Χρύσα (1933-2013): Τα γιορτινά φώτα της Τάιμς Σκουέαρ χαμηλώνουν

Η Χρύσα έφυγε με αναμμένα όλα τα φώτα της Τάιμς Σκουέαρ.

Χρύσα (1933-2013): Τα γιορτινά φώτα της Τάιμς Σκουέαρ χαμηλώνουν
Η Χρύσα έφυγε με αναμμένα όλα τα φώτα της Τάιμς Σκουέαρ. Η θρυλική πλατεία είναι το κέντρο των γιορτινών ημερών στη Νέα Υόρκη, όπως κάποτε, στις αρχές της τρομερής δεκαετίας του 1960, ήταν το επίκεντρο της έμπνευσης των καλλιτεχνών της πρωτοπορίας. Πήγαιναν εκεί ο Αντι Γουόρχολ, ο Τζάκσον Πόλοκ, ο Γουίλεμ ντε Κούνιν και πολλοί άλλοι δημιουργοί, ανάμεσά τους και μια νεαρή Ελληνίδα με ορθάνοιχτα στον κόσμο τα μεγάλα μαύρα μάτια της.

«Τα φώτα της Τάιμς Σκουέαρ φάνταζαν στα μάτια μου σαν βυζαντινή αγιογραφία»
μου είπε πριν από μερικούς μήνες στην τελευταία συνέντευξή της η Χρύσα που πέθανε την περασμένη Δευτέρα, καθισμένη στην πολυθρόνα στο κέντρο του διαμερίσματός της στην Κηφισιά, τριγυρισμένη από τα δυνατά φώτα των πιο πρόσφατων έργων της, με φόντο μια μεγάλη γλυπτική σύνθεση που δημιούργησε στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ετσι μετρούσε τη μακρά δημιουργική πορεία της στην πρωτοπορία της τέχνης η πιο αναγνωρίσιμη διεθνώς ελληνίδα καλλιτέχνις. Με δεκαετίες, οι οποίες άρχισαν να καλπάζουν από τις αρχές των 60ς με τον πιο εκτυφλωτικό τρόπο, με εκθέσεις στα φημισμένα μουσεία, που το κατώφλι τους είναι και το κεφαλόσκαλο της καταξίωσης. Ευλογημένοι όσοι το περνούν σε κάποια στιγμή της θητείας τους στην τέχνη και η Χρύσα το πέρασε με το πρώτο της βήμα, με την πρώτη της έκθεση. Και η Χρύσα ήταν ευλογημένη, όπως έλεγε ο Νικόλας Κάλας, από τους θεούς που την επισκέφθηκαν. Οχι τους θεούς της Τάιμς Σκουέαρ, αυτοί δεν έχουν καλοσύνη, αλλά της Αθήνας. Και οι θεοί της Νέας Υόρκης όμως είναι βέβαιον ότι θα χαμηλώσουν τα εκτυφλωτικά φώτα τους, θα εκτοξεύσουν μικρούς κεραυνούς από νέον, για να αποχαιρετήσουν τη μούσα τους.
Βρέθηκα δίπλα στη Χρύσα γιατί πάντα με απασχολούσε η συνάντηση στην περιοχή της ευαισθησίας των καλλιτεχνών που έχουν εκφραστεί με ένα παγκοσμίως αναγνωρίσιμο ιδίωμα, των αναμνήσεων από τη χώρα καταγωγής τους και των ερεθισμάτων της πόλης όπου δημιούργησαν. Με συνάρπαζε η μετουσίωση της παράδοσης της μητέρας πατρίδας και της θετής πατρίδας των καλλιτεχνών που τα όριά τους είναι ο κόσμος και που εκφράζονται στην πρωτοπορία της παγκόσμιας τέχνης με τα πιο μοντέρνα εικαστικά σύμβολα. Ο Κουνέλλης, ο Αντωνάκος, η Χρύσα, που είχα την ευτυχία να συνομιλώ μαζί της, καθώς ήταν η ζωντανή απάντηση στα ερωτήματά μου και το ζωντανό υποκείμενο του θαυμασμού μου.
