Πέντε χρόνια χωρίς Θέατρο Αμόρε

«Ενα θέατρο που άλλαξε το θεατρικό τοπίο, το θεατρικό κοινό, το θεατρικό ρεπερτόριο, το υποκριτικό ύφος και ήθος της ως τότε Αθήνας. Όλοι ξεκινήσαμε από εκεί, ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Ιδρώσαμε εκεί, μάθαμε να δουλεύουμε εκεί. Πολλές ώρες, ατελείωτη δουλειά και συζητήσεις. Εγώ προσωπικά εκεί γεννήθηκα νομίζω. Ποιος έφερε φαγητό σήμερα, ποιος γιορτάζει αύριο και τι […]

Πέντε χρόνια χωρίς Θέατρο Αμόρε

«Ενα θέατρο που άλλαξε το θεατρικό τοπίο, το θεατρικό κοινό, το θεατρικό ρεπερτόριο, το υποκριτικό ύφος και ήθος της ως τότε Αθήνας. Όλοι ξεκινήσαμε από εκεί, ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Ιδρώσαμε εκεί, μάθαμε να δουλεύουμε εκεί. Πολλές ώρες, ατελείωτη δουλειά και συζητήσεις. Εγώ προσωπικά εκεί γεννήθηκα νομίζω. Ποιος έφερε φαγητό σήμερα, ποιος γιορτάζει αύριο και τι θα του ετοιμάσουμε, νέοι όλοι, ηθοποιοί, κοινό, εργαζόμενοι. Με πίστη, μια πίστη που δεν υπάρχει πια, ότι μας περιμένει κάτι ακόμα πιο προκλητικό, πιο δύσκολο, πιο αναπάντεχο αύριο, ό,τι κι αν γίνεται όμως να αποφασίζουμε όλοι για το ρεπερτόριο του θεάτρου, για τα θέματα που απασχολούν σήμερα και τι κάνουμε εμείς γι’ αυτά και ταυτόχρονα ότι αρρώστησε η κ. Ελένη που μας καθαρίζει και ποιος θα τη φροντίσει. Αγάπη; Έρωτας; Χαζομάρα; Τόλμη; Θράσος; Όλα αυτά μαζί. Και όποιος δεν καταλαβαίνει τι έχω γράψει παραπάνω, ας το ξαναδιαβάσει φανταζόμενος πώς θα ήταν γι’ αυτόν το ιδανικό θέατρο, η ιδανική παρέα, η ιδανική εποχή. Τώρα βέβαια μας λείπει και θα μας λείπει και η ανάγκη ύπαρξής του είναι πιο μεγάλη από ποτέ. Φιλιά σε όσους παίξαμε εκεί και σε όσους είδατε εκεί παραστάσεις και σε όσους θα θέλατε αλλά δεν έτυχε…» Αυτό είναι το κείμενο που μας έστειλε ο Αργύρης Ξάφης όταν του ζητήσαμε να μιλήσει για το Αμόρε. Και κάπως έτσι ξεκινάει το ποτάμι των αναμνήσεων…

Τα καλύτερά μας χρόνια

«Αυτό που αγαπούσα πιο πολύ ήταν αυτή η σκάλα. Έχω καθήσει ατέλειωτες ώρες χαζεύοντας την κίνηση στην Πριγκιποννήσων, έχω ακούσει καβγάδες ερωτευμένων για έναν Μολιέρο, έχω κρυφακούσει εκνευρισμένους θεατές, έχω πει και έχω ακούσει μυστικά και ψέματα, έχω φωτογραφίσει την αγωνία, έχω τσακωθεί για ένα πάρτι, για μια πρεμιέρα, για μια φωτογραφία, για τις θέσεις στον εξώστη, έχω αγαπήσει αυτούς που έφταναν τρέχοντας στην πρόβα από ένα γύρισμα, έχω συμπονέσει θεατές που καθυστέρησαν να φτάσουν και έχω θαυμάσει αυτούς που έφτασαν με χιόνι από τη Γλυφάδα». Την Παγκόσμια Ημέρα του Θεάτρου η Αργυρώ Μποζώνη πόσταρε στο Facebook αυτό το κείμενο, υπήρξε άλλωστε υπεύθυνη επικοινωνίας του –πιο ταιριαστή ονομασία δεν θα μπορούσε να είχε επιλεγεί για κάτι που αγάπησαν με τόσο πάθος οι θεατρόφιλοι Αθηναίοι.

Το Θέατρο Αμόρε ιδρύθηκε το 1991. Ολοκλήρωσε τον κύκλο του το 2008, στις 31 Μαΐου συγκεκριμένα. Καλλιτεχνικός διευθυντής ο Γιάννης Χουβαρδάς και από το 2000 και ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Στις σκηνές του, Κεντρική, Εξώστη και στο Φουαγιέ, παρουσιάστηκαν 130 παραστάσεις (ανάμεσά τους τα Shopping and Fucking, Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε μία ώρα, Μεταμορφώσεις, Το στρίψιμο της βίδας) στις οποίες έπαιξαν συνολικά 500 ηθοποιοί. Περισσότεροι από 500.000 θεατές είδαν τις παραστάσεις του. Ο Χουβαρδάς, ο οποίος θα ολοκληρώσει σύντομα τη θητεία του ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, νοσταλγεί από εκείνη την εποχή: «Tην αθωότητα των προθέσεων, τη νεανικότητα της ατμόσφαιρας, τη σφριγηλότητα των σχέσεων και την άδολη υποστήριξη του κόσμου και του Τύπου. Και όλους τους φίλους και συνεργάτες εκείνης της περιόδου».

