Ο Φλωράκης εξομολογείται…

* Ο επίτιμος πρόεδρος του ΚΚΕ αποφάσισε να μιλήσει για την Αντίσταση, τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον Ζαχαριάδη Ο Φλωράκης εξομολογείται... Προδημοσίευση από τη βιογραφία του η οποία κυκλοφορεί εντός των ημερών στα βιβλιοπωλεία Κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Καστανιώτη η «εξομολόγηση» του Χαρίλαου Φλωράκη στην Αννα Παναγιωταρέα για τη ζωή του των «εξήντα και πλέον χρόνων αγώνων» και




Κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις Καστανιώτη η «εξομολόγηση» του Χαρίλαου Φλωράκη στην Αννα Παναγιωταρέα για τη ζωή του των «εξήντα και πλέον χρόνων αγώνων» και για τα σημαντικά γεγονότα που τη σημάδεψαν. Σε πρώτο πρόσωπο ­ και είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος του βιβλίου Κι ‘σέν’ πώς σ’ λέν’; «Χαρίλαος Φλωράκης» ­ ο επίτιμος πρόεδρος του ΚΚΕ μιλάει για τα παιδικά του χρόνια σε χωριό κοντά στο φράγμα Πλαστήρα (γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1914), για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, την Αντίσταση και την Κατοχή, τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τις διώξεις, τις ενδοκομματικές τριβές και τη διάσπαση του ΚΚΕ τα χρόνια της χούντας, τις πολιτικές σχέσεις του με τον Ανδρέα κτλ. Γιατί αποφάσισε τώρα ο Φλωράκης «να μιλήσει»; «Τα τελευταία γεγονότα» λέει. «Αυτό που συμβαίνει στη Σοβιετική Ενωση με συγκλόνισε πραγματικά. Και τι δεν θυμάμαι… Μέρες Κατοχής, πως πολεμώντας τραγουδούσαμε τα τραγούδια του Εμφυλίου Πολέμου της Σοβιετικής Ενωσης. Ετσι αποφάσισα να μην αφηγηθώ μόνο τα γεγονότα αλλά και να πω γενικότερες σκέψεις». Προειδοποιεί όμως ο Φλωράκης: «Πολιτικά δεν έχω ν’ αφήσω τίποτε. Δεν μου αρέσουν αυτά. Ο,τι είχα το άφησα με τη συγκεκριμένη δράση μου». «Το Βήμα» προδημοσιεύει σήμερα μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο.





* Το μεγάλο λάθος


Η ΠΕΕΑ μαζί με το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ είχε καλέσει την Κυβέρνηση του Καΐρου να επιστρέψει αμέσως στην Ελλάδα αλλά κανείς απ’ αυτούς δεν ήρθε. Κι εδώ είναι το άλλο μεγάλο λάθος. Αντί να έρθουν εκείνοι στο βουνό και στην ελεύθερη περιοχή και να αγωνιστούν εδώ μαζί με τον ελληνικό λαό για την απελευθέρωση, η ΠΕΕΑ και το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ έστειλαν αντιπροσωπεία στο Κάιρο και στο Λίβανο για να συζητήσουν εκεί μαζί τους. Γιατί; Ποιος ο λόγος; Η μάχη εδώ δινόταν, όχι στο Κάιρο. Τους συμμάχους τους είδαμε. Οχι πως δεν ήταν και συμμαχικός ο αγώνας. Αλλά άλλαξαν το χαρακτήρα του από μια στιγμή κι ύστερα. Επειτα είχαν δημιουργηθεί η λαϊκή εξουσία, η λαϊκή δικαιοσύνη, ο λαϊκός στρατός.


Οταν πήγαμε εμείς στο Λίβανο και καθίσαμε απέναντί τους στο τραπέζι, έπρεπε να τους πούμε:


«Ωραία λοιπόν, να φτιάξουμε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Αλλά αυτά που εμείς φτιάξαμε τι θα γίνουν; Οι δικές μας δομές τι θα κάνουν από εδώ και πέρα;».


