Ο πρώτος μοντέρνος

«Ιδού ένας άνθρωπος!» Ο πρώτος μοντέρνος Ο Γ. Βώκος γράφει για το πώς τρεις σημαντικοί ευρωπαίοι συγγραφείς, ο Αντρέ Ζιντ, ο Πολ Βαλερύ και ο Τόμας Μαν, συναντώνται από διαφορετικούς ο καθένας δρόμους με το έργο του μεγάλου γερμανού ποιητή Γ. ΒΩΚΟΣ Διακόσια πενήντα χρόνια φέτος από τη γέννηση του Γκαίτε και η επέτειος δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη: η Ευρώπη

Ο πρώτος μοντέρνος


Διακόσια πενήντα χρόνια φέτος από τη γέννηση του Γκαίτε και η επέτειος δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη: η Ευρώπη και ο πολιτισμός αναγνωρίζουν στη φυσιογνωμία του κάτι από το πρόσωπό τους. Στο σημείο αυτό συμφωνούν τρεις σημαντικοί Ευρωπαίοι, ένας Γερμανός και δύο Γάλλοι, όταν σε μια άλλη επέτειο, στα εκατό χρόνια από τον θάνατό του, το 1932, ένωσαν τις φωνές τους για να τιμήσουν τον νεκρό σαν συγγενή τους. Ο λόγος για τον Ζιντ, τον Βαλερύ και τον Τόμας Μαν. Ο καθένας ανοίγει τον δικό του δρόμο για να φτάσει στον ποιητή και πιστεύω πως είναι χρήσιμο να δούμε τις διαδρομές αυτές, σε μιαν εποχή που η ανησυχία για το μέλλον και τη φυσιογνωμία της Ευρώπης βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο, όπως τότε, που οι πολεμοχαρείς φωνές άρχιζαν όλο και περισσότερο να ακούγονται σαν υστερικές κραυγές.


Ο Αντρέ Ζιντ θεωρεί χρέος του να μιλήσει για τον Γκαίτε, τον οποίο αναγνωρίζει ως οδηγό και συμπαραστάτη στις δύσκολες αποφάσεις της ζωής του. «Τίποτα δεν με καθησύχασε περισσότερο στη ζωή όσο η ενατένιση της μεγάλης μορφής του Γκαίτε». Ο μεγάλος Γερμανός είναι διακριτικά παρών, όταν ο Ζιντ αισθάνεται την ανάγκη να απαλλαγεί από τα δεσμά της πουριτανικής ηθικολογίας μέσα στα οποία επιχειρούσε να χτίσει την προσωπικότητά του, μια και ο Γκαίτε τού μαθαίνει ότι η ηδονή είναι νόμιμη και συμβαδίζει με την ήρεμη και αρμονική ανάπτυξη του ανθρώπου μέσα στη χαρά. Αυτή την ηθική θα κάνει δική του ο Ζιντ και θα τη στρέψει εναντίον της ηθικολογίας, πληρώνοντας κάθε φορά ακριβά το τίμημα της επιλογής του.


Οταν η γενική κατακραυγή αρχίζει να λυγίζει τις αντοχές και ο Ζιντ βρίσκεται επικίνδυνα απομονωμένος, το μόνο καταφύγιο που βρίσκει είναι τα έργα του Γκαίτε, όπου διδάσκεται ότι ο θαυμασμός των άλλων δεν είναι ποτέ ανέξοδος, ότι ο έπαινος δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με τον ψόγο και ότι «αυτός μόνο αγαπάει πραγματικά τις δάφνες, που αγαπάει και την πίκρα τους». Για τον λόγο αυτόν ο Ζιντ απορρίπτει την τρέχουσα εικόνα ενός Γκαίτε ολύμπιου και ατάραχου, που βρίσκεται έξω από τις καταιγίδες και τις συγκρούσεις του κόσμου. Αναγνωρίζει αντίθετα έναν Γκαίτε σπινοζικό, που παραδίδεται στα πάθη του, μαθαίνει από αυτά και τα εγκαταλείπει μόλις διαπιστώσει ότι δεν έχουν πια τίποτα να τον διδάξουν. Η επιλογή του Απόλλωνα δεν είναι ποτέ οριστική στον Γκαίτε, στον οποίο υπάρχει πάντα τόπος για τον Διόνυσο. Και στη συνύπαρξη αυτή ακριβώς ο Ζιντ αναγνωρίζει ήδη την παρουσία του Νίτσε. Ο δεύτερος είναι αδιανόητος χωρίς τον πρώτο, παρ’ όλο που στον Νίτσε επικρατεί τελικά ο Διόνυσος.


Με συμπαραστάτες τους δύο γερμανούς στοχαστές, ο Ζιντ απευθύνεται στους συμπατριώτες του, για να τους εξηγήσει πού θα βρουν την πραγματική Γερμανία και να τους προφυλάξει από το κύμα του μίσους που είναι πια ορατό στον ορίζοντα: «Αν σε μας τους Γάλλους ο Γκαίτε μοιάζει λιγότερο Γερμανός από άλλους συγγραφείς της Γερμανίας, αυτό συμβαίνει γιατί είναι γενικότερα και καθολικότερα ανθρώπινος· ωστόσο αν οι αρετές αυτές με κάνουν κοινωνό της ανθρωπότητας, αυτό το πετυχαίνουν μέσω της Γερμανίας».


