Αλλαγή και ελπίδα. Ρήξη με το παρελθόν, ανάκαμψη. Τα υποσχέθηκε και κέρδισε θριαμβευτικά την ηγεσία του PD, της μεγάλης προοδευτικής παράταξης στην Ιταλία. Μπορεί όμως ο 38χρονος Ματέο Ρέντσι, τόσο φρέσκος και ανανεωτικός, να είναι ο κούκος που θα φέρει την άνοιξη στον παγωμένο χειμώνα της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, η οποία αναζητεί, ματαίως προς το παρόν, πρόταση για έξοδο της Γηραιάς Ηπείρου από την κρίση;
Πολύ δημοφιλής και άφθαρτος, ο δήμαρχος της Φλωρεντίας βάζει υποθήκη για το μέλλον. Προς το παρόν πρωθυπουργός είναι ο Ενρίκο Λέτα του PD, ο οποίος συγκυβερνά, μαζί με τη Δεξιά, την κλυδωνιζόμενη Ιταλία.
Η μοίρα του PD δείχνει γλαφυρά τη δεινή θέση της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη του χρέους, της ύφεσης και της ανεργίας. Χωρίς πλειοψηφία από τις κάλπες, αναγκάστηκε να στηριχθεί στην μπερλουσκονική Δεξιά για να κυβερνήσει, με πρόγραμμα σκληρής λιτότητας αποφασισμένο στις Βρυξέλλες.
Πόσο γραφειοκρατική, νεοφιλελεύθερη και «δεξιά» είναι μια τέτοια κυβερνώσα Αριστερά; Πολύ ως πάρα πολύ –και αυτό είναι το πρόβλημα. Εχει συγκεκριμένες προτάσεις ο Ρέντσι; «Θα αποδείξουμε ότι είμαστε μεταρρυθμιστές, ότι ξέρουμε να ζεσταίνουμε τις καρδιές. Αυτό δεν είναι το τέλος της Αριστεράς, μόνο της ιθύνουσας τάξης της Αριστεράς» λέει. Αλλά στα δύσκολα της οικονομίας θολώνει τα νερά προκαλώντας αλλεργία σε πολλούς στο κόμμα. Αυτοί λένε ότι ο μικρός είναι άσος στην προοδευτική συνθηματολογία, αλλά αν ξύσεις λίγο την επιφάνεια θα βρεις έναν νέο Τόνι Μπλερ, κάποιον που ανάβει φλας για Αριστερά και στρίβει το τιμόνι Δεξιά.
Για να κλείσει λίγο το έλλειμμα, ας πούμε, ο Ρέντσι έχει προτείνει ιδιωτικοποιήσεις σιδηροδρόμων και ταχυδρομείων, με άλλα λόγια μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων –όχι το πιο αριστερό πράγμα που θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς.
Αλλά το αδιέξοδο είναι πανευρωπαϊκό. Μπορεί ένας Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης να υποσχεθεί, ρεαλιστικά, μείωση της ανεργίας με όρους λιτότητας; Ή να χτίσει σοβαρό κράτος πρόνοιας όταν το δημόσιο ταμείο είναι τόσο απελπιστικά μείον; Υπό τις σημερινές συνθήκες είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που διαμόρφωσαν το προστατευτικό κοινωνικό μοντέλο και κυβερνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης πριν από μία δεκαετία είναι τα μεγάλα πολιτικά θύματα μετά το κραχ του 2008.
Το χειρότερο; Πολλοί λένε ότι δεν πρόκειται για άλλον έναν εκλογικό κύκλο αλλά για μια μακροπρόθεσμη πτώση επειδή η Αριστερά έχει χάσει το πολιτικό αφήγημά της. Παραδοσιακοί ψηφοφόροι, οργισμένοι για τη μαζική ανεργία, τις περικοπές και τη φτώχεια, έχουν λιποτακτήσει σε κόμματα διαμαρτυρίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή της Ακροδεξιάς, καθώς καταρρέει, μεταξύ άλλων, και ο δικομματισμός. Αλλοι εμπιστεύονται Συντηρητικούς σαν τη Μέρκελ και τον Κάμερον περισσότερο από τους Σοσιαλιστές για να διαχειριστούν την οικονομία σε δύσκολους καιρούς. Και μερικοί έχουν απλώς σταματήσει να ψηφίζουν.