Η Ελλάδα ήταν η αφετηρία και το λιμάνι της επιστροφής της Χρύσας. «Πατρίδα μου είναι, την αγαπούσα, μ’ άρεσε σαν χώρα πολύ και τη νοσταλγούσα» έλεγε. «Μου πήρε 35 χρόνια να έλθω ξανά. Πολλή δουλειά, εκθέσεις, έργα. Υπήρχαν όμως μέσα μου τα συναισθήματα, η νοσταλγία, η αγάπη, οι φίλοι, η ομορφιά, όλα μαζί, και βγαίνανε στο έργο μου. Αυτό είναι η Ελλάδα, οι άνθρωποι, η ομορφιά. Κουράστηκα στη Νέα Υόρκη, δοκίμασα να ζήσω στη Φλόριδα, δεν μου βγήκε και είπα να καταλήξω εδώ. Ζω τα τελευταία τέσσερα χρόνια στην Κηφισιά. Είναι πολύ ήρεμα εδώ. Είναι ωραία χώρα η Ελλάδα».
Η Χρύσα άρχισε να ενηλικιώνεται σε πολύ δύσκολα χρόνια. Τρία κορίτσια και μια μάνα χήρα από τα 27 χρόνια της, αφημένες στη λαίλαπα της Κατοχής. Η Χρύσα σχεδίαζε στους τοίχους και στους δρόμους με κιμωλία. Αργότερα φίλοι που περνούσαν το άβατο του εργαστηρίου της θαύμαζαν την ακρίβεια με την οποία είχε μέσα στο μυαλό της τα έργα της. Τόσες ίντσες αυτό, τόσο εκείνο. Μεταξύ της κιμωλίας των δρόμων όμως έξω από το διώροφο σπίτι στου Ζωγράφου και του επίσης στο χρώμα της αθωότητας γύψου των «Κυκλαδικών Βιβλίων» της Νέας Υόρκης μεσολάβησαν άλλοι σταθμοί. Ζωγράφιζε ελληνικές σημαίες σε κομμάτια χαρτιού και τις πετούσε στους δρόμους. Μετά φοίτησε σε σχολή κοινωνικών λειτουργών και εργάστηκε σε κοινωνικές υπηρεσίες στο Μεσολόγγι, στη Ρόδο και στη Ζάκυνθο. Εκεί έκανε την πρώτη της ζωγραφιά, τα ερείπια του σεισμού. Ο σπουδαίος κριτικός τέχνης Αγγελος Προκοπίου της έδωσε τα φτερά να πετάξει στο Παρίσι. Το 1953-1954 παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία Grande Chaumiere. Οπως όμως θα πει αργότερα, «είχα πολύ μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω την Αμερική και πίστευα ότι εκεί θα ήταν πολύ πιο εύκολο να βρω μιαν ελευθερία έκφρασης περισσότερο απ’ ό,τι στην Ευρώπη». Ετσι πήρε υποτροφία και έφυγε για το Σαν Φρανσίσκο, για τη Σχολή Καλών Τεχνών της Καλιφόρνιας, όπου έμεινε το 1954 και το 1955. Αλλά η Νέα Υόρκη την τραβούσε κοντά στο πεπρωμένο της.

«Η Νέα Υόρκη είναι τρομερή πόλη»
μας λέει. «Συγκεντρώνεται εκεί πάρα πολύ ταλέντο απ’ όλον τον κόσμο. Είναι η Αμερική που τους έλκει ως ιδέα, ίσως και το χρήμα. Υπάρχουν πάρα πολλές γκαλερί, νομίζω 2.500, και πολλά μουσεία, περισσότερα από κάθε άλλη πόλη. Φοβερά μουσεία, όπως το Γουίτνεϊ, το Μοντέρνας Τέχνης και το Γκουγκενχάιμ». Ολα αυτά έγιναν από την αρχή κομμάτι της μυθολογίας της Χρύσας.
Το 1956 εγκαθίσταται στο νούμερο 863 της Broadway και αρχίζει να δουλεύει για να θεμελιώσει τη μεγάλη γλυπτική της. Κλείστηκε σε ένα τεράστιο λοφτ με τρία πατώματα και άρχισε να δουλεύει. «Δούλευα τρομερά» θυμόταν, «είκοσι ώρες την ημέρα. Δύσκολη αλλά ωραία δουλειά, γιατί έχει ένα όραμα και προσπαθείς να το βάλεις στο έργο. Να το υλοποιήσεις. Είναι πράγματι δύσκολο, αλλά εγώ το αγαπούσα και το έφτιαχνα. Εκανα ζεστά με το πάθος μου τα σκληρά υλικά. Δεν είχα άλλη ζωή, μόνο δούλευα. Ούτε έβγαινα πολύ. Και όταν δουλεύεις τόσο πολύ στο τέλος κάτι βγάζεις. Δημιούργησα τη δική μου εικόνα, την πρόβαλλα και έπιασε αμέσως».
