός, «εγώ είμαι γιος του». «Είσαι γιος της Δήμητρας;» είπε ο ξένος και τα μάτια του έλαμψαν. «Εγώ παιδί μου είμαι ο Στέφος, ο αδερφός του παππού σου,του Αργύρη».
Σάστισε ο Διαμαντής. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του άκουγε ιστορίες από τη μάνα του για τη ζωή στο χωριό, για τον πατέρα της και τα αδέρφια του, τον Στέφο και τον Αντρέα, για το ποτάμι, τους μπαξέδες, τα δάση με τις λεπτοκαρυές, για την αρκούδα που τους έτρωγε τα καλαμπόκια και έπρεπε να τα φιλάνε τις καλοκαιρινές νύχτες με τα ξαδέρφια της.
Για τον Στέφο δεν ήξερε πολλά, είχε δει μια προπολεμική φωτογραφία τα τρία αδέρφια καβάλα στ’ άλογα, νόμιζε πως ήταν χαμένος, μάλλον ζωντανός, πιθανόν φυλακισμένος, κάπου εκεί στο 1947 οι διηγήσεις σταματούσαν γι’ αυτόν, ήταν ανεξιχνίαστο μυστήριο για τον μικρό. Και τώρα τον έβλεπε μπροστά του ολοζώντανο.
Συνήλθε από το πρώτο ξάφνιασμα και του έδειξε με το χέρι «από δω είναι το σπίτι, λίγο πιο κάτω». Του χάιδεψε το κεφάλι εκείνος και άρχισαν να κατηφορίζουν. Δεν είπαν πολλά στη διαδρομή, τα τυπικά για το σχολείο και την πρόοδό του, άλλωστε λίγος ήταν ο δρόμος.
Άνοιξαν την εξώπορτα και άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια. Η Δήμητρα ζύμωνε εκείνη την ώρα. Βγήκε κατά σύμπτωση την ίδια στιγμή στην αυλή από την κουζίνα της με τη μαντίλα δεμένη στα μαλλιά, μέσ’ στ’ αλεύρι από την κορφή ως τα νύχια, με το κόσκινο στο χέρι.
Άκουσε το θόρυβο, σήκωσε τα μάτια της και έμεινε αποσβολωμένη. «Ο πατέρας» είπε. Μόνο που ο παππούς Αργύρης είχε πεθάνει από το 1965 και είχαμε 1972. Έμοιαζαν τόσο πολύ..
«Ο θείος ο Στεφος»’ διόρθωσε μόνη της. Κατέβηκε εκείνος τις σκάλες, αγκαλιαστήκανε, φιληθήκανε και σχεδόν ταυτόχρονα άρχισαν να κλαίνε γοερά. Ενα κλάμα διαρκείας χωρίς σταματημό.
«Που ήσουνα θείε τόσα χρόνια, ο πατέρας πέθανε, η Νίκη με τα παιδιά είναι στη Ρουμανία,η μάνα μου στην Πράγα με τη Βαγγελιώ, ο Γιώργος στην Τασκένδη», σκορπίσαμε θείε, χαθήκαμε…Τα λεγε κι έκλαιγε κι εκείνος δεν είχε λόγια, δεν βγαίνανε από τη συγκίνηση.
Είχαν να ιδωθούν από το 1947 και είχαν μεσολαβήσει τόσα και τόσα.. «Πάμε μέσα είπε» η Δήμητρα, «εδώ έξω θα παγώσεις..»
Άρχισαν να μιλάνε για τον ένα, για τον άλλον, να θυμούνται, να ξεμπλέκουν το κουβάρι της ζωής τους, τους πήρε νύχτα βαθιά, έφτασαν ξημερώματα, σταματημό δεν είχαν.
Το 1947,στις αρχές του εμφυλίου, έγινε φονικό στο χωριό, κοντά στο Νεστόριο ήταν, στις πηγές του Αλιάκμονα. Σκότωσαν κάποιοι τον πρόεδρο του χωριού, κατηγορήθηκαν τα αδέρφια-αδίκως έλεγαν εκείνοι, αλλά που δίκιο σε εκείνα τα χρόνια της φωτιάς – πλάκωσε η Αστυνομία από την Καστοριά και τους έστειλαν εξορία. Στη διάρκεια του εμφυλίου το χωριό κάηκε και τα γυναικόπαιδα πήραν τα βουνά.
