Ο Μίλτον Φρίντμαν, που πέθανε την περασμένη Πέμπτη πλήρης ημερών από καρδιακή προσβολή, υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους σπουδαιότερους οικονομολόγους του 20ού αιώνα.
Γεννήθηκε το 1912 από φτωχούς εβραίους γονείς ουγγρικής καταγωγής στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Πήρε το πτυχίο οικονομικών από το Πανεπιστήμιο Rutgers εν μέσω του Κραχ, το 1932, και το μάστερ του από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου, με το οποίο έμελλε στην πορεία να ταυτίσει το όνομά του. Δεν βρήκε ωστόσο αμέσως ακαδημαϊκή δουλειά, και έτσι εργάστηκε στο υπουργείο Οικονομικών, όπου παρέμεινε ως το 1945.
Τελικά η «Σχολή του Σικάγου» του άνοιξε τις πύλες της και ο Φρίντμαν δίδαξε εκεί επί 30 συναπτά έτη: μαζί με τον συνάδελφό του, τον «χερ προφεσόρ» Φρίντριχ φον Χάγεκ, καθιερώθηκαν ως κύριοι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς. Το Βραβείο Νομπέλ που πήρε το 1976, έναν χρόνο πριν από τη συνταξιοδότησή του από τη σχολή, απλώς επιβεβαίωσε τη φήμη του – έστω και αν η απονομή του σημαδεύτηκε από βίαιες διαδηλώσεις αριστερών φοιτητών στη Στοκχόλμη, λόγω της «εμπλοκής» του στη Χιλή.
Στη μεγάλη αναγνωρισιμότητα του Φρίντμαν βοήθησαν πάντως και οι συχνές εμφανίσεις του στην τηλεόραση, αλλά και η πολυετής πολιτική αρθρογραφία του στο «Newsweek». Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Φρίντμαν διετέλεσε οικονομικός σύμβουλος τεσσάρων Ρεπουμπλικανών προέδρων, από τον Νίξον ως τον πατέρα Μπους.
* Η μάχη των ιδεών
Ηδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο Φρίντμαν εστίασε την προσοχή του στην κριτική του κρατικού συγκεντρωτισμού και στην υποστήριξη του οικονομικού φιλελευθερισμού. Το 1957, με το βιβλίο-σταθμό «Θεωρία της Λειτουργίας της Κατανάλωσης», επιτίθεται για πρώτη φορά μετωπικά στις οικονομικές θεωρίες του Τζον Μέιναρντ-Κέινς και των μαθητών του Τζον Κένεθ-Γκάλμπρεϊθ («έφυγε» και αυτός πριν από λίγους μήνες) και Πολ Σάμιουελσον. Η «πνευματική μονομαχία» του Φρίντμαν με τον Κέινς, της «ελεύθερης αγοράς» με το «κράτος πρόνοιας», τρόπον τινά, συνεχίζεται ως σήμερα – όχι μόνο στα αμφιθέατρα αλλά και στις τσέπες μας.
Στο σπουδαιότερο έργο του, το «Καπιταλισμός και Ελευθερία», ο Φρίντμαν ασχολήθηκε σε βάθος με τον μηχανισμό καθορισμού των τιμών και τη λεγόμενη «ποσοτική θεωρία» του χρήματος, την ιδέα δηλαδή ότι οι τιμές σε κάθε αγορά καθορίζονται από την προσφορά χρήματος και ότι η νομισματική πολιτική μπορεί στην ουσία να ελέγξει τους επιχειρηματικούς κύκλους. Πατώντας γερά στον Ανταμ Σμιθ και στις θεωρίες του laissez-faire, o Φρίντμαν κήρυξε…ανένδοτο αγώνα κατά της κεϊνσιανής «επέκτασης», τονίζοντας ότι η αύξηση της ρευστότητας και των δημοσίων δαπανών δεν οδηγεί αυτόματα στην πλήρη απασχόληση, αλλά μόνο σε «καταστροφικό» υπερπληθωρισμό και αυξημένες μισθολογικές απαιτήσεις.
* Ο καθαρός καπιταλισμός
Τέτοιες «μονεταριστικές» θεωρίες, ιδίως μετά την έκδοση το 1963 της ογκώδους «Ιστορίας του χρήματος στις ΗΠΑ, 1867-1960», ανέδειξαν τον Φρίντμαν σύμβολο αλλά και απολογητή του λεγομένου «καθαρού καπιταλισμού». Αξίζει να σημειώσουμε ότι η πίστη του Φρίντμαν στη δυνατότητα «αυτορρύθμισης» του καπιταλισμού τον οδήγησε σε τρομερές ιστορικές παρερμηνείες, όπως την άποψη ότι το μεγάλο Κραχ του ’29 προκλήθηκε από τη λανθασμένη επιτοκιακή πολιτική της Fed και όχι από την κερδοσκοπική, λαίμαργη συμπεριφορά των «βαρόνων-ληστών» της Wall Street.