Ακόμη πιο ανησυχητικό για ένα κίνημα που γεννήθηκε τον 19ο αιώνα από τον αγώνα των συνδικάτων για καλύτερες συνθήκες εργασίας και άνοδο του βιοτικού επιπέδου είναι ότι η πίστη στη συλλογική κοινωνική πρόοδο έχει υποχωρήσει δραματικά στις ώριμες προηγμένες οικονομίες. Η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί σε ολόκληρη τη βιομηχανική Δύση από την αρχή της κρίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, διευρύνοντας κοινωνικά χάσματα που είχε υποσχεθεί να μειώσει η Σοσιαλδημοκρατία.
Κεντροαριστεροί ή Σοσιαλιστές εξακολουθούν να είναι επικεφαλής σε 13 από τις 28 κυβερνήσεις της ΕΕ και συμμετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε άλλες πέντε. Αλλά είναι αναγκασμένοι να παίρνουν αντιλαϊκά μέτρα που πλήττουν τα πιο ζωτικά συμφέροντα της εκλογικής βάσης τους. Και μοιάζουν να αδυνατούν πλέον να προσφέρουν ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον μέσω του κρατικού παρεμβατισμού.
Στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και στην Ισπανία τα κεντροαριστερά κόμματα πλήρωσαν βαρύ τίμημα επειδή στήριξαν τη λιτότητα που απαιτούν οι διεθνείς πιστωτές. Αλλά σε κάθετη πτώση βρίσκονται και πάλαι ποτέ πανίσχυρα φρούρια της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, το SPD στη Γερμανία και το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία.
«Από τότε που έχασαν την εξουσία οι Εργατικοί της Βρετανίας έχουν καταφέρει μια εντυπωσιακή ιδεολογική μεταμόρφωση. Αλλά αυτό έγινε εις βάρος πολλών παραδοσιακών ιδεών του κόμματος για τη μετανάστευση, την Ευρώπη και την πολυπολιτισμικότητα» λέει στο «Βήμα» ο Ντέιβιντ Ράνσιμαν, καθηγητής Πολιτικής στο Κέιμπριτζ και συγγραφέας του «Η βρετανική Αριστερά στρίβει δεξιά». «Η κρίση όλων αυτών των κομμάτων δεν μπορεί να λυθεί με ελαφρώς διαφορετικά πολιτικά προγράμματα. Η Κεντροαριστερά πρέπει να ξανασκεφθεί τι θα αντιπροσωπεύει τον 21ο αιώνα» λέει στο «Βήμα» ο Μάικλ Λιντ, αμερικανός πολιτικός αναλυτής και αρθρογράφος στους «New York Times». Πιστεύει ότι η παλαιά Σοσιαλδημοκρατία, που επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό με ισχυρή δόση κοινωνικής προστασίας και σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, πνέει τα λοίσθια, πνιγμένη κάτω από τα κύματα της παγκοσμιοποίησης, της μετανάστευσης, της ανεργίας και της ύφεσης.
«Είναι ιστορικώς βέβαιον ότι το κέντρο βάρους της πολιτικής θα μετατοπιστεί ξανά προς τα αριστερά στην Ευρώπη. Μοιραία θα υπάρξει μια νέα Σοσιαλδημοκρατία, με νέα πρόταση, αλλά ο θεωρητικός που θα την περιγράψει δεν έχει βρεθεί ακόμη» τονίζει ο Λιντ.
Παλιές συνταγές ΙΤΑΛΙΑ
Αριστερή ρητορική, δεξιές λύσεις
Η Ιταλία απέκτησε, τον Απρίλιο, μια εύθραυστη κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) και Δεξιάς. Η άνοδος του αουτσάιντερ Ματέο Ρέντσι στην ηγεσία του PD δεν είναι τυχαία. Οι ψηφοφόροι στενάζουν από ένα πακέτο σκληρής λιτότητας με περικοπές 26 δισ. ευρώ για τρία χρόνια. Ο νέος κομματικός ηγέτης κατακεραυνώνει το κατεστημένο και τη γραφειοκρατία, αλλά οι λύσεις που προτείνει είναι απολύσεις στο Δημόσιο, μείωση δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις και το κράτος να ορίζει το πλαίσιο λειτουργίας αγορών και επιχειρήσεων χωρίς να παρεμβαίνει.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Το SPD στη σκιά της Μέρκελ
Ηταν κάποτε το πιο επιτυχημένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης, αλλά το SPD είδε τα ποσοστά του να πέφτουν στο δραματικό 25,7% τον Σεπτέμβριο. Μπαίνει σε κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» υπό τη Μέρκελ έχοντας βάλει πολύ νερό στο κρασί του: πέρασε τη θέσπιση κατώτατου μισθού στη Γερμανία, αλλά βάζει στο χρονοντούλαπο το ευρω-ομόλογο και τα μεγάλα λόγια για την ΕΕ.
