Εμφανίστηκε ένα πρωινό στο γραφείο του, ανταποκρινόμενος στην αγγελία. Ο ακίνητος νεαρός άνδρας στεκόταν στο κατώφλι, «χλωμά συμμαζεμένος, αξιολύπητα ευπρεπής, αθεράπευτα δυστυχής! Ηταν ο Μπάρτλεμπι». Γοητευμένος από τη γαλήνια όψη του, ο δικηγόρος τον προσέλαβε αμέσως.
Καθισμένος στη γωνιά του, πίσω από ένα πράσινο παραβάν, ο Μπάρτλεμπι δεν σταματούσε να γράφει. Για την ακρίβεια, να αντιγράφει. «Λες και λιμοκτονούσε από καιρό, έμοιαζε να καταπίνει τα έγγραφά μου. Δεν έκανε καν μία παύση για χώνεψη» παρατηρεί ο δικηγόρος-αφηγητής. Το έκανε «σιωπηλά, ωχρά, μηχανικά», χωρίς καμία ένδειξη ότι η εργασία αυτή τον χαροποιούσε, παρ’ όλο που απορροφούσε νυχθημερόν την ενέργειά του.
Η επαγγελματική συμβίωση έμοιαζε πολλά υποσχόμενη, ώσπου, λίγες ημέρες μετά, όταν του ζητήθηκε να βοηθήσει στην αντιπαραβολή δύο εγγράφων, ο Μπάρτλεμπι να δώσει την εξής αλλόκοτη απάντηση: «Θα προτιμούσα να μην» («I would prefer not to»). Η φράση αυτή, μοναδικό μείγμα ευγένειας και αναίδειας, έσκασε σαν βόμβα στα αφτιά του έκπληκτου αφεντικού του. «Αν είχε εμφανιστεί η παραμικρή ένδειξη ανησυχίας, θυμού, ανυπομονησίας ή αυθάδειας στον τρόπο του Μπάρτλεμπι, με άλλα λόγια αν είχα εντοπίσει οτιδήποτε συνηθισμένα ανθρώπινο στην όψη του, χωρίς αμφιβολία θα τον είχα πετάξει έξω με τις κλωτσιές». Αντ’ αυτού, ο δικηγόρος έδωσε τόπο στην οργή και απευθύνθηκε σε άλλον υπάλληλο για την ολοκλήρωση της υπόθεσης.
Η παραπάνω σκηνή επαναλήφθηκε ξανά και ξανά, με διαφορετικές αφορμές. «Θα προτιμούσα να μην»… Κάθε φορά η αινιγματική φράση ηλέκτριζε εκρηκτικά την ατμόσφαιρα του ανήλιαγου γραφείου στη Γουόλ Στριτ. «Είχε όμως κάτι ο Μπάρτλεμπι το οποίο όχι μόνο με αφόπλιζε περίεργα, αλλά με έναν υπέροχο τρόπο με συγκινούσε και με τάραζε» εξηγεί ο αφηγητής, που δεν κατάφερνε να διώξει τον ανυπάκουο γραφιά, όσο κι αν η συμπεριφορά του τελευταίου συνηγορούσε υπέρ μιας τέτοιας δραστικής απόφασης. «”Θα προτιμούσα να μην”. Ενας ισχνός και χλωμός άνδρας εκστόμισε τη φόρμουλα που τρελαίνει τους πάντες. Σε τι όμως συνίσταται η κυριολεξία της φόρμουλας αυτής;» αναρωτιέται ο γάλλος φιλόσοφος Ζυλ Ντελέζ στην εξαιρετική ανάλυσή του.
Ο Μπάρτλεμπι τρέφεται αποκλειστικά με μπισκότα πιπερόριζας. Δεν πίνει ούτε καν καφέ ή τσάι. Κανένας δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι, από πού προέρχεται, αν έχει συγγενείς. «Η φτώχεια του είναι μεγάλη· αλλά η μοναξιά του, πόσο τρομερή!» παρατηρεί ο αφηγητής. Δεν εγκαταλείπει ποτέ το γραφείο, για την ακρίβεια το μετατρέπει σε τόπο κατοικίας του και το στοιχειώνει σαν φάντασμα. Οταν δεν εργάζεται, κοιτάζει αμίλητος τον απέναντι τοίχο, έξω από το παράθυρο.
