Τιμές ευκαιρίας και μεγάλα ρίσκα στην κτηματαγορά

Παρά την πτώση κατά σχεδόν 40% των τιμών κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, το τοπίο στην κτηματαγορά παραμένει και για το 2014 ομιχλώδες,

Τιμές ευκαιρίας και μεγάλα ρίσκα στην κτηματαγορά
Παρά την πτώση κατά σχεδόν 40% των τιμών κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, το τοπίο στην κτηματαγορά παραμένει και για το 2014 ομιχλώδες, καθώς από τη μία πλευρά η επιβολή του φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις αλλά και συνολικά οι φορολογικές επιβαρύνσεις προκαλούν «πονοκέφαλο» στους πωλητές και καθιστούν πιο περίπλοκες τις αγοραπωλησίες, ενώ από την άλλη, με την οικονομία να μη δείχνει σαφή σημάδια βελτίωσης δημιουργώντας τις προϋποθέσεις εξόδου από τη στενωπό, οι υποψήφιοι επενδυτές παραμένουν στη μεγάλη τους πλειονότητα στο περιθώριο. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι τιμές για όσους διαθέτουν μετρητά είναι χαμηλότερες από το κόστος κατασκευής, τα δεδομένα δείχνουν ότι η εν λόγω αγορά δύσκολα μπορεί να πάρει την ανιούσα προτού η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει πραγματικά. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν στελέχη της κτηματαγοράς, καθώς ολοκληρώνεται ο εξαετής κύκλος της ύφεσης, μια σπίθα αισιοδοξίας εμφανίζεται στον ορίζοντα.
Η αγορά γης παραμένει ασφαλής επένδυση ακόμη και σε περίοδο κρίσης, αναφέρουν, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν ότι οι επενδυτικές ευκαιρίες έχουν αυξηθεί σημαντικά, κυρίως στις παραθεριστικές κατοικίες, αλλά και γενικότερα στα τουριστικά ακίνητα. Για τους Ελληνες, πάντως, οι αγορές ακινήτων αποτελούσαν παραδοσιακά την πλέον διαδεδομένη επένδυση στην οποία τοποθετούσαν τις αποταμιεύσεις τους.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μάλιστα οι επενδύσεις σε οικόπεδα και σπίτια βρέθηκαν στην καρδιά της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, με την ιδιοκατοίκηση να ξεπερνά συνολικά το 80% και στις αγροτικές περιοχές να φθάνει το 97%. Τα προηγούμενα χρόνια μάλιστα οι αποδόσεις των ακινήτων ήταν πολύ υψηλότερες από αυτές των καταθέσεων ή του Χρηματιστηρίου.
Ιδιοκατοίκηση


Μια επένδυση, π.χ., 100 ευρώ σε ακίνητα στο τέλος του 1995 μετατρέπεται, βάσει των στοιχείων της Εurobank, σε 304,8 ευρώ στο τέλος του 2008 έναντι 241,3 ευρώ των καταθέσεων και 209,7 ευρώ των μετοχών. Με τη χώρα μας όμως για έκτη συνεχή χρονιά σε ύφεση, η κατρακύλα των τιμών εύλογα οδήγησε στην κατάρρευση της κτηματαγοράς.
Σωρευτικά από την αρχή της κρίσης η πτώση στον οικιστικό τομέα πλησιάζει το 40% και στα επαγγελματικά ακίνητα κινείται μεταξύ 45% και 55%. Η πτώση στα γραφεία εκτιμάται στο 44%, στα καταστήματα στο 46% και στα βιομηχανικά κτίρια στο 45%.
Οι συναλλαγές


