«Οι κώδικες εργασια- κής συμπερι- φοράς (work ethics) στην Ελλάδα διαφέρουν από εκείνους της Αμερικής » θα μου πει τηλέφωνικώς από το Λος Αντζελες ο Φαίδων Παπαμιχαήλ, ένας από τους σημαντικότερους, σήμερα, διευθυντές φωτογραφίες στο Χόλιγουντ, γνωστός από τη δουλειά του σε διακεκριμένες ταινίες, μεταξύ των οποίων οι «Πλαγίως» τού επίσης ελληνικής καταγωγής Αλεξάντερ Πέιν, «Walk the line» και «Το τελευταίο τρένο για τη Γιούμα» του Τζέιμς Μάνγκολντ, το «W.» του Ολιβερ Στόουν και οι «Επικίνδυνες παρέες» επίσης του Μάνγκολντ, με τον Τομ Κρουζ και την Κάμερον Ντίαζ, που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες. Του ζητώ να αναπτύξει την έννοια του «work ethics»: « Αναφέρομαι στην αφοσίωση που δίνει καθένας στην τέχνη του » μου απαντά. « Για το πόσα μπορεί να θυσιάσει για να κάνει καλά αυτό που κάνει. Σε γενικές γραμμές, αυτό που κατάλαβα είναι ότι στην Ελλάδα επιδιώκουν να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους. Δεν φταίνε. Αφού δεν υπάρχει κάποιος για να διδάξει τι πρέπει να γίνει.Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σχολές και παραδόσεις όπως στην Αμερική ». Ο Παπαμιχαήλ δίνει το παράδειγμα μιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας, της Σερβίας. «Δούλεψα στη Σερβία και είδα ότι το σύστημα προσέλκυσης ξένων παραγωγών εκείείναι άκρως ελκυστικό,με φοροαπαλλαγές κ.ο.κ. Τα στούντιο που έχουν κτίσει έξω από το Βελιγράδι είναι έργα τέχνης.Τα κινηματογραφικά συνεργεία της Σερβίας δουλεύουν πολύ πιο σκληρά απ΄ ό,τι στην Ελλάδα και είναι φυσικό να πάρουν πολλή δουλειά από την Ελλάδα. Οταν γυριζόταν η “Μamma Μia! ” στην Ελλάδα, οι Ελληνες παραπονούνταν γιατί η παραγωγή χρησιμοποιούσε βρετανικά συνεργεία και όχι ελληνικά.Η απάντηση είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν τα απαραίτητα προσόντα».
Ανιχνεύοντας την Αρκαδία
Ο Παπαμιχαήλ μιλάει μέσα από προσωπικές εμπειρίες. Πριν από δύο χρόνια σκηνοθέτησε την τέταρτη μεγάλου μήκους προσωπική ταινία του στην Αρκαδία. Το «Αrcadia lost» με πρωταγωνιστή τον Νικ Νόλτε, που θα κάνει την πανελλήνια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ της Πάτμου (19-25 Ιουλίου), είναι μια συμπαραγωγή των εταιρειών Chambers και Τop Cut και γυρίστηκε με την υποστήριξη του ελληνικού Film Commission. «Δεν θέλω να πω ότι υπάρχουν κανόνες για το πώς πρέπει να γίνει το σινεμά. Λέω απλώς ότι στην Αμερική τα πράγματα γίνονται με πολύ διαφορετικό τρόπο». Από την άλλη πλευρά, βέβαια, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ επισημαίνει ότι το καλό που έχουν ταινίες όπως το «Αrcadia lost» είναι ότι « σου επιτρέπουν να αντιδράς με περισσότερη ευελιξία μπροστά στα προβλήματα.Μια μεγάλη παραγωγή του Χόλιγουντ είναι θηριώδης μηχανή που δεν σου επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες. Στο Χόλιγουντ δεν μπορείς να διαφοροποιήσεις ένα πρόγραμμα ».
Γεννημένος το 1962 στην Αθήνα, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ βρέθηκε από πολύ μικρός στην Αμερική χάρη στον πατέρα του, εικαστικό και σκηνογράφο Φαίδωνα Παπαμιχαήλ (1922- 2008), συγγενή και στενό συνεργάτη του Τζον Κασσαβέτη. Παιδί μετακόμισε στη Γερμανία όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη ζωγραφική, τη φωτογραφία και το σινεμά, γυρίζοντας φιλμάκια σε super 8 στο σπίτι. Οταν είδε την «Περιφρόνηση» του Ζαν Λυκ Γκοντάρ , η φωτογραφία του Ραούλ Κουτάρ τον μάγεψε. « Η δουλειά του φωτογράφου είναι μοναχική» λέει. «Προτιμώ τη συλλογικότητα του κινηματογράφου ». Το 1983 ο Παπαμιχαήλ πήγε στην Αμερική και μετά τις σπουδές, τη δουλειά στη διαφήμιση και κάποιες μικρού μήκους ταινίες, εργάστηκε στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Νowhere to run», το 1989. Από τότε, η άνοδός του γίνεται με ραγδαίους ρυθμούς και έχει στο ενεργητικό του περισσότερες από 40 ταινίες.