ΓΑΛΛΙΑ
Ο Ολάντ δεν ύψωσε ανάστημα
Οσοι πίστεψαν ότι ο Φρανσουά Ολάντ θα έφερνε την αλλαγή πιέζοντας τη Γερμανία για εγκατάλειψη της λιτότητας και στροφή στην ανάπτυξη διαψεύστηκαν. Η Γαλλία είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ όπου οι Σοσιαλιστές έχουν απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά τι να το κάνεις; Για τους γάλλους ψηφοφόρους ο Ολάντ φάνηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων: η δημοτικότητά του δεν ξεπερνά το 20%, το χειρότερο ποσοστό για γάλλο πρόεδρο από το 1958.
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Οι Νέοι Εργατικοί πλήρωσαν το «πάρτι»
Το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας πλήρωσε πολύ ακριβά το πάρτι στη Wall Street και βέβαια στο Σίτι του Λονδίνου. Το κραχ του 2008 βύθισε τους πάλαι ποτέ παντοδύναμους Νέους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ στο 29%. Πρωθυπουργός από το 2010, ο Συντηρητικός Ντέιβιντ Κάμερον εκφράζει τον θαυμασμό του για τη Θάτσερ και επαναφέρει σιγά-σιγά την αντεργατική φιλοσοφία της.
Τα τρία «κλειδιά»
Ανάπτυξη, νέοι και οικογένεια, επανίδρυση του κράτους πρόνοιας
«Πειστικό σχέδιο για την ανάκαμψη, προτεραιότητα στους νέους και στα νοικοκυριά, και πρόταση για βιώσιμο κράτος πρόνοιας: αυτά είναι τα τρία “κλειδιά” για την επάνοδο της Σοσιαλδημοκρατίας» λέει στο «Βήμα» ο Πάτρικ Ντάιαμοντ, βρετανός συγγραφέας του βιβλίου «Η προοδευτική πολιτική μετά το Κραχ» (εκδ. I.B. Tauris, 2013) και αρθρογράφος στον «Guardian».
«Κατ’ αρχάς ας μην απελπιζόμαστε. Η Κεντροαριστερά περνούσε πάντοτε μέσα από περιόδους σχετικής επιτυχίας και προφανούς αποτυχίας: το 1980 οι περισσότερες κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης ήταν κεντροδεξιές. Ως το τέλος της δεκαετίας του 1990, 13 από τα 15 κράτη-μέλη της ΕΕ είχαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Ετσι υπήρχαν πάντοτε σκαμπανεβάσματα, κύκλοι νίκης που τους ακολουθούσε η ήττα, και ούτω καθεξής» τονίζει ο Ντάιαμοντ.
Δεύτερον, η οικονομική κρίση βοήθησε κόμματα της Δεξιάς, τα οποία κατηγόρησαν το κράτος και τον δημόσιο τομέα για τη συντριβή, όχι τις αγορές. Σε ολόκληρη την ΕΕ η λιτότητα έχει επιβληθεί ως απάντηση, όχι οι δημόσιες δαπάνες και η ανοικοδόμηση των οικονομιών μας από κάτω προς τα πάνω.
Τρίτον, η Αριστερά δεν έχει συγκροτημένη απάντηση για το πώς θα μεταρρυθμίσει και θα προσαρμόσει τους θεσμούς ώστε να αντιμετωπίσουν την κοινωνική αλλαγή σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών –ανεργία, πιέσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, μείωση δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία κτλ.».
Τα τρία «κλειδιά»
Ανάπτυξη, νέοι και οικογένεια, επανίδρυση του κράτους πρόνοιας
«Πειστικό σχέδιο για την ανάκαμψη, προτεραιότητα στους νέους και στα νοικοκυριά, και πρόταση για βιώσιμο κράτος πρόνοιας: αυτά είναι τα τρία “κλειδιά” για την επάνοδο της Σοσιαλδημοκρατίας» λέει στο «Βήμα» ο Πάτρικ Ντάιαμοντ, βρετανός συγγραφέας του βιβλίου «Η προοδευτική πολιτική μετά το Κραχ» (εκδ. I.B. Tauris, 2013) και αρθρογράφος στον «Guardian».