Ραγδαία υποχώρηση έχουν σημειώσει οι συναλλαγές κάθε είδους στην κτηματαγορά καθώς κινείται στο 10%-20% των συναλλαγών που γίνονταν προ κρίσης. Από 215.000 συναλλαγές που είχαν καταγραφεί το 2005 εκτιμάται ότι το 2013 δεν θα γίνουν πάνω από 30.000 συναλλαγές. Οι ιδιοκτήτες και κατασκευαστές δεν μπορούν να πουλήσουν τα ακίνητά τους. Σύμφωνα με κτηματομεσίτες, ο χρόνος αναμονής πώλησης έχει φτάσει τους 15 μήνες, ενώ γίνονται εκπτώσεις σχεδόν 25% σε σύγκριση με την αρχικώς ζητούμενη τιμή.
Την ίδια περίοδο από τον κατασκευαστικό κλάδο έχουν χαθεί μέσα στην κρίση 230.000 θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η πτώση των τιμών από την έναρξη της κρίσης προσεγγίζει το 38% σε πραγματικούς όρους. Η συνολική υποχώρηση των τιμών των διαμερισμάτων έχει φθάσει στο 32% (ή 37,6% σε πραγματικούς όρους), ενώ τα στοιχεία από τα κτηματομεσιτικά γραφεία δείχνουν ακόμη μεγαλύτερη μείωση.
Η υποχώρηση των τιμών κατοικιών ήταν εντονότερη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα -32,7% και Θεσσαλονίκη -38%), καθώς και για τα μεγαλύτερου εμβαδού ακίνητα στις σχετικά ακριβότερες περιοχές της χώρας. Το μέγεθος της κρίσης αποτυπώνεται επίσης στο γεγονός ότι η μέση περίοδος αναμονής, σύμφωνα πάντα με στοιχεία της ΤτΕ, για τη διάθεση των προσφερόμενων προς πώληση ακινήτων κινείται στο ένα έτος έναντι πέντε μηνών στις αρχές του 2009, ενώ η έκπτωση επί της αρχικής τιμής που ζητούσαν οι πωλητές έφθασε τελικά κατά µέσον όρο στο 21,5% (έναντι 12,6% στις αρχές του 2009).
Με δανεισμό


Την ίδια ώρα μόλις το 16% των συναλλαγών πραγματοποιήθηκε τους τελευταίους μήνες µε τη βοήθεια τραπεζικού δανεισμού (έναντι 82,1% στις αρχές του 2009), µε το μέσο ποσοστό δανειοδότησης να ανέρχεται σε περίπου 28% επί της συνολικής αξίας του ακινήτου. Σύμφωνα με σχετική έρευνα οι τιμές επηρεάζονται ως εξής: για κάθε 1 τ.μ. επιπλέον επιφάνειας η αξία της κατοικίας ενισχύεται κατά 1,6%, ενώ, αντιθέτως, κάθε χρόνος που περνά μειώνει την αξία του ακινήτου κατά 1,6%.
Η μεζονέτα αυξάνει την υπεραξία του ακινήτου κατά 4,5%, ενώ ανεβαίνοντας όροφο η αξία αυξάνεται κατά 3,5% ανά «πάτωμα». Η ποιότητα είναι ικανή να αυξήσει την αξία του ακινήτου ως και 10,4%. Η περιοχή παίζει πάντα τον ρόλο της και οι υποβαθμισμένες γειτονιές ρίχνουν την αξία κατά 13,6%. Η ύπαρξη αεροδρομίου, νοσοκομείου ή πανεπιστημίου ενισχύει την αξία του ακινήτου μόλις κατά 0,2%.