Θυμόταν να βγαίνει από το εργαστήριό της κάθε ημέρα για να πάει στο απέναντι εβραϊκό εστιατόριο για να πάρει μπιζελόσουπα. Αυτό ήταν το φαγητό της. Α, πήγαινε πού και πού αργά το βράδυ στο «Cedar Bar», κοντά στο ατελιέ της, για Κόκα-Κόλα: «Σύχναζαν εκεί ο Ντε Κούνιν και ο Πόλοκ. Ηταν αλκοολικοί και πίνανε πολύ. Εγώ πήγαινα με τα ρούχα της δουλειάς, μέσα στα χρώματα, τον γύψο και τα άλλα υλικά. Με πλησίασαν και μου είπαν: “Φαίνεται ότι είστε η μόνη που δουλεύετε εδώ”. Ετσι γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι». Ο ολλανδικής καταγωγής Γουίλεμ ντε Κούνιν ήταν επιφανής ζωγράφος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. «Εγώ το αντίθετο ήθελα να είμαι» μου έλεγε η Χρύσα. «Εκείνος χειριζόταν τις μεγάλες βούρτσες στους πίνακές του, ενώ εγώ έκανα γλυπτική πολύ στέρεα, πολύ αλλιώτικη. Αλλά αγαπούσε τη δουλειά μου και εμένα. Συμπαθέστατος άνθρωπος».
Πολλά βράδια η Χρύσα έβγαινε βόλτα στους δρόμους της πόλης. «Δεν πηγαίναμε στους κινηματογράφους, αλλά περνούσαμε ώρες εκεί. Τρώγαμε και κανένα παγωτό, είχε ζαχαροπλαστεία εκεί, αλλά κυρίως παρατηρούσαμε τα φώτα. Είναι λίγο βυζαντινές οι εικόνες στην Τάιμς Σκουέαρ, αν τις δεις το βράδυ. Ο ουρανός, αυτά τα φώτα, οι επιγραφές, είναι σαν βυζαντινές ζωγραφικές. Και εμπνέουν πολύ».
Από αυτά εμπνεύστηκε «Το τόξο, αφιέρωμα στην Τάιμς Σκουέαρ» («Homage to Times Square»), γλυπτό το οποίο εκτέθηκε στο Μουσείο Γουίτνεϊ το 1959. Κάθε χρόνο έψαχναν να εντοπίσουν νέα ταλέντα και να εκθέσουν τα έργα τους. Η φίλη της Αγκνες Μάρτιν τη βοήθησε και οικονομικά να φτιάξει ένα άλμπουμ φωτογραφιών των έργων της, το οποίο παρέδωσε εκτός προθεσμίας. Η απογοήτευση έγινε όμως χαρά όταν την ειδοποίησαν ότι διάλεξαν να εκθέσουν το μεγαλύτερο. Εκείνη τη χρονιά η έκρηξη των ταλέντων ήταν συγκρατημένη, εκτός από δύο περιπτώσεις: τον Αλεξάντερ Κάλντερ και μια Ελληνίδα με το μικρό της όνομα, Χρύσα. «Ολοι οι νέοι καλλιτέχνες έτρεχαν να δώσουν έργο τους στο Μουσείο Γουίτνεϊ. Οταν εκτέθηκε το δικό μου, οι κριτικοί έγραψαν ότι υπάρχει μια καλλιτέχνις με το όνομα Χρύσα η οποία παρουσιάζει ένα καταπληκτικό έργο, το “Τόξο”. Αυτό με βοήθησε πολύ».
Και κάπου εδώ αρχίζει η πιο ωραία ιστορία της ζωής της Χρύσας, όπως χαρακτηρίζει τη γνωριμία της Ντόροθι Μίλερ με την ίδια και το έργο της. «Ηλθε στο στούντιό μου, είδε τη δουλειά μου, της άρεσε πολύ και γίναμε φίλες». Αυτή η χρονιά, το 1961, ήταν σημαδιακή για τη Χρύσα. Αμέσως μετά έκανε έκθεση στη φημισμένη γκαλερί «Betty Parsons» και μετά στο Γκουγκενχάιμ. Εκεί έδειξε τα «Τόξα», τις «Εφημερίδες», το «Γράμμα F», το «Γράμμα Ε» και τα «Κυκλαδικά Βιβλία».
