Ορισμένοι αποτελούν εισηγήσεις του εκάστοτε προπονητή του Τριφυλλιού. Οπως ο Κροάτης Αντονι Σέριτς του κ. Αλμπέρτο Μαλεζάνι ή ο Σουηδός Μίκαελ Αντονσον του κ. Χανς Μπάκε. Αλλοι, του εκάστοτε τεχνικού διευθυντή (όπως οι Κροάτες Σίλβιο Μάριτς, Σρνταν Αντριτς, Ιγκόρ Μπίστσαν του κ. Βέλιμιρ Ζάετς). Αλλοι πάλι ήταν «προϊόν» του σκάουτινγκ του Σπύρου Λιβαθηνού (όπως ο Αργεντινός Σεμπάστιαν Ρομέρο). Και άλλοι, όπως ο πολύς Βραζιλιάνος Φλάβιο Κονσεϊσάο ή ο Ισπανός Βίκτορ Σάντσεθ, προτείνονται από μάνατζερ και εγκρίνονται από τον εκάστοτε προπονητή που αναζητεί παίκτη στη συγκεκριμένη θέση. Ποιος ο κοινός παρονομαστής (για τον Παναθηναϊκό βεβαίως…) όλων των προαναφερθέντων και όχι μόνον; Κατά το κοινώς λεγόμενον: «πεταμένα λεφτά». Και μάλιστα πολλά!
Μόνο δύο είναι οι μεταγραφικές σεζόν, από τότε που ο κ. Γιάννης Βαρδινογιάννης ανέλαβε ουσιαστικά τα ηνία της ΠΑΕ Παναθηναϊκός (το καλοκαίρι του 2001, όταν τοποθέτησε σε ρόλο προέδρου και «διαχειριστή» τον κ. Αγγελο Φιλιππίδη), στις οποίες δεν επένδυσε σημαντικά για τα ελληνικά δεδομένα ποσά στο μεταγραφικό παζάρι.
Η πρώτη το καλοκαίρι του 2002, όταν ο Παναθηναϊκός διέθετε καταπληκτικό ρόστερ (μόνο η επιθετική πεντάδα των Κωνσταντίνου – Ολιζαντέμπε – Λυμπερόπουλου – Βλάοβιτς – Βαζέχα αρκεί για να καταδειχθούν η πληρότητα και το «βάθος» μιας ομάδας με ουκ ολίγους μετέπειτα πρωταθλητές Ευρώπης). Τότε, με προπονητή αρχικά τον κ. Φερνάντο Σάντος και εν συνεχεία τον κ. Σέρχιο Μαρκαριάν, είχαν αποκτηθεί μόνο οι Παντελής Κωνσταντινίδης, Ερικ Λίνκαρ (Ρουμάνος), Κάρλος Σαΐνιο (Πορτογάλος), Μηνάς Πίτσος.
* Με συνοπτικές διαδικασίες
Η δεύτερη ήταν και η επώδυνη. Το καλοκαίρι αμέσως μετά την κατάκτηση του νταμπλ, όταν ο Παναθηναϊκός που χρειαζόταν μόνο τρεις-τέσσερις πολύ καλούς παίκτες πούλησε τον Γιούρκα Σεϊταρίδη, αποδέσμευσε τους Αντώνη Νικοπολίδη, Γιαν Μικάελσεν (Δανός), Βλάοβιτς (Κροάτης), πούλησε εν συνεχεία τον Σωτήρη Κυργιάκο και πήρε τους Ρούντολφ Σκάτσελ (Τσέχος), Ντουμίτρου Μίτου (Ρουμάνος), Ματσέι Μπικόφσκι (Πολωνός), Αλέν Ραγκουέλ (Γάλλος), Αντριτς (Κροάτης), Μάριο Γκαλίνοβιτς (Κροάτης). Οι τέσσερις εκ των έξι αποχώρησαν με… συνοπτικές διαδικασίες, ο Αντριτς ουδέποτε κέρδισε την εμπιστοσύνη των προπονητών του και ο Γκαλίνοβιτς είναι πλέον αναπληρωματικός γκολκίπερ…
Σε όλες τις υπόλοιπες μεταγραφικές περιόδους ο Τζίγγερ ξόδεψε εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές (στην εποχή… Σόουζα) και δεκάδες εκατομμύρια ευρώ αργότερα. Μα οι περισσότερες επιλογές ξένων παικτών αποδείχθηκαν αποτυχημένες. Και αυτός είναι ακριβώς ένας βασικός τομέας που «πονάει» το Τριφύλλι τα τελευταία τρία χρόνια.