Οταν υπογράφτηκε η Συμφωνία του Λιβάνου και άρχισε εδώ να γίνεται θέμα, τότε ο Σιάντος έλεγε:


«Να γυρίσουν πίσω και θα τους περάσουμε από στρατοδικείο».


Γεγονός όμως είναι ότι και οι δικοί μας είχαν συμφωνήσει ομόθυμα ­ καθοδήγηση και αποστολή ­ στη γραμμή που θα κρατούσαν. Κι έτσι, όταν γύρισε η αποστολή, δεν έγινε καμιά συζήτηση. Ούτε μπήκε θέμα φυσικά για στρατοδικείο που έλεγε ο Σιάντος, έτσι για τα μάτια. Ο Πέτρος Ρούσσος εξακολούθησε να είναι αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου και πήρε μέρος ακόμα και στο 7ο Συνέδριο. Η μόνη αλήθεια είναι ότι, ουσιαστικά, εμείς παραδώσαμε στην αστική τάξη την εξουσία. Αυτό ήταν το μεγάλο μας λάθος. Κυριάρχησε ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στις δικές μας γραμμές και τον απαλλάξαμε από κάθε άλλο ταξικό περιεχόμενο. Οχι ότι δεν ήθελαν και οι άλλοι να απελευθερωθούμε από τους κατακτητές, αλλά θέλανε να έχουν και πάλι ­ μετά την απελευθέρωση ­ αυτοί την εξουσία στα χέρια τους. Αυτό εμείς δεν το βλέπαμε. Εμείς βλέπαμε τον αγώνα. Δεν είχαμε μακρόπνοο σχεδιασμό για το πώς να εκμεταλλευτούμε τη θέση που είχαμε με αγώνα επιτύχει. Ισως και να αιφνιδιαστήκαμε.


*Η πολιτική ανωριμότητα


Εμείς νομίζαμε ότι μετά την απελευθέρωση θα καθίσουμε όλοι μαζί και θα συμφωνήσουμε να πάμε για εκλογές. Θα μπορούσαμε τότε σαν ΕΑΜ να είχαμε κατέβει στις εκλογές, αλλά ακόμα και να διευρύναμε σ’ ένα πλατύ μέτωπο την εμφάνισή μας με άλλες οργανώσεις, που είχαν παλέψει κι αυτές για την απελευθέρωση της χώρας. Μας έλειψε η πολιτική ωριμότητα. Γιατί εγώ δεν δέχομαι όσα ειπώθηκαν κατά καιρούς, ότι δηλαδή ο Σιάντος ήταν πράκτορας. Δεν νομίζω. Γιατί, στο κάτω κάτω, έστω ο ένας να ήταν πράκτορας. Οι άλλοι όλοι; Εχουμε την κουβέντα που είπε τότε ο Ιωαννίδης και θεωρώ πως είναι χαρακτηριστική:


«Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους Εγγλέζους. Ενα καράβι να στείλουν, εμείς τελειώσαμε».


Κι εκείνος μιλούσε από την άποψη του συσχετισμού των δυνάμεων. Ετσι φτάσαμε στο σημείο να δεχτούμε ακόμα και τον Σκόμπι αρχιστράτηγο.


Αλλο μεγάλο λάθος ήτανε τότε και η εξέγερση του στρατού στη Μέση Ανατολή, μια πράξη που καταδικάστηκε κι από εμάς. Και ακόμα δεν μπορώ να πω αν λάθος εκτίμησαν αυτοί που τότε ήταν υπεύθυνοι εκεί κάτω με την καθοδήγηση ή ήταν προβοκάτσια εις βάρος μας, εντέλει, για να βρουν ευκαιρία οι Εγγλέζοι να χτυπήσουν. Υπάρχουν ακόμα μια σειρά ερωτηματικά για τον Βασίλη Νεφελούδη, που ήταν εκεί καθοδηγητής. Ομως εγώ, όπως και σ’ άλλες ανάλογες περιπτώσεις, ποτέ δεν έβαλα στο μυαλό μου ότι αυτό είναι το κύριο. Τι αξία έχει αν το έκανε κανείς συνειδητά ή ασυνείδητα; Εκείνο που έχει για μένα αξία είναι τα αποτελέσματα μιας πράξης. Το αποτέλεσμα είναι ότι έτσι δόθηκε ευκαιρία στους Εγγλέζους να χτυπήσουν το κομμουνιστικό κίνημα που δούλευε τότε στο στρατό της Μέσης Ανατολής και να κάνουν εκκαθαρίσεις.