Τα «Κυκλαδικά Βιβλία» ήταν ευθεία αναφορά στον τόπο καταγωγής της, χωρίς τη μεσολάβηση της πόλης που τη φιλοξενούσε. Και με αυτές τις εμπνεύσεις από τον πολιτισμό της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, φτιαγμένες με καλούπια από χαρτόκουτα, ετέθη επικεφαλής της παγκόσμιας πρωτοπορίας στην τέχνη, όπως και τα κυκλαδικά ειδώλια έμεναν εσαεί μοντέρνα και στην πρώτη γραμμή κάθε επαναστατικής έκφρασης στην τέχνη του 20ού αιώνα. «Τα Κυκλαδικά Βιβλία» τονίζει η Χρύσα «προηγήθηκαν κατά 17 χρόνια του μεγάλου κινήματος του μινιμαλισμού που συντάραξε την τέχνη στην Αμερική». Τριάντα επτά γλυπτά από γύψο της σειράς «Κυκλαδικά Βιβλία» έχει χαρίσει η Χρύσα στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και θα μπορούμε να τα απολαμβάνουμε όταν ανοίξει τις πύλες του στο παλιό εργοστάσιο του Φιξ στην Αθήνα.
Η Αμερική τη διεκδικούσε δυναμικά. Το 1963 έλαβε μέρος στην έκθεση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜoΜΑ) «Δεκαέξι αμερικανοί καλλιτέχνες». Είχε ανοίξει για τα καλά τα φτερά της και προς την Ευρώπη αλλά και προς άλλα σημεία του πλανήτη. Η τέχνη της άρχισε να γίνεται παγκόσμια. Την ανέλαβαν μετά η γκαλερί «Pace», η γκαλερί της Ντενίζ Ρενέ και ο Λίο Καστέλι. Επί 47 χρόνια βρισκόταν στην κορυφή της παγκόσμιας πρωτοπορίας, αλλά ο Οδυσσέας και ολόκληρη η μυθολογία της Ελλάδας βρισκόταν μέσα της. Οπως εκείνος, γνώρισε πολλές ξένες πόλεις και τη σκέψη πολλών ανθρώπων. «Πάντα είχα ένα ένστικτο με τους ανθρώπους» λέει. «Εχω γνωρίσει τόσο πολλούς που αμέσως μπορώ να καταλάβω ποιους πρέπει να συμπαθήσεις και με ποιους πρέπει να είσαι επιφυλακτικός. Εδώ στην Ελλάδα οι άνθρωποι είναι καλοί και ενδιαφέροντες». Αν και η αγάπη της για τους ανθρώπους είναι φανερή, εν τούτοις δεν φαίνεται στα έργα της: «Είναι γιατί το έργο μου είναι αφηρημένο, δεν είναι ρεαλιστικό. Αλλά πίσω από όλα αυτά τα σύμβολα υπάρχουν οι άνθρωποι». Και βεβαίως η μυθολογία τους, όπως η εγκατάσταση από αλουμίνιο, ατσάλι και νέον «Κλυταιμνήστρα» στον περίβολο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Για ένα μεγάλο διάστημα, από το 1990 και μετά, μοίραζε τον δημιουργικό χρόνο της σε Αθήνα και Νέα Υόρκη, μέχρι που την κέρδισε ολοκληρωτικά η γενέθλια πόλη. Και όταν μιλάμε για τον χρόνο της Χρύσας, εννοούμε χρόνο δουλειάς. Ακόμη και το τελευταίο διάστημα που ήταν καταβεβλημένη σκεφτόταν να αρχίσει πάλι να δουλεύει. «Το φθινόπωρο θα μπω σε ένα καινούργιο ατελιέ» μας έλεγε. «Οχι τόσο μεγάλο όσο τα προηγούμενα. Μικρότερο». Τα δύο έργα όμως από μέταλλο και νέον που ακτινοβολούσαν μπλε και κόκκινες ανταύγειες από τους τοίχους του σαλονιού της ήταν τα τελευταία της. Και δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, αν και την τρόμαζε το χρονοβόρο ταξίδι με το καράβι. Ακόμη και στο νησί μου, που είναι τόσο μακρινό, μου έλεγε, μπορεί να πάμε κάποια φορά: «Τα νησιά μας είναι τα πιο όμορφα του κόσμου. Μου αρέσουν τα εκκλησάκια, οι βράχοι, η θάλασσα, που είναι πολύ όμορφη. Μου αρέσουν τρομερά». Και το ταξίδι της Χρύσας, και το δικό μας ταξίδι με τη Χρύσα, συνεχίζεται. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης να εμφυσά στα ψυχρά υλικά της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας την ανθρώπινη ζεστασιά. «Είναι ζήτημα ταλέντου και επικοινωνίας του καλλιτέχνη με την εποχή του». Αυτή ήταν από τις τελευταίες κουβέντες της Χρύσας που αποτυπώθηκαν στον νου μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version