«Κατ’ αρχάς ας μην απελπιζόμαστε. Η Κεντροαριστερά περνούσε πάντοτε μέσα από περιόδους σχετικής επιτυχίας και προφανούς αποτυχίας: το 1980 οι περισσότερες κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης ήταν κεντροδεξιές. Ως το τέλος της δεκαετίας του 1990, 13 από τα 15 κράτη-μέλη της ΕΕ είχαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις. Ετσι υπήρχαν πάντοτε σκαμπανεβάσματα, κύκλοι νίκης που τους ακολουθούσε η ήττα, και ούτω καθεξής» τονίζει ο Ντάιαμοντ.
Και εξηγεί: «Είναι βεβαίως αλήθεια ότι επί του παρόντος η Αριστερά στην Ευρώπη έχει πάρει την κατιούσα. Αυτό συμβαίνει για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, υπάρχει κρίση ηγεσίας. Πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν έχουν χαρισματικούς, αξιόπιστους ηγέτες, ικανούς να κερδίσουν τον σεβασμό των ψηφοφόρων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια εποχή οικονομικής αβεβαιότητας.
Δεύτερον, η οικονομική κρίση βοήθησε κόμματα της Δεξιάς, τα οποία κατηγόρησαν το κράτος και τον δημόσιο τομέα για τη συντριβή, όχι τις αγορές. Σε ολόκληρη την ΕΕ η λιτότητα έχει επιβληθεί ως απάντηση, όχι οι δημόσιες δαπάνες και η ανοικοδόμηση των οικονομιών μας από κάτω προς τα πάνω.
Τρίτον, η Αριστερά δεν έχει συγκροτημένη απάντηση για το πώς θα μεταρρυθμίσει και θα προσαρμόσει τους θεσμούς ώστε να αντιμετωπίσουν την κοινωνική αλλαγή σε ένα περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών –ανεργία, πιέσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, μείωση δαπανών για την Υγεία, την Παιδεία κτλ.».
Τι πρέπει να κάνει η Κεντροαριστερά για να κερδίσει πάλι πλειοψηφίες; «Οφείλει να αναλάβει τρεις δύσκολες εργασίες στο επίπεδο των ιδεών. Πρώτον, να βρει πειστικό μήνυμα για την οικονομία, που θα συνδυάζει την ανάγκη για τη μείωση του χρέους με την επέκταση της παραγωγικής βάσης, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάπτυξη. Δεύτερον, να βρει τρόπους για την καταπολέμηση της ανεργίας και για τη στήριξη του εισοδήματος των νέων και των οικογενειών, που πασχίζουν να τα βγάλουν πέρα. Και, τρίτον, να δείξει πώς θα μπορέσει να κάνει το κράτος πρόνοιας βιώσιμο για το μέλλον. Η πρόκληση, όπως σε όλες τις εποχές, είναι να δείξει ότι η οικονομική υπευθυνότητα και η κοινωνική προστασία μπορούν να πηγαίνουν χέρι-χέρι» μας απαντά.
Τόνι Μπάρμπερ
«Ο γάμος της οικονομίας με τη δικαιοσύνη διαλύθηκε»
«Η κρίση του 2008 διέλυσε βίαια τον γάμο της οικονομικής αποτελεσματικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη, το συμβόλαιο στο οποίο βασιζόταν η επιτυχία της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο βρετανός δημοσιογράφος Τόνι Μπάρμπερ, αρχισυντάκτης του ευρωπαϊκού ρεπορτάζ στους «Financial Times».
«Από το 2008 η οικονομική κρίση και τα χρέη γκρέμισαν πολύ οδυνηρά την ψευδαίσθηση ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μπορούσαν να δαμάσουν τις αγορές, προς το συμφέρον του κράτους πρόνοιας. Ο “τρίτος δρόμος” –ο γάμος της οικονομικής αποτελεσματικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη –έφθασε σε αδιέξοδο. Οσο καλοπροαίρετος και αν ήταν, ο ταυτόχρονος εναγκαλισμός της ελεύθερης αγοράς και της κοινωνικής πρόνοιας δεν άντεξε κάτω από το βάρος της κρίσης. Η Κεντροαριστερά δεν έκανε εγκαίρως τη διάγνωση, δεν πρότεινε νέες ιδέες. Επιπλέον, τα κεντροδεξιά κόμματα έχουν την τάση να προσαρμόζονται καλύτερα από τους αντιπάλους τους στις οικονομικές κρίσεις. Στην εποχή μας έχουν εξισώσει επιδέξια την Κεντροαριστερά με έναν υπερτροφικό δημόσιο τομέα και αδιέξοδες κοινωνικές πολιτικές. Αυτοί οι συνειρμοί, που έχουν εντυπωθεί στο μυαλό της κοινής γνώμης, σημαίνουν ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πληρώνουν ακόμη βαρύτερο τίμημα από ό,τι ήταν αναμενόμενο» λέει ο Μπάρμπερ.