Ο φόρος υπεραξίας
  • Η αγορά ακινήτων εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα προσφορά και σημαντική υποχώρηση της ζήτησης, η οποία μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη δραματική αύξηση της ανεργίας και στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, στην αύξηση της φορολογίας των ακινήτων και στην αστάθεια του φορολογικού πλαισίου, καθώς και στην έλλειψη ρευστότητας, µε δεδομένους τους αυστηρότερους όρους τραπεζικής χρηματοδότησης. Επίσης, ο φόρος υπεραξίας στη σημερινή συγκυρία δραστικής μείωσης των τιμών των ακινήτων δρα ανασταλτικά στη ζήτηση ακινήτων για επένδυση. Το κράτος καιροφυλακτεί όχι μόνο για να φορολογήσει με δημευτικό τρόπο την κατοχή, αλλά και για να «απαλλοτριώσει» μέρος της προσδοκώμενης υπεραξίας τα επόμενα χρόνια, στην ουσία υπονομεύοντας την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων. Η επιβολή αυτών των φόρων επιβαρύνει κυρίως τους εγχώριους επενδυτές και ιδιαίτερα εκείνους που τα προηγούμενα έτη εξήγαγαν τις αποταμιεύσεις τους στις κεφαλαιαγορές του εξωτερικού και μπορεί τώρα να εξέταζαν τη δυνατότητα επανεισροής αυτών των κεφαλαίων για τοποθέτησή τους στην αγορά ακινήτων, ανέφερε σχετικά η Alpha Βank.
Αχτίδα αισιοδοξίας για την αγορά γης μετά την εξαετή ύφεση
Η παραθεριστική κατοικία και τα τουριστικά ακίνητα θα αποτελέσουν το εφαλτήριο της ανάκαμψης
Ο Βασίλης Πυροβέτσης, επικεφαλής του Τομέα Εκτιμήσεων του ομίλου Δανός / An Alliance Member of BNP Paribas Real Estate, εκτιμά ότι η αγορά γης παραμένει ασφαλής επένδυση ακόμη και σε περίοδο κρίσης. Παράλληλα υποστηρίζει ότι υπάρχουν ευκαιρίες για τους αγοραστές, κυρίως στις παραθεριστικές κατοικίες, αλλά και γενικότερα στα τουριστικά ακίνητα, ενώ αρχίζει να διαφαίνεται έστω και περιορισμένο ακόμη ενδιαφέρον από τους ξένους επενδυτές. Η χορήγηση άδειας παραμονής (για πέντε χρόνια) για επενδυτές εκτός Ευρώπης που επιθυμούν να επενδύσουν περισσότερα από 250.000 ευρώ προκάλεσε, όπως αναφέρει. το ενδιαφέρον κυρίως Κινέζων και Ρώσων, αλλά και άλλων διεθνών επενδυτών.
Ο ίδιος αναφέρει ότι καθώς ολοκληρώνεται ο εξαετής κύκλος της ύφεσης μια σπίθα αισιοδοξίας εμφανίζεται στις αγορές ακινήτων που προορίζονται καθαρά για επενδυτικούς σκοπούς, ενώ η κτηματαγορά εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης.
Στην Ελλάδα εκτιμά ότι θα υπάρξει ταχύτερη ανάκαμψη, καθώς φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος της ύφεσης και πλέον έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την υλοποίηση των τάσεων ανόδου του κλάδου λόγω και των σημαντικών ευκαιριών και προκλήσεων που παρουσιάζονται. Αισιόδοξη φαίνεται να είναι και η εικόνα στα επίπεδα των μισθωμάτων και των αποδόσεων αντίστοιχα.
Σε γενικότερο πλαίσιο εκτιμάται ότι μακροπρόθεσμα η αγορά γραφείων θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των εγχώριων χρηστών και επενδυτών, ενώ θα ακολουθήσουν και οι διεθνείς εταιρείες με την προϋπόθεση της συνεχιζόμενης βελτίωσης της οικονομίας και της παροχής ακόμη περισσότερων κινήτρων για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Οσον αφορά τις κατοικίες, παρουσιάζονται σημαντικές ευκαιρίες, όπως και στα εμπορικά καταστήματα. Οι έλληνες ιδιοκτήτες πλέον φαίνεται να έχουν προσαρμοστεί στη νέα τάξη πραγμάτων και να δέχονται συνεπώς μικρότερα τιμήματα. Η στάση αυτή αρχίζει να βοηθά την αγορά ακινήτων και λαμβάνουν χώρα ολοένα και περισσότερες πράξεις, οι οποίες ωστόσο παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οι αγοραστές πλέον ερευνούν για την κατάλληλη ευκαιρία και διαπραγματεύονται μέσω συμβούλων το τίμημα.
Λόγω της μεγάλης πτώσης των μισθωτικών αξιών των καταστημάτων και της σταδιακής σταθεροποίησης αυτών, πολλοί υφιστάμενοι μισθωτές σε δευτερεύουσες οδούς προχωρούν σε επέκταση και αναζήτηση επιλογών σε κύριους οδικούς άξονες, με αποτέλεσμα να παρατηρείται έντονη κινητικότητα σε κεντρικές οδικές αρτηρίες, με αντίστοιχη μείωση των κενών χώρων.
Μία από τις κατηγορίες που είχε επηρεαστεί περισσότερο, αυτή των επενδυτικών ακινήτων, σταθεροποιείται σε πιο αυξημένα επίπεδα αποδόσεων (λόγω επιτοκίων και πολλών άλλων παραγόντων) από παλαιότερα, ενώ συγχρόνως έχουν μειωθεί τα ενοίκια αυτών (έσοδα επένδυσης). Ωστόσο στα σημερινά υψηλά επίπεδα φαίνεται να υπάρχει μια δυναμική τόσο από την εσωτερική αγορά όσο και, δειλά-δειλά, από ξένους επενδυτές.
Η παραθεριστική κατοικία και τα τουριστικά ακίνητα αποτελούν έναν ιδιαίτερο χώρο του real estate και ήδη φαίνεται πως θα αποτελέσουν το εφαλτήριο της ανάκαμψης μετά και τις σημαντικές συμφωνίες σε παραθαλάσσια ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ, τα οποία δημοπρατήθηκαν εντός του 2013.
Η αγορά της γης αποτελεί πάντοτε ασφαλή επένδυση, δεδομένου του σχετικά μικρού οικονομικού κύκλου που τη διέπει, γεγονός που υποστηρίζεται από το πόσο δύσκολα ρευστοποιήσιμη είναι. Ωστόσο ο αγοραστής ακινήτων θα πρέπει να είναι ενημερωμένος και να τελεί υπό την υποστήριξη συμβούλων.
Οι αποκρατικοποιήσεις, όπως και η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, συμβάλλουν επίσης στην ταχύτερη ανάκαμψη του τομέα των ακινήτων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δόθηκε το πράσινο φως για την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του Αστέρα Βουλιαγμένης σε άραβες επενδυτές, ενώ το Δημόσιο θέλει να αξιοποιήσει την ακίνητη περιουσία και με τη μέθοδο του sale and lease back (πώληση σε ιδιώτες, από τους οποίους θα τα επαναμισθώσει). Παράλληλα αμερικανός επενδυτής φέρεται να σχεδιάζει τη δημιουργία θερέτρων και καζίνων σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, μεταξύ των οποίων συμπεριέλαβε την ελληνική πρωτεύουσα, τη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη, τη Ρώμη, το Μιλάνο και το Παρίσι.
Εν κατακλείδι, υποστηρίζει, η σημαντική πτώση στις τιμές των ακινήτων τα τελευταία έξι χρόνια, σε συνδυασμό με τη σταθερότητα που χαρακτηρίζει τη χώρα την τελευταία διετία, έχει μετατρέψει την Ελλάδα σε ελκυστικό προορισμό για τους επενδυτές ακίνητης περιουσίας, αν και η χώρα θα πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειές και τις μεταρρυθμίσεις για τη διατήρηση ενός σταθερού και βιώσιμου δημοσιονομικού περιβάλλοντος.
Στον «πάγο» η αγορά για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια
Πότε οι τιμές των ακινήτων θα «ξύσουν πάτο»

Οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα θα «ξύσουν πάτο» το 2014, εκτιμούσαν αναλυτές της Fitch παρατηρώντας ότι η πτώση δεν είναι ακόλουθη των αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης (80%), του υψηλού κατασκευαστικού κόστους και του μεγάλου αριθμού μικρών – οικογενειακών κατασκευαστικών εταιρειών που δεν εξαρτώνται από τον τραπεζικό δανεισμό.
Ερευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου εκτιμούσε πάντως ότι η αγορά ακινήτων θα βρίσκεται στον «πάγο» για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, ενώ ορισμένες ξένες τράπεζες προέβλεπαν πως ο κύκλος καθόδου των τιμών θα συνεχιστεί, λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης των εισοδημάτων, των 200.000 και πλέον απούλητων κατοικιών σε όλη τη χώρα, της τεράστιας ανεργίας, των αρνητικών δημογραφικών στοιχείων, αλλά και της αυστηριοποίησης των κριτηρίων δανεισμού. Τραπεζίτες εκτιμούν ότι τα «κόκκινα» δάνεια θα κορυφωθούν το 2014, ενώ οι τράπεζες θα χρειαστούν μια περίοδο τουλάχιστον 5-10 ετών για να καθαρίσουν πλήρως τους ισολογισμούς τους. Σήμερα, λένε οι κτηματομεσίτες, το επενδυτικό ενδιαφέρον που κατευθύνεται μόνο σε ακίνητα καλής ποιότητας παραμένει περιορισμένο και όσοι σχεδιάζουν την υλοποίηση επενδύσεων αναζητούν, κατά βάση, υψηλές αποδόσεις.
Νέος κύκλος