*Η στραβή γραμμή


Αλλά τα πράγματα δεν ήταν έτσι με τους Εγγλέζους, όπως τα αντιμετώπιζε η καθοδήγηση, και μάλιστα όταν είχαμε μαζί μας ένα τέτοιο πλατύ κίνημα λαού. Ηταν σε λαθεμένη γραμμή. Και το λέω αυτό γιατί έχουμε το παράδειγμα της Αλβανίας, τότε που ο Χότζα δήλωσε στους Εγγλέζους «Μην πλησιάσετε γιατί θα σας χτυπήσω», κι αυτοί δεν τόλμησαν να πάνε. Κι ούτε στην Αλβανία μπήκε ο Κόκκινος Στρατός ώστε να πούμε ότι αυτός στάθηκε το στήριγμα του Χότζα για την αποφασιστικότητα που έδειξε στην καίρια στιγμή. Πολύ περισσότερο εμείς που είχαμε απελευθερώσει όλη σχεδόν την Ελλάδα. Τι κρατούσαν αυτοί; Το κέντρο της Αθήνας και την περιοχή γύρω γύρω από τη Μεγάλη Βρετανία. Για να πήγαινες στο Παγκράτι έπρεπε να έχεις την άδεια από το Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ. Αλλά τότε υπήρχε η αντίληψη ότι, είτε μας αρέσουν οι Εγγλέζοι είτε όχι, δεν μπορούμε να κάνουμε δίχως αυτούς. Αυτό έφτανε. Αμα ξεκίναγες έτσι, από κει και πέρα θα πάλευες για να βρεις μια συμβιβαστική λύση όσο το δυνατόν καλύτερη. Αλλά όσο καλή λύση κι αν ήτανε, θα είχες τον Εγγλέζο στο κεφάλι σου! Ενώ εμείς την είχαμε την εξουσία. Την είχαμε και την παραδώκαμε…


Το 1960, όταν περνούσα από δίκη στο Στρατοδικείο, στην Αθήνα, όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας λέγανε στη σειρά, σαν να ήταν μιλημένοι:


«Οι κομμουνιστές δεν κάνανε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, κάνανε αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας. Αυτός ήτανε ο στόχος τους».


Το ‘πε ο πρώτος, ο δεύτερος, ο τρίτος… Θύμωσα καθώς τους άκουα να το επαναλαμβάνουν. Πετάχτηκα κι εγώ επάνω από τη θέση που καθόμουνα:


«Επιτέλους, κύριε πρόεδρε», είπα, «εμείς ποια εξουσία να καταλάβουμε; Εμείς την είχαμε την εξουσία…».


«Ας μην τη δίνατε τότε», μου απάντησε ο πρόεδρος, Φραδέλος Ανδρεόπουλος τ’ όνομά του, συνταγματάρχης της στρατιωτικής δικαιοσύνης.


«Αυτό ήτανε και το λάθος μας», του λέω.


«Κάθισε τότε κάτω, Φλωράκη, και πλήρωνε…» μου απάντησε.


Ετσι ήταν. Την είχαμε την εξουσία και τη δώκαμε. Και μετά καθίσαμε και πληρώσαμε τα λάθη μας.