Σίγουρα πάντως η πιο «μαύρη» σελίδα της καριέρας αυτού του λαμπρού ακαδημαϊκού διανοητή ήταν η στενή συνεργασία του με τη χούντα του Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή. Ο Φρίντμαν ταξίδεψε στη Χιλή, συμβούλεψε επί οικονομικών θεμάτων τον δικτάτορα και οργάνωσε την αποστολή πολλών αποφοίτων της «Σχολής του Σικάγου» (η περιβόητη ομάδα των «Chicago Boys») στη χώρα, που έκτοτε χαρακτηρίστηκε «εργαστήριο της φριντμανικής θεωρίας».
* Θεραπεία-σοκ για τη Χιλή
Για να καταπολεμηθεί ο πολύ υψηλός πληθωρισμός της Χιλής (350%), ο Φρίντμαν πρότεινε μια «θεραπεία-σοκ» περικοπής των δημοσίων δαπανών και δημοσιονομικής συρρίκνωσης, η οποία βελτίωσε μεν τα νούμερα, οδήγησε όμως σε τρομακτική άνοδο της ανεργίας και των χρεοκοπιών αλλά και σε μια από τις χειρότερες σιτιστικές κρίσεις της χώρας.
Ωστόσο ο καθηγητής επέμενε ως τον θάνατό του ότι οι φιλελεύθερες συμβουλές του οδήγησαν στον… σταδιακό εκδημοκρατισμό της Χιλής, με το επιχείρημα ότι η δικτατορία ήταν προϊόν της ανελεύθερης χιλιανής οικονομίας! Μέσα από την απελευθέρωση της αγοράς, έλεγε, θα έρθουν και οι πολιτικές ελευθερίες: μια άποψη καθ’ όλα σεβαστή, που ωστόσο στη Χιλή και αλλού κυριολεκτικά… πνίγηκε στο αίμα των αντιφρονούντων.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι ο σκληρός μονεταρισμός του Φρίντμαν, που φάνηκε να δικαιώνεται ιστορικά από την οικονομική κρίση η οποία ακολούθησε αυτή της δεκαετίας του ’70, «προδόθηκε» στη δεκαετία του ’80 ακόμη και από την καλύτερη μαθήτριά του, τη Μάργκαρετ Θάτσερ, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εφαρμογή των «περιοριστικών» πολιτικών στην προσφορά χρήματος ήδη από το 1983 – και ενώ η ανεργία στη Βρετανία είχε ήδη προλάβει να διπλασιαστεί.
Παρομοίως ο Ρόναλντ Ρίγκαν εγκατέλειψε νωρίς την πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας για να περάσει σε μια στρατηγική φάση μεγάλων φοροπερικοπών για τα υψηλά εισοδήματα (και ως εκ τούτου τεράστιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων), που μόνο προσωρινά διεκόπη επί Κλίντον και συνεχίζεται… ακάθεκτη επί υιού Μπους.
«Αργά ή γρήγορα το ευρώ θα καταρρεύσει»
Με μια σκληρή κριτική για την είσοδο του ευρώ στις ζωές μας αποχαιρέτησε τον κόσμο της οικονομικής διανόησης ο πατέρας του νεοφιλελευθερισμού Μίλτον Φρίντμαν. Στην τελευταία του συνέντευξη στις 21 Σεπτεμβρίου 2006 σε ελληνικό διαδικτυακό χώρο ο 94χρονος Φρίντμαν ανέφερε ως μεγάλο λάθος την υιοθέτηση του ευρώ, που θα οδηγήσει περισσότερο σε διαφωνίες μεταξύ των χωρών-μελών παρά σε ενίσχυση της συνεργασίας.
«Κατά τη γνώμη μου, το ευρώ θα αποτελέσει περισσότερο αιτία διαφωνιών μεταξύ των μελών της κοινότητας παρά αιτία συμφωνίας, και αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει» προέβλεψε ο Φρίντμαν, ο οποίος στην κριτική του για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης πρόσθεσε και τη «γραφειοκρατική διακυβέρνηση των Βρυξελλών».
«Οταν ξεκίνησε η ΕΕ, με τη Συνθήκη της Ρώμης, ο στόχος ήταν να προωθήσει το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των μελών της. Αυτός ο στόχος επιτεύχθηκε αρκετά καλά. Υπήρξε μια μεγάλη αύξηση στον όγκο των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ των εθνών που συνιστούν την Ευρωπαϊκή Ενωση» είχε πει ο Φρίντμαν, για να συμπληρώσει ότι «από τότε όμως έχουν γίνει δύο μεγάλες προσθήκες. Η πρώτη είναι η γραφειοκρατική διακυβέρνηση στις Βρυξέλλες, αποτελούμενη από μη εκλεγμένα οριζόμενα άτομα που έχουν τον έλεγχο διάφορων τομέων της οικονομίας».