Διότι όπως αποδείχθηκε και εκ των αποτελεσμάτων, οι Πράσινοι κατέκτησαν το νταμπλ έχοντας πετύχει «διάνα» στην ιδανική συνταγή για κάθε ελληνική ομάδα: κορμός αξιόλογων Ελλήνων, με δυο-τρεις ξένους που προσέφεραν το «κάτι παραπάνω» και ορισμένες αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις που έδιναν πολύτιμες βοήθειες από τον πάγκο. Τότε ο Νασίφ Μόρις (Νοτιοαφρικανός), ο Μάρκους Μινχ (Γερμανός) και ο Εζεκίελ Γκονζάλες (Αργεντινός) είχαν πλαισιώσει άψογα τη «γενιά της Ριζούπολης», από την οποία είχαν αποχωρήσει μόνο ο Γιόνας Κόλκα (Φινλανδός), ο Τάκης Φύσσας και ο Γιώργος Καραγκούνης…
* Τα «θύματα» και οι «λίγοι»
Η ευστοχία στις μεταγραφές με ποσοστά… Θοδωρή Παπαλουκά από τη γραμμή των ελεύθερων βολών είναι βεβαίως ανέφικτη στο ποδόσφαιρο. Σε συλλόγους με πολύ μεγαλύτερη ιστορία, με ισχυρότερες φιλοδοξίες και προϋπολογισμό εκατονταπλάσιο του Παναθηναϊκού, παίκτες της κλάσης του Ρομπίνιο (Ρεάλ) ή ακόμη και του Σεφτσένκο (Τσέλσι) δεν προσφέρουν τα αναμενόμενα. Και δεν είναι ασφαλώς αιτία η αναμφισβήτητη ποδοσφαιρική αξία τους. Είναι και το περιβάλλον, οι απαιτήσεις της ομάδας, η ατμόσφαιρα στον σύλλογο, η προσαρμογή τους στην καινούργια χώρα, η αξία των συμπαικτών τους.
Το ποδόσφαιρο άλλωστε ανέκαθεν ομαδικό άθλημα ήταν. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως, το αποτέλεσμα μετράει. Και η υπομονή και η εμπιστοσύνη! Αρετές τις οποίες δυσκολεύεται να παρουσιάσει ο Παναθηναϊκός. Γιατί; Διότι πιέζεται περισσότερο από χρονιά σε χρονιά λόγω της απώλειας τίτλων και του ευρωπαϊκού του «ξεθωριάσματος». Κάποτε κατακτούσε τίτλους. Αλλοτε έκανε σπουδαίες πορείες σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Σε άλλες χρονικές περιόδους έπαιζε όμορφο ποδόσφαιρο. Σε μερικές σεζόν συνδύαζε και τα τρία ή έστω τα δύο εξ αυτών των ποδοσφαιρικών μικρών και μεγαλύτερων επιτευγμάτων. Τώρα αποτυγχάνει σε όλα!
Και αυτή η παταγώδης αποτυχία σε επίπεδο θεάματος, αποτελεσματικότητας (τίτλοι) και καταξίωσης (Ευρώπη) προκαλούν γεγονότα τα οποία δένουν το ένα με το άλλο (επεισόδια, αλλαγές προπονητών, αδιαφορία από τη συντριπτική πλειονότητα των φίλων του Τριφυλλιού) δημιουργώντας άθραυστα δεσμά. Των οποίων «θύματα» είναι πολλές φορές και αρκετοί ξένοι παίκτες. Διότι ορισμένοι, όπως οι Μίτου, Αντριτς, Μπικόφσκι, μπορεί όντως να αποδείχθηκαν αναμφισβήτητα «λίγοι» για το μέγεθος του Παναθηναϊκού βάσει της κρίσης των προπονητών τους (δεν είμαστε δα και ειδήμονες!), άλλοι όμως ίσως να προσέφεραν περισσότερα αν οι συνθήκες στο Τριφύλλι ήταν καλύτερες, η «ανοχή» μεγαλύτερη, η υπομονή πιο γενναιόδωρη από οπαδούς και διοικούντες.
* Τα πανάκριβα συμβόλαια
Ο Μάριτς και ο Λιθουανός Ραϊμόντας Ζουτάουτας ήταν χρήσιμοι αλλά δεν «έκαναν τη διαφορά», όπως και ο Σκάτσελ. Δεν κόστιζαν και πανάκριβα όμως, όπως ο Κονσεϊσάο, ο οποίος αποκτήθηκε πρόπερσι μαζί με τον (πρωταθλητή Ευρώπης από τη Λίβερπουλ τότε) Μπίστσαν. Από τον Βραζιλιάνο όλοι περίμεναν ότι θα… «κεντούσε» στη μεσαία γραμμή. Στα δύσκολα δεν άντεξε, στις αποδοκιμασίες εναντίον του Ηρακλή είπε στον κ. Αλμπέρτο Μαλεζάνι «άσε με έξω». Εφυγε ύστερα από έξι μήνες έχοντας πάρει 1,8 εκατ. ευρώ: 450 φορές περισσότερα από την αμοιβή του Σωτήρη Νίνη (40.000 ευρώ ετησίως)!