*Οι απαράδεκτες υποχωρήσεις


Θα μπορούσα να πω ότι μας χρειαζόταν μια ανακωχή, να τη χρησιμοποιήσουμε για ανασυγκρότηση των δυνάμεών μας και του κόσμου μας, αλλά σίγουρα αυτό δεν ήταν το κύριο. Κατά τη γνώμη μου η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν λαθεμένη. Γιατί με την ανακωχή φτάνεις σ’ ένα σημείο, όταν έχουν δημιουργηθεί μια σειρά από προβλήματα, εκεί δηλαδή που χρειάζεσαι χρόνο για να δεις τα πράγματα. Εδώ όλα εξελίσσονταν σε εμφύλιο πόλεμο. Η ανακωχή μπορεί να ήταν μια προσπάθεια μήπως και βρεθεί κάποια άλλη λύση. Μια λύση που να μη στοιχίσει πολύ και στους δύο. Στους πολέμους η ανακωχή, ιδιαίτερα στους εμφύλιους, είναι πολύτιμη. Γιατί ακόμη και αν δεν βρισκόταν λύση, συνέφερε για την ανασυγκρότηση των δυνάμεών μας. Εμείς όμως χάσαμε κι αυτό το πολύτιμο χρονικό διάστημα ­ άσκοπα.


Μετά την ανακωχή προχωρήσανε για μια γενικότερη συμφωνία, η οποία εκφράστηκε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Νομίζω ότι αυτό κι αν ήταν μεγάλο λάθος. Εκεί ήταν απαράδεκτες οι υποχωρήσεις εκ μέρους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, διότι ουσιαστικά τα παραδώσανε όλα στην αστική τάξη. Εμάς, βέβαια, τους καπεταναίους, που είχαμε δώσει και τη ζωή μας, δεν μας ρώτησε κανένας. Και να ρωτήσουν τι. Αν θέλαμε να πάμε στη Βάρκιζα; Δεν υπήρχε, ούτε μπήκε τέτοιο θέμα. Η καθοδήγηση είχε το λόγο αλλά και την ευθύνη. Το ζήτημα είναι ότι αυτοί που μας εκπροσωπούσαν αποδείχτηκε πως δεν πίστευαν στη δύναμη του λαϊκού κινήματος, στις δικές μας δυνάμεις.


*Η Ελλάδα α λα Κορέα


Εγώ πιστεύω τούτο: στη χειρότερη περίπτωση για μας θα ήμασταν αλά Κορέα ­ μισοί από εδώ και μισοί από εκεί. Οταν, δηλαδή, έγινε η ανακωχή, έγινε και κάποια προσωρινή συμφωνία κι εμείς αποσυρθήκαμε στη γραμμή Λαμίας, Αμφισσας, Αγρινίου, Ναυπάκτου. Εκεί είχαμε τις δυνάμεις μας κι από εκεί και πάνω την Ελλάδα την κυριαρχούσαν οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις. Πιστεύω λοιπόν ότι θα μπορούσαμε εμείς, με μια γενική επιστράτευση, να αντιμετωπίσουμε την όλη κατάσταση. Δηλαδή, δεν θεωρώ ότι ήταν υποχρεωτική, ούτε ήταν επιτακτική για μας η Συμφωνία της Βάρκιζας. Δεν μας έλυνε κανένα πρόβλημα εκείνη τη στιγμή.


Τη συμφωνία τη χρειάζονταν οι Εγγλέζοι, που όμως δεν ήταν σε θέση να φέρουν άλλες δυνάμεις. Ο Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε λήξει και οι επιχειρήσεις συνεχίζονταν. Εμείς θα είχαμε τη δυνατότητα να οργανωθούμε κανονικά και θα κοβόταν η Ελλάδα αλά Κορέα, μισή μισή. Ακούω καμιά φορά να λένε ότι περιμέναμε βοήθεια από τη Γιουγκοσλαβία και γι’ αυτό πήγαμε στη Βάρκιζα. Μα δεν είναι σωστά πράγματα αυτά ­ δεν ξέρουνε τι λένε μερικές φορές. Από πού να μας δώκουνε αυτοί βοήθεια; Αλλο ζήτημα ήτανε. Υπήρχε η δική μας προσδοκία: ο Κόκκινος Στρατός. Αυτόν περιμέναμε να κάνει προς τα κάτω, αλλά μπήκε μονάχα σαράντα έως πενήντα χιλιόμετρα στην περιοχή της Θράκης, ξαναγύρισε στη Βουλγαρία και πήγε προς τη Γιουγκοσλαβία. Περιμέναμε εμείς ο έρημοι να ‘ρθει προς τα κάτω. Δεν ήρθε. Δεν είχαμε ανάγκη από στρατιωτική βοήθεια, είχαμε όμως ανάγκη από την πολιτική του στήριξη.