Αγοραπωλησίες πραγματοποιούνται για ακίνητα που είναι μισθωμένα σε φερέγγυους ενοικιαστές. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, η περαιτέρω απομείωση των μισθωτικών αξιών τροφοδοτεί νέο κύκλο επαναδιαπραγματεύσεων, γεγονός που προκαλεί αστάθεια στην αγορά. Παράλληλα δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για την αγορά, καθώς οι τιμές που ακούγονται στηρίζονται σε πράξεις μίσθωσης ή αγοραπωλησίας, οι οποίες ενδεχομένως να μην είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικές, αν ληφθεί υπόψη ότι εκφράζουν μάλλον περισσότερο την ανάγκη του ιδιοκτήτη να πραγματοποιήσει μια συναλλαγή.
Σύμφωνα με μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank, το μέγεθος της ύφεσης και η συνεπακόλουθη πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα υποσκέλισαν τους παράγοντες εκείνους που βοηθούσαν στη συγκράτηση των τιμών. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, τον μεγάλο αριθμό μικρών, οικογενειακών κυρίως, επιχειρήσεων κατασκευής κατοικιών με χαμηλούς δείκτες πιστωτικής μόχλευσης και υψηλή κερδοφορία πριν από την κρίση, και κυρίως το γεγονός ότι τα ελληνικά νοικοκυριά ιστορικά θεωρούσαν την επένδυση στα ακίνητα ασφαλή (προστασία κυρίως από τον πληθωρισμό) και ήταν μακροχρόνιοι επενδυτές, καθώς δεν σκόπευαν να προχωρήσουν σε μεταπώληση ακόμη και αν οι τιμές ανέβαιναν και άλλο, αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες.
Αβεβαιότητα

Η ύφεση είναι ο κυριότερος παράγοντας που έπληξε την κτηματαγορά, ωστόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε και η αυξημένη αβεβαιότητα για κρίσιμα θέματα, όπως η φορολογική μεταχείριση τόσο της κατοχής ακίνητης περιουσίας όσο και των συναλλαγών, το καθεστώς των πλειστηριασμών ακινήτων για χρέη καθώς και το σύστημα των αντικειμενικών αξιών. Επίσης το κόστος κατασκευής κατοικιών παραμένει σταθερά υψηλό παρά τις μειώσεις στο εργατικό κόστος, λόγω των αυξήσεων του κόστους των υλικών. Η πιστωτική επέκταση για την αγορά κατοικίας είναι αρνητική και οι προοπτικές από την πλευρά τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς παραμένουν αρνητικές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version