Το ίδιο αναμένεται να συμβεί σε έναν μήνα με τον Μπίστσαν, ο οποίος έγινε πλουσιότερος κατά 2,4 εκατ. ευρώ συνολικά. Περίπου 700.000 κόστισε η αγορά του Σέριτς από τη Βερόνα και ο Κροάτης παίρνει 600.000 ετησίως, όσα και ο Σουηδός Μίκαελ Νίλσον. Κατά 100.000 λιγότερα από τον Βίκτορ Σάντσεθ, ο οποίος κατέστη νέος… Πάουλο Σόουζα (σπουδαίος, αλλά ευπαθής παίκτης ο Πορτογάλος) και κατά 100.000 περισσότερα από τον Ρομέρο.
Το ίδιο αναμένεται και από τον σουηδό στόπερ Αντονσον, ο οποίος έχει τόσο ισχυρή αυτοπεποίθηση και ποδοσφαιρικό εγωισμό για να κάνει σπουδαία καριέρα στον Παναθηναϊκό μέχρι του σημείου να δηλώνει ότι «είναι δύσκολο να μπεις σε μια ενδεκάδα που αγωνίζονται ο Γκούμας και ο Μόρις»…
Η «ΚΑΤΑΡΑ» ΤΟΥ ΑΜΥΝΤΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ Από τον Νορβηγό Μίκλαντ στον Βραζιλιάνο Μπόβιο
Από το καλοκαίρι του 2000, όταν ο τότε πρόεδρος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός κ. Γιώργος Βαρδινογιάννης είπε για ακόμη μία φορά «το μοναστήρι να ‘ναι καλά» για τον υπερπολύτιμο και επί σειράν ετών βασικό στέλεχος της Εθνικής Νορβηγίας Ερικ Μίκλαντ ο οποίος έφυγε ως «ελεύθερος» με προορισμό τη γερμανική Μόναχο 1860, ο Παναθηναϊκός ανελλιπώς σε κάθε μεταγραφική σεζόν αποκτούσε έναν αμυντικό μέσο. Ιδού λοιπόν. 2000: Πάουλο Σόουζα, 2001: Γιαν Μικάελσεν (αποκτήθηκε ως δεξιός χαφ – εξτρέμ, αλλά τελικά αξιοποιήθηκε περισσότερο από όλους τους προπονητές του ως αμυντικός μέσος), 2002: Κάρλος Σαΐνιο, Ερικ Λίνκαρ, Ξενοφών Γήτας, 2003: Σίλβιο Μάριτς, Ραϊμόντας Ζουτάουτας, 2004: Σρνταν Αντριτς, Λίμα Αντερσον, 2005: Φλάβιο Κονσεϊσάο, Ιγκόρ Μπίστσαν, Αλέξανδρος Τζιόλης, 2006: Ρικάρντο Μπόβιο.
Μικροί και μεγαλύτεροι. Ταλαντούχοι και έμπειροι. «Ταλέντα» και «βεντέτες». Ελληνες και ξένοι. Από τη Λιθουανία και την Κροατία ως τη Ρουμανία και την Πορτογαλία. Με «έφεση» ασφαλώς στη Βραζιλία (Αντερσον – Κονσεϊσάο – Μπόβιο)! Ως το 2005 σχεδόν όλοι είχαν έναν «κοινό παρονομαστή»: τον Αγγελο Μπασινά, ο οποίος, προφανώς επειδή κάτι περισσότερο ήξεραν όλοι οι προπονητές που πέρασαν από την Παιανία από μερίδα της κερκίδας στην οποία δεν άρεσε το… ύφος του, ήταν βασικότατο στέλεχος του Παναθηναϊκού επί έξι συναπτά έτη, αλλάζοντας παρτενέρ.
Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική θέση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο και οι απανωτές αλλαγές επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον Παναθηναϊκό, ειδικά τα τελευταία τρία χρόνια. Διότι από τη μεσαία γραμμή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η λειτουργία του συνόλου και όταν από μια ομάδα απουσιάζει το στοιχείο της ομοιογένειας, όλα καθίστανται πιο δύσκολα. Με κορυφαίο παράδειγμα την απόκτηση του Κονσεϊσάο (1,8 εκατ. ευρώ ετησίως και 500.000 ευρώ στη Γαλατάσαραϊ), ο οποίος αποχώρησε ύστερα από έξι μήνες και μια αποκαρδιωτική εμφάνιση εναντίον του φίλου του Ριβάλντο στο «Γ. Καραϊσκάκης», οι επιλογές σε αυτήν τη θέση για διαφορετικούς λόγους δεν άνθησαν στο Τριφύλλι. Κάτι που αποδεικνύεται και από το πρώτο σοβαρό μεταγραφικό σενάριο για την επόμενη σεζόν: το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού για την απόκτηση του 28χρονου Αργεντινού Αλντο Ντούσερ, ο οποίος αποδεσμεύεται σε δύο μήνες από τη Λα Κορούνια και επί έναν χρόνο είναι σταθερός στόχος αρκετών συλλόγων της Πρέμιερ Λιγκ και της Λυών!