*Αυτός που είδε παρδαλό Θεό


Με πιάσανε στις 27 Ιούλη 1954 και με κράτησαν στο μπουντρούμι Αύγουστο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο. Τώρα γιατί μας είχανε τρεις μήνες στην απομόνωση και άλλες καμιά εικοσαριά μέρες εδώ κι εκεί, απάντηση δεν έχω μέχρι σήμερα. Μόνο αυτοί ξέρουν.


Ηρθε κάποτε και ο εισηγητής του Στρατοδικείου, μου πήρε μια κατάθεση αλλά δεν επέτρεψε να είναι μαζί μου ο δικηγόρος μου ή τουλάχιστον να ενημερωθεί για όσα είπα. Για τη δικογραφία καθώς λένε σήμερα. Αυτή όμως ήταν η κατάσταση που επικρατούσε τότε.


Με έστειλαν στην Κέρκυρα με το καράβι. Με βάζουνε σε μια καμπίνα στη δεύτερη θέση. Μέσα στην καμπίνα και ακριβώς απέναντί μου κάθισε ένας ενωμοτάρχης. Επάνω, στις κουκέτες, δυο χωροφύλακες και απ’ έξω άλλοι οκτώ και επικεφαλής όλων ένας μοίραρχος. Η καταγωγή του ήταν από την Αμαλιάδα, από τον Πύργο, αλλά είχε κάνει και στη Λευκάδα και είχε δει παρδαλό Θεό. Οταν κανείς πάρει μια χαροτρομάρα από τον αντίπαλό του, τότε λένε ότι αυτός είδε παρδαλό Θεό. Αυτός τέτοιον είδε από τον Γαννούλη, που δρούσε στη δική του περιοχή. Ετσι διέταξε και μου βάλανε αλυσίδες μέχρι και στα πόδια. Χειροπέδες και στα πόδια.


Αυτό εμένα με ανησύχησε. Γιατί να μου βάλουνε χειροπέδες στα πόδια αφού μου είχαν στα χέρια, πισθάγκωνα, με τρεις νοματαίους μέσα, με οκτώ απ’ έξω, με αυτόματο που δεν το άφηναν ούτε λεπτό ­ ίσως και να ήταν ένα Στερν. Λες, σκέφτηκα, να πουν ότι θέλησα να αποδράσω τη νύχτα και να με φουντάρουν τσουβαλάτο έξω από το καράβι; Αυτοί ήταν ικανοί για όλα. Και το σπουδαίο ήτανε ότι επειδή με πήρανε από την Ασφάλεια και από κει κατευθείαν στο καράβι, κανένας απολύτως δεν ήξερε για τη μεταφορά μου ή για τον προορισμό μου. Τότε, καθώς τα γυρόφερνα στο μυαλό μου, πράγματι ανησύχησα μη μου κάνουν καμιά δουλειά.


*Το «καψόνι» του ενωμοτάρχη


Συνεπώς έβαλα κι εγώ στόχο να μάθει ο κόσμος στο καράβι ποιος είμαι και πού πηγαίνουμε. Λέω του ενωμοτάρχη:


«Για πες στο μοίραρχο ότι θέλω να κατουρήσω».


Τον φωνάζει. Ανοίγει την πόρτα ο μοίραρχος και μου λέει:


«Καλά, ρε παιδί μου, φτάνουμε τώρα».


