H αφαίρεση των κυττάρων και η επόμενη εγκυμοσύνη

H αφαίρεση των κυττάρων και η επόμενη εγκυμοσύνη Ερευνητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων προχώρησαν πέρα από το τεστ Παπανικολάου και προτείνουν μια διαφορετική διαχείριση των αποτελεσμάτων του ΙΩΑΝΝΑ ΣΟΥΦΛΕΡΗ Κάποιες από τις συνήθεις πρακτικές για την αφαίρεση των κυττάρων του τραχήλου της μήτρας, τα οποία έπειτα από ένα τεστ Παπανικολάου δείχνουν να οδεύουν προς την κακοήθη εξαλλαγή, μπορούν να οδηγήσουν

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κάποιες από τις συνήθεις πρακτικές για την αφαίρεση των κυττάρων του τραχήλου της μήτρας, τα οποία έπειτα από ένα τεστ Παπανικολάου δείχνουν να οδεύουν προς την κακοήθη εξαλλαγή, μπορούν να οδηγήσουν σε προβλήματα κατά τη διάρκεια μιας επόμενης εγκυμοσύνης. Το εύρημα αυτό προέκυψε από μετα-ανάλυση δεδομένων που συγκεντρώθηκαν από 27 επί μέρους μελέτες. H μετα-ανάλυση διενεργήθηκε από έλληνες ερευνητές του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και το σχετικό άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος της 11ης Φεβρουαρίου 2006 της ιατρικής επιθεώρησης «The Lancet» (τεύχος 367, σελ. 489-498). Σύμφωνα με αυτό, το εύρημα των ελλήνων επιστημόνων συνηγορεί υπέρ μιας διαφορετικής διαχείρισης των αποτελεσμάτων του τεστ που αναμφιβόλως έχει σώσει πολλές ζωές γυναικών ως σήμερα.


H κυτταρολογική εξέταση που ακολουθεί τη λήψη κυττάρων από τον τράχηλο της μήτρας συχνά αποκαλύπτει αλλοιώσεις οι οποίες, όπως κατέδειξε ο αείμνηστος έλληνας γιατρός Γεώργιος Παπανικολάου, αποτελούν πρώιμα στάδια καρκίνου. H έγκαιρη απομάκρυνση των κυττάρων αυτών, προτού δηλαδή προλάβουν να εξελιχθούν σε καρκινικά, αποτελεί την καλύτερη πρόληψη της νόσου που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οφείλεται στη μόλυνση με τον ανθρώπινο ιό των θηλωμάτων (Human Papilloma Virus).


Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ευρέως για την απομάκρυνση των δυνητικά καρκινικών κυττάρων είναι η κωνοειδής εκτομή με νυστέρι, η κωνοειδής εκτομή με αγκύλη ηλεκτροδιαθερμίας, η κωνοειδής εκτομή με τη βοήθεια ακτίνων λέιζερ και η εξάχνωση με τη βοήθεια ακτίνων λέιζερ. Πρόκειται για μεθόδους των οποίων η αποτελεσματικότητα στην προστασία από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας έχει δοκιμαστεί στον χρόνο. Για τον λόγο αυτό η έρευνα των ελλήνων επιστημόνων δεν στόχευε να μετρήσει την αποτελεσματικότητά τους, αλλά να διερευνήσει πιθανή σχέση τους με επιπλοκές στη γονιμότητα ή στην εγκυμοσύνη. Ο τράχηλος, το κατώτερο τμήμα της μήτρας, παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο στη σύλληψη όσο και στην εγκυμοσύνη: αφενός παράγει τη βλέννη που διευκολύνει το πέρασμα των σπερματοζωαρίων προς τις σάλπιγγες όπου γίνεται η γονιμοποίηση και αφετέρου διατηρεί το έμβρυο στη μήτρα κατά τη διάρκεια της κύησης και διαστελλόμενος επιτρέπει την έξοδο του μωρού κατά τον τοκετό. Δεν είναι λοιπόν περίεργο να αναρωτηθούν οι έλληνες ερευνητές αν το τραύμα που προκαλεί η εκτομή των κυττάρων επηρεάζει τη λειτουργικότητα του δυναμικού αυτού τμήματος του θηλυκού αναπαραγωγικού συστήματος.


H ανάλυση των στοιχείων που διέθεταν οι έλληνες επιστήμονες δεν έδειξε επίδραση των μεθόδων εκτομής στη γονιμότητα. Εδειξε όμως σημαντική επίδραση κάποιων μεθόδων στην εγκυμοσύνη. Ειδικότερα, η κωνοειδής εκτομή με νυστέρι συνδέεται με αύξηση του κινδύνου για πρόωρο τοκετό, καισαρική τομή και γέννηση μωρού χαμηλού βάρους. Μικρότερη, αλλά σημαντική ήταν η αύξηση αυτών των κινδύνων όταν εφαρμόζονταν οι μέθοδοι της κωνοειδούς εκτομής με αγκύλη ηλεκτροδιαθερμίας ή ακτίνες λέιζερ. H μόνη μέθοδος που δεν βρέθηκε να αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκών κατά την εγκυμοσύνη ήταν η εξάχνωση με τη βοήθεια ακτίνων λέιζερ.


Τα πρακτικά συμπεράσματα των παραπάνω ευρημάτων εξήγησε μιλώντας προς «Το Βήμα» ο καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. E. Παρασκευαΐδης: «Τα ευρήματά μας σημαίνουν ότι αφενός οι γυναίκες θα πρέπει να ενημερώνονται από τους γιατρούς τους για τους πιθανούς κινδύνους που ενέχουν οι παραπάνω μέθοδοι και αφετέρου πως εμείς οι γιατροί θα πρέπει να λειτουργούμε με πολλή περίσκεψη όταν πρέπει να διαχειριστούμε τα αποτελέσματα ενός τεστ Παπανικολάου. Ειδικά σε ό,τι αφορά νέες γυναίκες (ως την ηλικία των 25 ετών) είναι πολύ πιθανόν σε αλλοιώσεις χαμηλού κινδύνου να υπάρξει υποστροφή. Δηλαδή οι αλλοιώσεις να υποχωρήσουν χωρίς να χρειαστεί να υπάρξει δική μας παρέμβαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις καλό είναι να αναβάλλεται η οποιαδήποτε παρέμβαση και να παρακολουθείται η ασθενής. Με άλλα λόγια, να μην βιαζόμαστε να αφαιρέσουμε τα κύτταρα χαμηλών αλλοιώσεων, αφού πιθανότατα δεν προσφέρουμε κάτι στην ασθενή, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουμε τον κίνδυνο επιπλοκών σε μια μελλοντική εγκυμοσύνη. Αντιθέτως, οι σοβαρές αλλοιώσεις πρέπει να αφαιρούνται επιλέγοντας την τεχνική με τις λιγότερες δυνατές παρενέργειες».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version