Γνώρισε όλες τις αρετές και τις κακίες


Ο Βαλερύ τιμά επίσης τον Γκαίτε το 1932, αλλά σε συνθήκες πολύ πιο επίσημες, δεδομένου ότι εκφωνεί έναν λόγο, ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ενώπιον του προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας. Επιμένοντας, όπως και ο Ζιντ, στον καθολικό χαρακτήρα του Γκαίτε, θα δώσει έναν εντυπωσιακό ορισμό της καθολικότητας αυτής: «Ο Γκαίτε είναι μια από τις πιο πετυχημένες απόπειρες των ανθρώπων να μοιάσουν με τους θεούς». Με αφετηρία αυτό το μοτίβο, ο Βαλερύ θα επιχειρήσει να καταλάβει, όπως το λέγει ο ίδιος, τι μπορεί ένας άνθρωπος «όταν είναι βαθιά και παραγωγικά μόνος του». Από τη σκοπιά αυτή, το πρώτο πράγμα που σημειώνει ο Βαλερύ είναι η μεγάλη διάρκεια της ζωής του ποιητή, την οποία συνδυάζει αμέσως με το έργο και την ιδιοσυγκρασία του. Ο Γκαίτε, «ο άνθρωπος των αργών πράξεων και ο θεωρητικός της διαδοχικής ανάπτυξης, έζησε όλον τον απαραίτητο χρόνο ώστε να νιώσει ο ίδιος συχνά το καθένα από τα ελατήρια της ύπαρξής του». Μπόρεσε έτσι, με μέθοδο, πείσμα αλλά και απαράμιλλη τέχνη, να ζήσει και να γνωρίσει όλες τις αρετές αλλά και όλες τις κακίες, «ώστε να εξαντλήσει το σύνολο των αντίθετων και συμμετρικών παθών, που κάθε πράγμα μπορεί να διεγείρει». Τότε όμως δεν είναι καθόλου παράξενο που ο Γκαίτε αφιερώνει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στη μελέτη της ζωντανής φύσης και ο ίδιος παίρνει σιγά σιγά τη μορφή του Μεγάλου Ζωντανού. Γιατί αυτό που χαρακτηρίζει το ζωντανό είναι η αρχή των μετασχηματισμών, δηλαδή η ικανότητα της προσαρμογής· και την ικανότητα αυτή ο Γκαίτε την επινοεί κάθε στιγμή, γιατί είναι «Ποιητής και Πρωτέας».


Αλλά η μεγάλη τέχνη του Γκαίτε βρίσκεται, όπως υποστηρίζει ο Βαλερύ, αλλού: στο γεγονός ότι ο ποιητής αρνείται να εγκατασταθεί σε κάποια μορφή ή σε κάποιο σχήμα, όσο βολικά κι αν είναι αυτά: «Αν ο θεός μπόρεσε, για τις απολαύσεις του, να μεταμορφωθεί σε ταύρο, κύκλο ή χρυσή βροχή, ποτέ δεν παγιδεύτηκε σε κανένα από τα γοητευτικά αυτά σχήματα, που θα τον είχαν μεταμορφώσει για πάντα σε κτήνος». Και πώς πετυχαίνει κανείς αυτή την αέναη μεταμόρφωση, που αφήνει ακέραιο τον πυρήνα του; Αναζητώντας κάτω από τις μορφές τις δυνάμεις που τις εμψυχώνουν. Για να γίνει όμως αυτό, παρατηρεί ο Βαλερύ, είναι απαραίτητος ο απόλυτος σεβασμός όλων των μορφών ή, με άλλα λόγια, η συνεχής παραμονή στην επιφάνεια και η παραίτηση, αλλά χωρίς φωνές και ταραχή, από αυτό που οι περισσότεροι ονομάζουν βάθος.


Αν τον δει κανείς έτσι, ο Γκαίτε εμφανίζεται ως «σπάνιος και γόνιμος συνδυασμός, ένα σχεδόν πλήρες σύστημα αντιθέσεων: εναλλάσσει διαδοχικά τον κλασικισμό με τον ρομαντισμό· είναι φιλόσοφος που αρνείται να προχωρήσει στην ανάλυση του υποκειμένου· είναι επιστήμονας που αρνείται να κάνει χρήση των μαθηματικών· είναι μυστικός που συγκεντρώνεται στην παρατήρηση της επιφάνειας». Ενας σοφός, με ό,τι διαβολικό του χρειάζεται ώστε να είναι πλήρης και να βρίσκεται μονίμως στο κέντρο της Ευρώπης, κινώντας από ‘κεί τα νήματα του ευρωπαϊκού πνεύματος, που είναι το δικό μας.