Για τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, το μεγάλο στοίχημα για έναν ξένο στο Χόλιγουντ είναι να διατηρήσει την ταυτότητά του. « Χρειάζεται προσοχή στον χειρισμό της προσωπικότητάς σου» λέει. « Ο Ολιβερ Χίρσμπιγκελ,για παράδειγμα,ήρθε στο Χόλιγουντ από τη Γερμανία μετά την επιτυχία του “Πειράματος” αλλά δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία ως δημιουργός. Παρασύρθηκε μπροστά στο μπάτζετ των 80 εκατομμυρίων δολαρίων της “Εισβολής” και στην ευκαιρία να δουλέψει με τη Νικόλ Κίντμαν. Τελικά του πήραν την ταινία από τα χέρια, κάποιος άλλος την τελείωσε και πήγε στράφι όλη η δουλειά στην οποία είχε επενδύσει ».
«Στο Λος Αντζελες δεν υπάρχει ελληνική κινηματογραφική κοινότητα» μου λέει ο Παπαμιχαήλ. « Σε αντίθεση,ας πούμε,με τη μεξικανική κοινότητα που είναι πιο συσπειρωμένη με ανθρώπους που αλληλοστηρίζονται.Βεβαίως,βοηθά πολύ το γεγονός ότι το Μεξικό είναι μια γειτονική χώρα και αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος μεξικανός σκηνοθέτης θέλει να κάνει κάτι πιο προσωπικό και φτηνό μπορεί να “πεταχτεί” στη χώρα του και να το κάνει ». Το παράδειγμα που δίνει ο Παπαμιχαήλ είναι αυτό του Αλφόνσο Κουαρόν που γύρισε το «Θέλω και τη… μαμά σου» στην πατρίδα του, κάνοντας διάλειμμα από το Χόλιγουντ, και σημείωσε επιτυχία.
Φωτογραφίζοντας τους σταρ
Εχει άραγε προβλήματα ένας διευθυντής φωτογραφίας του Χόλιγουντ όταν πρέπει να τραβήξει σκηνές με ηθοποιούς όπως ο Ράσελ Κρόου, ο Τομ Κρουζ, ο Τζορτζ Κλούνεϊ, η Τζούλια Ρόμπερτς και η Κάμερον Ντίαζ; Υπάρχουν τρελές απαιτήσεις από αυτούς στα σετ των γυρισμάτων;
«Προσωπικά δεν είχα κανένα σοβαρό » απαντά. «Μικροπροβλήματα ναι,όπως με τον Ράσελ Κρόου στο “Τελευταίο τρένο για τη Γιούμα”, όμως αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Υπάρχει μια διαφορετική δυναμική στα σετ των ταινιών όταν εργάζεσαι με τόσο μεγάλους σταρ. Συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία και πρέπει να κάνεις παραχωρήσεις σε ό,τι αφορά τον πρόγραμμά τους». Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ αναφέρεται στον Κρουζ που είχε λόγο για το πώς θα γυριστούν οι σκηνές δράσεις στις «Επικίνδυνες παρέες». « Ανθρωποι όπως ο Κρουζ ξέρουν πολλά πράγματα. Επομένως είναι προτιμότερο να αγκαλιάσεις την εμπειρία και τις γνώσεις ενός ανθρώπου που έχει δουλέψει με τόσους σπουδαίους σκηνοθέτες- από τον Κιούμπρικ και τον Ολιβερ Στόουν ως τον Σίντνεϊ Πόλακ. O Κρουζ ξέρει περισσότερα από όσα εγώ και ο Τζέιμς Μάνγκολντ μαζί. Αν έχει κάποιο πρόβλημα, συνήθως έχει δίκιο».
Η ταινία «Αrcadia lost» θα κάνει την πανελλήνια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ της Πάτμου (19-25 Ιουλίου) και τον Σεπτέμβριο θα προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογρά- φου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας».Προς το παρόν δεν έχει βρει ελληνική διανομή.