«Τι φτάνουμε», του λέω εγώ. «Εγώ δεν ξέρω πότε φτάνουμε. Εγώ θέλω τώρα να κατουρήσω».


«Μα δεν μπορεί», μου λέει, «να πας τώρα. Μόλις θα φτάσουμε».


«Κοίτα», του λέω, «εγώ θα κατουρήσω εδώ μέσα».


Με είδε έτσι αποφασισμένο, και με τα πολλά αναγκάστηκε να με πάει στην τουαλέτα. Περνάω κι εγώ τότε με τις αλυσίδες στα πόδια, σβαρνίζοντάς τα, μέσα απ’ το σαλόνι που ήταν κοινό, πρώτης και δεύτερης θέσης. Με είδανε όλοι οι επιβάτες και τα χάσανε. Από αυτό και μόνο μάθανε αμέσως ποιος είμαι.


Σε λίγο έρχεται ένας δίσκος, θυμάμαι σαν τώρα δα, πραγματικά ήτανε ως επάνω γεμάτος και είχε και του πουλιού το γάλα. Και λέει ο καμαρότος που τον έφερε:


«Αυτά είναι απ’ όλο το προσωπικό για τον κρατούμενο».


Φυσικά δεν έφαγα καθόλου, ούτε που τα άγγιξα, αλλά γύρισα στους χωροφύλακες που με φυλάγανε και τους είπα:


«Φάτε παιδιά». Και λέω μέσα μου: Τώρα είμαι εντάξει, άσ’ τους να χτυπιούνται.


Οταν έφτασε το καράβι με κατεβάσανε με τις χειροπέδες στα πόδια. Μου τις λύσανε μόνο όταν μπήκαμε στην κλούβα. Αλλά αυτό δεν έγινε για πρώτη φορά. Και όταν πήγα στο Μεταγωγών στην Πάτρα, πάλι με δέσανε με τις αλυσίδες. Λοιπόν, τότε έγινε ολόκληρος ντόρος και το κατήγγειλε στη Γαλλία ο δικηγόρος που είχε υπερασπιστεί τον Δημητρώφ στη δίκη που είχε γίνει στη Λειψία. Ηταν εκείνη η μεγάλη δίκη των Δημητρώφ, Τάνεφ και Ποπώφ, που ενώ είχανε καταφύγει ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Γερμανία, τους κατηγόρησαν ότι αυτοί έκαψαν το Ράιχσταγκ. Τέτοια μεγάλη προβοκάτσια εις βάρος τους.


Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ «Ξεβρόμισε ο τόπος»


Η αλήθεια είναι ότι τη διάσπαση δεν την περιμέναμε. Πού να την περιμένουμε. Κι έτσι απομονωμένος που ήμουνα, πού να ήξερα εγώ τι ετοιμάζανε. Οταν διάβασα κι εγώ και είδα ότι ο Παρτσαλίδης ήταν επικεφαλής, είπα: «Ξεβρόμισε ο τόπος». Λοιπόν, ένας σύντροφος δεν το κατάλαβε και γυρίζει και μου λέει: «Γιατί το λες;» Και του εξήγησα γιατί. Ο Παρτσαλίδης, μετά την ήττα, ήταν όλο γκρίνια, όλο απόψεις είχε και δημιουργούσε ζητήματα και έκανε φραξιονιστική δουλειά. Αυτός ήταν που έφερε τον Πάγκαλο από το Παρίσι να πάρει μέρος στην 12η Ολομέλεια, ουσιαστικά στη διάσπαση. Ο Πάγκαλος πήρε τότε μέρος ως σύνεδρος. Το φαντάζεσαι;


Υστερα από καμιά βδομάδα, το πολύ δέκα μέρες, με πήγαν πίσω στο Παρθένι. Οταν επέστρεψα, υπήρχαν σε μερικούς ορισμένες ταλαντεύσεις. Σαν τι έπρεπε να κάνουμε, επειδή ήμασταν κρατούμενοι.