Οι τρεις κλίμακες του ποιητή


Ο λόγος του Τόμας Μαν είναι ο πολιτικότερος ή, καλύτερα, αυτός στον οποίο η πολιτική παίζει εμφανέστατα τον πρώτο ρόλο. Ο γερμανός συγγραφέας διακρίνει τρεις κλίμακες με τις οποίες μπορεί κανείς να εξετάσει το φαινόμενο Γκαίτε. Σύμφωνα με την πρώτη, που είναι ταυτοχρόνως η πιο σεμνή αλλά και η πιο περιοριστική, ο Γκαίτε πρέπει να μετρηθεί με τα αυστηρά κριτήρια του τόπου και του χρόνου στους οποίους ανήκει. Σύμφωνα με τη δεύτερη κλίμακα, ο Γκαίτε τοποθετείται εκτός τόπου και χρόνου, στην πραγματικότητα εκτός ιστορίας, και θα περιφέρεται εφεξής ανά τους αιώνες ως «θείος ανήρ». Η τρίτη, ενδιάμεση κλίμακα, της οποίας το μέτρο υιοθετεί ο Τόμας Μαν, θεωρεί τον Γκαίτε τυπικό εκπρόσωπο «της αστικής ηλικίας του πολιτισμού, η οποία ξεκινάει από τον 15ο αιώνα και λήγει με το τέλος του 19ου».


Ο συγγραφέας του Μαγικού Βουνού προσδιορίζει το αστικό πρόσωπο του Γκαίτε, επιμένοντας σε τρία σημεία: στον πρακτικό χαρακτήρα της γραφής του, στον ρεαλισμό του και στην ψυχρότητα με την οποία ο ποιητής αντιμετωπίζει κάθε είδους ενθουσιασμό για την τέχνη. Κανείς δεν μίλησε καλύτερα για τον πρακτικό χαρακτήρα της γραφής του Γκαίτε από τον Νοβάλις, τα λόγια του οποίου ο Τόμας Μαν αναφέρει με χιούμορ: «Ο Γκαίτε είναι, στα έργα του, αυτό που ένας Αγγλος είναι στα εμπορεύματά του: ευχάριστος, εύχρηστος, στέρεος και απλός». Είχε όμως τους λόγους του, συμπληρώνει ο Τόμας Μαν. Γιατί από πολύ νωρίς, πράγματι, ο Γκαίτε είχε βρει τον κανόνα στον οποίο υποτασσόταν η προσπάθειά του: «Το πραγματικό ιδανικό δεν μπορεί να είναι άλλο από το πνεύμα της πραγματικότητας». Στην απλή αυτή φράση συνοψίζεται ο πρακτικός ρεαλισμός του Γκαίτε, ο οποίος αποστρέφεται τα αφηρημένα και γενικά ιδεώδη. Σε έναν ενθουσιώδη νεαρό, ο οποίος δηλώνει ότι θέλει να ζήσει, να εργαστεί και να υποφέρει για την τέχνη ­ κάτι σαν κατάθεση ψυχής, όπως θα λέγαμε σήμερα ­ ο Γκαίτε απαντάει ψυχρά πως «δεν τίθεται θέμα πόνου, όταν πρόκειται για τέχνη».


Αλλά το σημαντικότερο γνώρισμα του Γκαίτε ως εκπροσώπου της αστικής ηλικίας βρίσκεται σ’ αυτό που ο Τόμας Μαν ονομάζει «ειρωνικό μηδενισμό». Τούτος δω εμφανίζεται τη στιγμή που ο Γκαίτε αισθάνεται ότι αποκτά τις διαστάσεις εθνικού συγγραφέα. Αλλά για τον ίδιο, «η ποίηση είναι κοινό κτήμα όλης της ανθρωπότητας και αντί να κλειστεί στον εαυτό του, ο Γερμανός πρέπει να υποδεχτεί τον κόσμο, για να επιδράσει σ’ αυτόν. Μια εθνική λογοτεχνία δεν έχει και πολύ νόημα σήμερα· έφτασε ο καιρός της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ο καθένας πρέπει να συμβάλει στη γέννησή της».


Και ο Τόμας Μαν, που αναμφισβήτητα θεωρούσε ότι είχε πολλά κοινά σημεία με τον εκπρόσωπο της αστικής ηλικίας, στρέφεται στους συμπατριώτες του και τους εξορκίζει, το 1932, «να κοιτάξουν πέρα από τον στενό κύκλο που τους περιβάλλει, ώστε να μη βουλιάξουν, ως άτομα και ως έθνος, σε ένα είδος σχολαστικής επάρκειας (…). Γιατί το δάνειο που, υπό προθεσμία, μας παραχωρεί σήμερα η ιστορία είναι να κρατήσουμε ζωντανή την πεποίθηση ότι η δημοκρατία μπορεί, εναντίον των εχθρών της που ισχυρίζονται το αντίθετο και πολιορκούν την εξουσία, να οδηγήσει τον κόσμο στο μέλλον».


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. ΣΕΛΙΔΑ Β4

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version