Σχολείο

Το Αμόρε «άνοιξε το δρόμο για το λεγόμενο πολυδιάστατο ρεπερτόριο, το μη προσωποπαγή χαρακτήρα των ιδιωτικών θεάτρων, την ανανεωτική ματιά στους κλασικούς και την απλόχερη πρόσκληση για συμμετοχή νέων καλλιτεχνών», αποτιμά ως σημαντικότερη προσφορά του ο κύριος Χουβαρδάς. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος μας διηγείται τη δική του ιστορία: «Έκανα την πρώτη μου δουλειά στο Αμόρε το 1996. Εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν το μόνο που πρότεινε κάτι με συμπαγή χαρακτήρα. Το ύφος των παραστάσεων και το ήθος της δουλειάς σε προσκαλούσαν».

Όλοι παραδέχονται πια πως το θεατρικό τοπίο της Αθήνας θα μπορούσε να χωριστεί σε προ και μετά Αμόρε εποχή. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος είναι ξεκάθαρος: «Ο χαρακτήρας αυτού που τώρα βλέπουμε σε πολυχώρους, το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο για παράδειγμα, διαμορφώθηκε εκεί. Αυτό που αξίζει να τονιστεί ωστόσο είναι πως οι ευκαιρίες που έδινε ο Χουβαρδάς ήταν πραγματικές και σε συνθήκες απόλυτης καλλιτεχνικής ελευθερίας. Παράλληλα παρείχε ένα σταθερό οργανωτικό πλαίσιο και μια μεγάλη πολυτέλεια: τη δυνατότητα να είναι μια παράσταση καλλιτεχνική επιτυχία και εμπορική αποτυχία και να μην κατεβαίνει. Και δεν μιλάμε για σπατάλη, μιλάμε για πολύ λίγα χρήματα».

Κάθε πορεία έχει τα πάνω και τα κάτω της. Οι δυσκολίες που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο Γιάννης Χουβαρδάς όσο καιρό βρισκόταν εν ενεργεία το Θέατρο του Νότου (έτσι λεγόταν η καλλιτεχνική εταιρία που διαχειριζόταν το χώρο του Αμόρε) ήταν: «Πρωτίστως απώλειες, ιδίως το θάνατο της γλυκύτατης Ελευθερίας Σαπουντζή, ηθοποιού και σκηνοθέτιδας, και δευτερευόντως την απουσία συστηματικής κρατικής υποστήριξης». Ο θάνατος αυτός, ο οποίος συνέβη στο χώρο του θεάτρου, υπήρξε καθοριστικός. Και ο Θωμάς Μοσχόπουλος αλλάζει τελείως ύφος όταν αναφέρεται σε αυτόν. «Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που με άλλαξαν. Πέρα από τον πόνο που ένιωσα, την έντασή του, με ωρίμασε αυτή η απώλεια σε επίπεδο υπαρξιακό, αξιολόγησα λίγο διαφορετικά τη ζωή μου».

Γλυκιά συμμορία

«Αυτό που μένει χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη είναι οι ανθρώπινες ανατροπές των ρόλων σε ένα χώρο τόσο “οικογενειακό”: ο ηθοποιός που γινόταν ταμίας, ο ηλεκτρολόγος που έκανε τον παρκαδόρο, η καθαρίστρια που ήταν συνήθως ο πρώτος θεατής, ο σκηνοθέτης που σέρβιρε στο μπαρ, ο ερασιτέχνης φωτογράφος που μεταβλήθηκε σε φροντιστή και αργότερα σε ηθοποιό… Αξέχαστα χρόνια», αναπολεί ο κύριος Χουβαρδάς.

Ο ηθοποιός Ακύλλας Καραζήσης εστιάζει σε μια άλλη πτυχή αυτής της ιστορίας. Το πόσο το Αμόρε εκπαίδευσε κατά μία έννοια και ένα κομμάτι του θεατρόφιλου κοινού. Οι θεατές του Αμόρε ένιωθαν ότι το στήριζαν ουσιαστικά. Η Βάσω Βασιλάτου, φιγούρα του θεάτρου και υπεύθυνη για τα προγράμματα των παραστάσεων, διηγείται πως ακόμα και σήμερα άνθρωποι που πήγαιναν συχνά στο Αμόρε όταν την αναγνωρίζουν της μιλούν σαν να απευθύνονται σε δικό τους άνθρωπο, σε ένα συνωμότη που μπορεί να τους καταλάβει. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος λέει: «Όταν μετά το Αμόρε βγήκαμε όλοι στην ελεύθερη αγορά, εκεί καταλάβαμε τι σήμαινε αυτό το πράγμα. Έπρεπε να ενηλικιωθούμε βέβαια. Τώρα, βλέποντάς το από απόσταση, χαίρομαι που έκανε τουλάχιστον τον κύκλο του, δεν παρήκμασε». Όταν έκλεισε το Αμόρε οι συντελεστές του το αποχαιρέτησαν με ένα μεγάλο πάρτι. Στα μπλουζάκια των παιδιών του θεάτρου αναγραφόταν η φράση «Τhe end is the beginning, the beginning is the end». Κάθε τέλος και μια νέα αρχή, καθετί που αρχίζει θα τελειώσει. Αυτό που μένει τελικά είναι η αγάπη. Είπαμε, δεν είναι τυχαίο που το έλεγαν αυτό το θέατρο Αμόρε.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version