Το 1949 με τη λήξη των επιχειρήσεων στο Γράμμο και το Βίτσι πέρασαν στην Αλβανία και αφού έβγαλαν τον χειμώνα στον κάμπο του Ελβασάν, το καλοκαίρι του 1950 έφυγαν με πλοία από το Δυρράχιο άλλοι για τη Βόρειο Θάλασσα με προορισμό το Γκντάνσκ της Πολωνίας και άλλοι για τα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου.
Σαν τέλειωσε ο πόλεμος, ο Αργύρης αφέθηκε ελεύθερος και γύρισε στον τόπο του. Δεν βρήκε κανέναν εκεί, παρά μόνο μια κόρη που είχε παντρευτεί πριν από τον εμφύλιο στο Λαχανόκηπο, λίγα χιλιόμετρα από το Αργος Ορεστικό.
Ο Στέφος αφού γύρισε όλο το Αιγαίο ξέμεινε για χρόνια στον Αη-Στράτη. Κάποια στιγμή το 1964, επί Κέντρου, έφυγε από το νησί, αλλά δεν του επετράπη να πάει στο Νεστόριο. Εκτοπίσθηκε στο Αίγιο. Ήταν καλός μάστορας, δούλευε την πέτρα, ήξερε από οικοδομές, έτυχαν τότε κάτι σεισμοί στον Κορινθιακό και είχε την ευκαιρία να φτιαχτεί. Δούλεψε σκληρά τρία χρόνια, έβγαλε παράδες, είχε τότε στην κατοχή του οικοδομική ξυλεία 300.000 δρχ. Αλλά πριν προλάβει να στεριώσει ήλθε τον Απρίλιο του 1967 το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Πιάστηκε από τους πρώτους και ξανά εξορία. Τα έχασε για δεύτερη φορά όλα. Πέντε χρόνια μετά εδέησε η χούντα να ελευθερώσει κάποιους κρατούμενους. Βγήκε μαζί και ο Στέφος, αλλά δεν είχε που να πάει. Η γυναίκα και τα τρία παιδιά του ήταν στη Ρουμανία, τα αδέρφια του είχαν πεθάνει. Του είχαν γράψει ότι η ανεψιά του η Δήμητρα ζούσε κάπου στην κεντρική Ελλάδα, έμαθε την ακριβή διεύθυνση και ταξίδεψε χριστουγεννιάτικα.
Είπαν εκείνο το βράδυ όσα δεν είχαν πει μια ζωή ολόκληρη.
Καρτερικός ο παππούς Στέφος, ήσυχος, χωρίς νεύρα,οι κινήσεις απλές και σίγουρες,παρ’ ότι πέρασε μια ζωή στερημένη από όλες τις απόψεις. Κοίταζε φορές πέρα μακριά αναπολούσε, τον έτρωγε η νοσταλγία για τον τόπο και τα παιδιά του,αλλά δεν κάκιζε κανένα.
Ο Διαμαντής δεν τον άκουσε ούτε στιγμή να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Τσακισμένος από της πολιτικής τα πάθη, δεν είχε πια κουράγιο για φωνές και καβγάδες.
Είχε τις απόψεις του και εκεί στα τελειώματα της ζωής του ήλπιζε τουλάχιστον να δει τα παιδιά του.
Έκτοτε κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα τα πέρναγε παρέα με την οικογένεια της Δήμητρας. Ο Διαμαντής πήρε από τα χέρια το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Λουντέμη και την «Αναφορά στον Γκρέκο» του Καζαντζάκη.
Μέχρι που ήρθε η μεταπολίτευση.Περίμενε όσο τίποτε άλλο την πτώση της Χούντας. Μόλις έπεσε κατάφερε με χίλιους κόπους να βγάλει διαβατήριο και το 1975 ταξίδεψε στο Βουκουρέστι, να δει τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Δυστυχώς δεν βρήκε αυτό που μια ζωή προσδοκούσε. Δεν έτυχε της καλύτερης υποδοχής. Ξένος ανάμεσα σε ξένους. Δεν το άντεξε. Χάθηκε λίγα χρόνια μετά στην άλλη μεγάλη εξορία της απόρριψης.
Μέχρι να πεθάνει έγραφε πότε – πότε στον Διαμαντή, τον συμβούλευε να μετράει τα πράγματα δυο και τρεις φορές και του ευχόταν βίο ειρηνικό, χωρίς εξουθενωτικές εντάσεις και διαλυτικές συγκρούσεις, σαν αυτές που ονειρεύονται ακόμη κάμποσοι ανιστόρητοι..
