ΚΛΟΝΤ ΛΕΒΙ ΣΤΡΟΣ

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ ΚΛΟΝΤ ΛΕΒΙ ΣΤΡΟΣ Ο ΕΘΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ «ΑΓΡΙΑΣ ΣΚΕΨΗΣ» 28.11.1908 - 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ Ο Κλοντ Λεβί-Στρος στο γραφείο του τον Ιούλιο του 1981 Γεννήθηκε συμπτωματικά στις Βρυξέλλες. Ο πατέρας του ήταν ζωγράφος και είχε καταφύγει εκεί προσωρινά, το 1908, γιατί είχε βρει παραγγελίες. Δυόμισι μηνών, επέστρεψε στο Παρίσι. Παριζιάνος λοιπόν και μάλιστα κάτοικος του

ΚΛΟΝΤ ΛΕΒΙ ΣΤΡΟΣ

Ο ΕΘΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ «ΑΓΡΙΑΣ ΣΚΕΨΗΣ»


Γεννήθηκε συμπτωματικά στις Βρυξέλλες. Ο πατέρας του ήταν ζωγράφος και είχε καταφύγει εκεί προσωρινά, το 1908, γιατί είχε βρει παραγγελίες. Δυόμισι μηνών, επέστρεψε στο Παρίσι. Παριζιάνος λοιπόν και μάλιστα κάτοικος του 16ου διαμερίσματος, του πιο μεγαλοαστικού διαμερίσματος της γαλλικής πρωτεύουσας, που σήμερα του προκαλεί αφόρητη πλήξη, όπως είχε δηλώσει. Παριζιάνος αλλά πολίτης του κόσμου, όχι ακριβώς κοσμοπολίτης αλλά εθνολόγος, νομάς όχι στα μεγάλα καφενεία και στα πολυτελή ξενοδοχεία αλλά σε καλύβες άλλων νομάδων, νομαδικών φυλών των Τροπικών. Οι γονείς του ήταν άθεοι, μολονότι η μητέρα του ήταν κόρη ραβίνου. Τον ίδιο δεν τον απασχόλησε ποτέ η σχέση με έναν προσωπικό Θεό. Μελέτησε και δίδαξε βέβαια ιστορία των θρησκειών και, όπως δήλωσε σε μια μεγάλη συνέντευξή του το 1988, «σήμερα σέβομαι πολύ περισσότερο τη θρησκεία απ’ όσο όταν ήμουν δεκαοχτώ ή είκοσι ετών». Στα δεκαέξι του γοητεύτηκε από τον Μαρξ. Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία αλλά παθιάστηκε περισσότερο με την πολιτική και την πολιτική σκέψη.


Αρχισε να κερδίζει τα προς το ζην ως καθηγητής σε λύκειο και η αποφασιστική στιγμή της ζωής του ήρθε στις αρχές του 1935, όταν έφυγε για τη Βραζιλία. Την αναχώρησή του την αφηγείται στο μείζον βιβλίο του Θλιβεροί Τροπικοί. Γύρω στα 1930 άρχισε να διαδίδεται μεταξύ των νεαρών φιλοσόφων ότι υπήρχε ένας κλάδος που τον έλεγαν εθνολογία και που δεν είχε αναγνωριστεί επισήμως, παρ’ ότι στο Παρίσι είχε ιδρυθεί Ινστιτούτο Εθνολογίας και το παλιό Εθνογραφικό Μουσείο είχε μετονομαστεί σε Μουσείο του Ανθρώπου. Τα πράγματα λοιπόν άλλαζαν και αυτός έβλεπε την ευκαιρία να συνδυάσει τις φιλοσοφικές σπουδές του, τον μαρξισμό και την περιπέτεια. Πήγε στη Βραζιλία, στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, επειδή ήθελε να γίνει εθνολόγος. Στο τέλος της πρώτης ακαδημαϊκής χρονιάς, αντί να επιστρέψει με τη γυναίκα του στη Γαλλία, πήγαν στο Μάτο Γκρόσο, στην περιοχή των Ινδιάνων Καντουβέο και Μπορόρο. Εκεί άρχισε η μεγάλη περιπέτεια που ανέδειξε τον Κλοντ Λεβί-Στρος κατ’ εξοχήν εθνολόγο του 20ού αιώνα, τον επιστήμονα που το όνομά του ταυτίστηκε με την εθνολογία, δημιούργησε σχολή και ακολουθήθηκε από πλήθος μαθητών. «Βρισκόμουν σε κατάσταση πνευματικής υπερδιέγερσης» θυμόταν αργότερα. «Ενιωθα να ξαναζώ τις περιπέτειες των πρώτων περιηγητών του 16ου αιώνα. Ανακάλυπτα τον Νέο Κόσμο και όλα μού φαίνονταν μυθικά, τα τοπία, τα ζώα, τα φυτά…». Το 1936 διοργάνωσε στο Παρίσι μια έκθεση με κεραμικά και διακοσμημένα δέρματα των Καντουβέο. Στη Βραζιλία εκτός από τους Ινδιάνους συνάντησε και τον Φερνάν Μπροντέλ, που είχε πάει και αυτός να διδάξει, τον άνθρωπο που άλλαξε την επιστήμη της Ιστορίας. Εφυγε από τη Βραζιλία το 1939 για να μην ξαναγυρίσει ποτέ, παρά μόλις το 1985, ως μέλος μιας αποστολής του προέδρου Μιτεράν.