«Τι θα κάνουμε εμείς τώρα εδώ;» έλεγε ο μακαρίτης ο Λέσσης.


«Τράβα», του λέω, «Κώστα, μπροστά. Πατάω γερά, μη διστάζεις».


Και πραγματικά σώσαμε κόσμο τότε, γιατί αυτοί οι λεγόμενοι αναθεωρητές ­ δεν έγιναν τώρα, από τότε ήταν ­, δεν θέλω ν’ αναφέρω ονόματα, είχαν τις απόψεις τους ακόμα και γύρω από το θέμα των δηλώσεων, δηλαδή του συμβιβασμού μας, και ενάντια στην πολιτική γραμμή του Κόμματος. Βάζανε ζητήματα στο όνομα της ελευθερίας, της κριτικής, της δημοκρατίας και δεν συμμαζεύεται.


Εμείς, για παράδειγμα, λέγαμε να παλέψουμε για το συσσίτιο ώστε ν’ αποκτήσουμε ένα καθεστώς ανθρώπινο, που μας είχαν «του κλότσου και του μπάτσου». Λέγαμε ν’ αντισταθούμε, ν’ αντιπαλέψουμε, γιατί θέλανε να φέρουνε μέσα στο θάλαμο κι άλλους. Να βάλουνε, αν ήταν δυνατόν, διπλά κρεβάτια επάνω, και δεύτερο και τρίτο κρεβάτι, και δεν δεχόμαστε. Να φανταστείς, λέγανε ορισμένοι που δεν είχαν κάνει φυλακή ή εξορία: «Μην τους ακούτε αυτούς. Αυτούς δεν τους νοιάζει. Εχουν κάνει χρόνια φυλακή κι εδώ το βρίσκουν παράδεισο».


Κατάλαβες; Τέτοιες νοοτροπίες. Και ήτανε οι κύριοι με το ουίσκι τους. Γιατί το ουίσκι εγώ το έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Εκεί ήπια ουίσκι. Δεν το ήξερα ότι υπάρχει. Δεν το είχα δοκιμάσει ποτέ, δεν είχα και την ευχέρεια. Το ουίσκι ήταν πολύ ακριβό προπολεμικά. Αλλά στο Παρθένι, επειδή είχαν ειδικό φορολογικό καθεστώς στα Δωδεκάνησα, θυμάμαι τότε ότι το μπουκάλι είχε πενήντα – εξήντα δραχμές, ήταν φτηνότερο.


Τώρα ακόμα με ρωτούν πολλοί τι προκάλεσε τη διάσπαση. Ηθελαν, παιδί μου, ουσιαστικά τη διάλυση του Κόμματος. Και δήθεν διαφωνούσανε σε μια σειρά ζητήματα. Κι έτσι εκδηλώθηκαν από τη 12η Ολομέλεια. Είναι σαν να με ρωτάς τώρα τι ήθελαν αυτοί στον ΣΥΝ και δημιούργησαν το ζήτημα. Να σου πω εγώ: τη διάλυση του ΚΚΕ ήθελαν. Δεν είχα καμιά αμφιβολία, ούτε και τώρα· άσε που εμείς είχαμε πάρει το μάθημά μας από το ’68. Εκείνοι όμως όχι, κι έτσι δεν τους κάναμε το χατίρι. Αυτή είναι και η μόνη έντιμη εξήγηση.


ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟ ΚΚΣΕ «Ας πηγαίναμε κόντρα στην απόφαση της Μόσχας»


Γυρνώντας πάλι σ’ εκείνη την εποχή, θα έλεγα ότι είναι μεγάλο λάθος που κατηγορούν το ΚΚΕ ότι έδειχνε εξάρτηση από το ΚΚΣΕ. Ισα ίσα που οι Σοβιετικοί, όποτε και να τους ζητήσαμε και για όποιο θέμα τη γνώμη τους, επέμεναν: «Αυτή είναι η δική μας γνώμη. Από κει κι έπειτα είναι δικό σας ζήτημα τι θα κάνετε. Να το δείτε ανάλογα με τις συνθήκες. Εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε από εδώ. Μόνοι σας να κρίνετε». Το υπογράμμιζαν!