«Θα προτιμούσα να μην»: σταδιακά η δύναμη της φόρμουλας, όπως την αποκαλεί ο Ντελέζ, αποδεικνύεται τόσο μεγάλη ώστε ο Μπάρτλεμπι σταματάει να γράφει. Γενικώς δεν κάνει τίποτε από αυτά που υποτίθεται πως πρέπει να κάνει: αρνείται ακόμη και να φύγει από το γραφείο, όταν απολύεται. Για την ακρίβεια, «προτιμά να μην»…
«Ο Μπάρτλεμπι έχει κερδίσει το δικαίωμα να επιβιώνει, δηλαδή να στέκεται ακίνητος και ευθυτενής μπροστά από έναν τυφλό τοίχο. Καθαρή, υπομονετική παθητικότητα, θα έλεγε ο Μπλανσό. Το είναι ως είναι και τίποτε περισσότερο… Ο Μπάρτλεμπι δεν έχει άλλη διέξοδο από το να παραμένει σιωπηλός και να αποτραβιέται πίσω από το χώρισμά του κάθε φορά που εκστομίζει τη φόρμουλα –ανελλιπώς, ως την τελική σιωπή του στη φυλακή. Μετά τη φόρμουλα, δεν έχει μείνει τίποτε άλλο να πει» συνεχίζει ο Ντελέζ.
Πώς να ερμηνεύσεις αυτόν τον ήρωα –«τον άνδρα χωρίς συστάσεις, χωρίς περιουσία, χωρίς ιδιότητες, χωρίς ιδιαιτερότητες, χωρίς παρελθόν ή μέλλον» –που ξεγλιστράει από την αντίληψή μας ανά πάσα στιγμή, που ανήκει σε αυτά τα «αγγελικά, σχεδόν ηλίθια πλάσματα αθωότητας και αγνότητας, χτυπημένα από μια ιδιοσυγκρασιακή αδυναμία αλλά και προικισμένα με μια παράξενη ομορφιά»;
Η Σοφία Φιλιππίδου αιφνιδιάζει με τη σκηνική παρουσία της ως Μπάρτλεμπι. Πηγαίνει ενάντια σε όλα όσα έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε να κάνει επί σκηνής: μαζεμένη, αθόρυβη, η φωνή ένας ευγενικός ψίθυρος, το πρόσωπο ανέκφραστο, το βλέμμα μειλίχιο, ένα πλάσμα εύθραυστο, αινιγματικό, ακατανόητο. Θα είχε ωφεληθεί σημαντικά νομίζω όμως αν είχε αποφύγει να σκηνοθετήσει τον εαυτό της, ειδικά σε έναν τόσο δύσκολο ρόλο. Γενικότερα η παράσταση δεν διακρίνεται για τη σκηνοθετική της άποψη. Η νουβέλα του Μέλβιλ αποδίδεται κυριολεκτικά, με περιγραφική διάθεση, τους γραφιάδες να μετακινούν έπιπλα, να φωνασκούν και να χοροπηδούν άσκοπα, εμποδίζοντας το μυστήριο του Μπάρτλεμπι να αναπτυχθεί, να δώσει καρπούς. Μπορεί να πρόκειται για ένα «βίαια κωμικό κείμενο» (Ντελέζ), σίγουρα όμως το κείμενο αυτό χρειάζεται λιγότερο εξωτερική μεταχείριση προτού μας παρασύρει στον σιωπηλό κόσμο του κεντρικού ήρωά του.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιλογή του «Μπάρτλεμπι» εκ μέρους της Φιλιππίδου είναι αξιέπαινη: όχι μόνο επειδή η ίδια αψηφά το αναμενόμενο και πηγαίνει κόντρα στην εικόνα της ως ηθοποιού· αλλά και επειδή φανερώνει την ευαισθησία της απέναντι σε λογοτεχνικά κείμενα που έχουν ανάγκη από νέες –έστω και άχαρες –θεατρικές ανάσες προκειμένου να τα ανακαλύψουμε και να τα αγαπήσουμε ξανά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