Στον πόλεμο βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, χάρη σε μία πρόσκληση από τη New School for Social Research και ένα πρόγραμμα του Ιδρύματος Ροκφέλερ για τη διάσωση των ευρωπαίων διανοουμένων από τους ναζιστές. Στις ΗΠΑ υπέγραφε πια ως Κλοντ Λ. Στρος, κατόπιν υποδείξεως της Σχολής. Οι φοιτητές θα έβρισκαν αστείο έναν καθηγητή που το επώνυμό του θα ταυτιζόταν με τη γνωστή μάρκα των μπλουτζίν παντελονιών. Στην Αμερική έζησε μέσα στην ομάδα ενός μικρόκοσμου καλλιτεχνών, όπως ο Μπρετόν, ο Τανγκύ, ο Ντυσάν, ο Μαξ Ερνστ, η Λεονόρα Κάρινγκτον. Στις ΗΠΑ, η Υπηρεσία Αμερικανικής Εθνολογίας ξεκινούσε τότε τη σύνταξη του «Εγχειριδίου των Ινδιάνων της Λατινικής Αμερικής» και τον κάλεσαν αμέσως να συνεργαστεί.


Τον Ιανουάριο του 1945 επέστρεψε στο Παρίσι, ύστερα από ένα δύσκολο ταξίδι με μια αμερικανική νηοπομπή, καθώς ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Πολιτιστικών Ανταλλαγών και ήταν επιφορτισμένος να δέχεται όσους ήθελαν να επισκεφθούν τις ΗΠΑ. Σε αυτή την υπηρεσία πρωτογνώρισε τον Μερλό-Ποντύ. Και καθώς δεν ήξερε τίποτε από ό,τι συνέβαινε στη Γαλλία ρώτησε τον φιλόσοφο τι ήταν ο υπαρξισμός. Ο Μερλό-Ποντύ τού απάντησε πως ήταν μια προσπάθεια αναβίωσης της υψηλής φιλοσοφίας σύμφωνα με την παράδοση του Καρτέσιου και του Καντ.


Τον Απρίλιο του 1945 ξαναγύρισε στη Νέα Υόρκη ως μορφωτικός ακόλουθος. Ηταν ένα δώρο, καθώς τότε έγραφε τις Θεμελιώδεις Δομές της Συγγένειας και είχε απόλυτη ανάγκη από τις αμερικανικές βιβλιοθήκες. Επέστρεψε στη Γαλλία στο τέλος του 1947. Εχοντας ζήσει 13 χρόνια μακριά από τη Γαλλία δεν ήταν εξοικειωμένος με τις ίντριγκες των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Εθεσε δύο φορές υποψηφιότητα για το Κολέγιο της Γαλλίας και τις δύο φορές καταψηφίστηκε, το 1949 και το 1950, θύμα αντιπαλοτήτων ανάμεσα στους συντηρητικούς και στους φιλελεύθερους. Εξελέγη τελικά δέκα χρόνια μετά, παρ’ όλο που είχε δεχθεί προειδοποίηση ότι δεν θα έμπαινε ποτέ στο Κολέγιο.


Δίδαξε στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών. Είχε πάρει την έδρα του Μος, που ονομαζόταν «Θρησκείες των απολίτιστων λαών». Κάποια μέρα ένας αφρικανός ακροατής του διαμαρτυρήθηκε. Αλλαξε την ονομασία της έδρας σε «Θρησκείες των λαών που δεν γνωρίζουν τη γραφή», αφού, όπως έλεγε, «δεν μπορούσαμε να λέμε ότι οι άνθρωποι που έρχονταν να συζητήσουν μαζί μας στη Σορβόννη ήταν απολίτιστοι».


Οι Θλιβεροί Τροπικοί εκδόθηκαν το 1955. Η υποδοχή ήταν πρωτοφανής. Ο Μισέλ Λερίς, ο Μορίς Μπλανσό, ο Ζορζ Μπατάιγ, ο Ρεϊμόν Αρόν το αγκάλιασαν. Το περιβάλλον των εθνολόγων ήταν πιο συγκρατημένο. Το 1958 εκδόθηκε η Δομική Ανθρωπολογία, ένα βιβλίο που το πρόσεξαν και το σχολίασαν οι φιλόσοφοι, οι κοινωνιολόγοι, οι ιστορικοί. Ακολούθησαν ύστερα από λίγα χρόνια τα επίσης θρυλικά βιβλία Ο τοτεμισμός σήμερα και Η άγρια σκέψη, με την οποία εγκαινιάζεται η μόδα του στρουκτουραλισμού. Ακριβώς λόγω αυτής της μόδας, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, το όνομα του Κλοντ Λεβί-Στρος συνδέθηκε με τα ονόματα του Φουκό, του Λακάν, του Μπαρτ. Ελεγε αργότερα ότι αυτό το ανακάτεμα τον εκνεύριζε. Αισθανόταν ότι είχε περισσότερα κοινά σημεία με τον Ζαν-Πιερ Βερνάν παρά με τον Φουκό ή με τον Μπαρτ. Αν τον ένωνε κάτι μ’ αυτούς, όπως πάλι ο ίδιος έλεγε, ήταν οι αυταπάτες. Από το 1964 ως το 1971 εκδόθηκαν οι τέσσερις τόμοι των Μυθολογικών.


Το 1973 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Εξελέγη στον πρώτο γύρο με διαφορά μιας ψήφου. Στην ομιλία του είχε πει, κάνοντας αίσθηση: «Οταν περνάει κανείς τη ζωή του μελετώντας τις τελετουργίες μακρινών λαών, δεν έχει λόγο να μη σέβεται τις τελετουργίες της κοινωνίας μέσα στην οποία γεννήθηκε και στην οποία ζει».


Το έργο του είναι δονκιχωτικό. Οχι με με την έννοια που φανταζόμαστε όλοι. Αλλά με την έννοια που δίνει ο ίδιος: «μια έμμονη επιθυμία να ανακαλύπτεις το παρελθόν πίσω από το παρόν».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version