Τόνι Μπάρμπερ
«Ο γάμος της οικονομίας με τη δικαιοσύνη διαλύθηκε»
«Η κρίση του 2008 διέλυσε βίαια τον γάμο της οικονομικής αποτελεσματικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη, το συμβόλαιο στο οποίο βασιζόταν η επιτυχία της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο βρετανός δημοσιογράφος Τόνι Μπάρμπερ, αρχισυντάκτης του ευρωπαϊκού ρεπορτάζ στους «Financial Times».
Και τονίζει: «Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό σύνολο λύσεων για τα προβλήματα της Κεντροαριστεράς. Κάποιοι υπογραμμίζουν τους κινδύνους από την απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, άλλοι επιμένουν στην ανάγκη να δαμαστούν οι αγορές. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο πραγματικός εχθρός είναι η συγκέντρωση του πλούτου και της εξουσίας στα χέρια των λίγων. Οι περισσότεροι όμως συμφωνούν ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που έδωσαν στη Σοσιαλδημοκρατία την ιστορική ευκαιρία της –τα αυτόνομα έθνη-κράτη, οι ομοιογενείς εργατικές τάξεις και τα μαζικά πολιτικά κόμματα του 20ού αιώνα –αργοπεθαίνουν ή έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί».
Πριν από μόλις μία δεκαετία η Κεντροαριστερά κυβερνούσε στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στη Βρετανία –στις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης. Ηταν μια χρυσή εποχή: η Σοσιαλδημοκρατία είχε πολιτική αυτοπεποίθηση, οικονομική επιτυχία και ιδεολογική δημιουργικότητα. Σήμερα η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά χάνει τις εκλογές και βρίσκεται σε σύγχυση σχετικά με το μέλλον της. Τι πήγε στραβά και πώς μπορεί να το διορθώσει;
«Από το 2008 η οικονομική κρίση και τα χρέη γκρέμισαν πολύ οδυνηρά την ψευδαίσθηση ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μπορούσαν να δαμάσουν τις αγορές, προς το συμφέρον του κράτους πρόνοιας. Ο “τρίτος δρόμος” –ο γάμος της οικονομικής αποτελεσματικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη –έφθασε σε αδιέξοδο. Οσο καλοπροαίρετος και αν ήταν, ο ταυτόχρονος εναγκαλισμός της ελεύθερης αγοράς και της κοινωνικής πρόνοιας δεν άντεξε κάτω από το βάρος της κρίσης. Η Κεντροαριστερά δεν έκανε εγκαίρως τη διάγνωση, δεν πρότεινε νέες ιδέες. Επιπλέον, τα κεντροδεξιά κόμματα έχουν την τάση να προσαρμόζονται καλύτερα από τους αντιπάλους τους στις οικονομικές κρίσεις. Στην εποχή μας έχουν εξισώσει επιδέξια την Κεντροαριστερά με έναν υπερτροφικό δημόσιο τομέα και αδιέξοδες κοινωνικές πολιτικές. Αυτοί οι συνειρμοί, που έχουν εντυπωθεί στο μυαλό της κοινής γνώμης, σημαίνουν ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πληρώνουν ακόμη βαρύτερο τίμημα από ό,τι ήταν αναμενόμενο» λέει ο Μπάρμπερ.
Η Κεντροαριστερά υπέφερε ήδη από τη μακροχρόνια διάβρωση της εργατικής εκλογικής βάσης της κάτω από τις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής προόδου. Τώρα τι γίνεται; «Πολλοί κατηγορούν την ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά ότι απέτυχε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των πολιτών: όχι μόνο την οικονομική ανισότητα, την εργασιακή ανασφάλεια και τις περικοπές εισοδημάτων, αλλά και –εξίσου σημαντικό –τις κοινωνικές ανησυχίες σχετικά με την εθνική ταυτότητα, την κοινωνική συνοχή και την ενσωμάτωση των μη ευρωπαίων μεταναστών. Σε πολλά κράτη κατηγορούν τους Σοσιαλδημοκράτες ότι επέτρεψαν στους μετανάστες να αρμέγουν το κράτος πρόνοιας. Την ίδια ώρα το κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο επιτρέπει την άνοδο ακραίων λαϊκίστικων κομμάτων, από δεξιά και από αριστερά» καταλήγει ο Μπάρμπερ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