Τώρα τι γραμμή είχε το ΚΚΣΕ στη διεθνή πολιτική; Νομίζω ότι η Σοβιετική Ενωση ακολουθούσε μια πολιτική που κανένας δεν μπορούσε ν’ αμφισβητήσει: πολιτική υπεράσπισης της ειρήνης, των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, των δικαιωμάτων των εργαζομένων, της πάλης. Αυτά όλα ήταν φανερά από τις θέσεις που παίρνανε, οι οποίες απηχούσαν και τις δικές μας απόψεις. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής πολλές φορές παίρνανε και θέσεις είτε λαθεμένες είτε θέσεις που υπάγονταν σε κάποια σκοπιμότητα, διότι ήταν κράτος μέγα και ακολουθούσε κρατική πολιτική.


Να, επί παραδείγματι, θυμάμαι τότε που πήρε θέση και ουσιαστικά υποστήριξε τον Βιντέλα, το δικτάτορα στη Νότια Αμερική. Αλλά το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας αυτής ήταν υπέρ του Βιντέλα. Αυτό ίσως παρέσυρε και τη Σοβιετική Ενωση. Βλέποντας κι εμείς τη στάση της, αλλά μετρώντας και το γεγονός ότι το εκεί κομμουνιστικό κόμμα ήτανε θετικό, πήραμε θέση ανάλογη. Κατά τη γνώμη μου δεν έπρεπε να την πάρουμε, έπρεπε να ουδετεροποιηθούμε ή και να το καταγγείλουμε. Ας πηγαίναμε κόντρα στην απόφαση της Μόσχας. Πολύ περισσότερο που εμείς είχαμε δοκιμάσει πρόσφατα μια χούντα.


Σίγουρα ορισμένα πράγματα ξεκίναγαν από την ανάγκη της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Αλλά αυτά είναι επιμέρους ζητήματα. Για μένα δεν είναι το κύριο. Παράδειγμα, το γράμμα του Ζαχαριάδη στο αλβανικό. Χαρακτήρισε το δικό μας πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό. Η θέση του ήταν αντίθετη με την απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αλλο παράδειγμα. Οταν τέθηκε το θέμα του δικού μας Εμφυλίου, οι Δημητρώφ και Τολιάτι, αλλά και άλλοι, μας σύστησαν:


«Μην μπείτε σε τέτοια διαμάχη».


Οι Σοβιετικοί μας είπαν:


«Να το σκεφτείτε καλά, να τα μετρήστε όλα πριν το αποφασίσετε».


Και μετέπειτα είπε ο Στάλιν:


«Αφού εσείς το αποφασίσετε, τώρα δεν έχουμε πολλά να πούμε».


Ηταν φυσικό μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ιδιαίτερα μετά τις διασκέψεις και τα ζητήματα που δημιουργήθηκαν, να είναι ακόμα πιο κατηγορηματικοί:


«Εσείς κοιτάξτε να καθορίζετε τη θέση σας ανάλογα με τα προβλήματά σας».


Είναι αλήθεια ότι στα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής προσέχαμε να μη βρισκόμαστε σε ριζική διαφωνία με τη Σοβιετική Ενωση, γιατί ξεκινούσαμε από το εξής γεγονός: εμείς δεν μπορούσαμε να κατέχουμε όλα τα ζητήματα όπως εκείνη, που ήταν μεγάλη χώρα. Μπορούσαμε να κάνουμε κάποιες εκτιμήσεις για μια συγκεκριμένη κατάσταση αλλά σε διεθνή κλίμακα σίγουρα είχε καλύτερες δυνατότητες. Ητανε, επομένως, φυσικό πολλές φορές να ακολουθούμε τις δικές της πολιτικές.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.