Οταν εξαιτίας κάποιου επείγοντος περιστατικού αναγκαζόμαστε να κάνουμε χρήση των υπηρεσιών ενός δημόσιου νοσοκομείου, απορούμε αν ζούμε σε ευρωπαϊκή χώρα ή μήπως σε χώρα της Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής. Οταν υποχρεωνόμαστε να συναλλαγούμε με κάποια δημόσια υπηρεσία, όπως η εφορία, η πολεοδομία, τα υπουργεία κτλ., έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε αιχμάλωτοι στη χώρα μας. Και, τέλος, όποτε γίνει κάποια φυσική καταστροφή, με σοβαρές υλικές ζημιές και θύματα, πέφτουμε από τα σύννεφα παρακολουθώντας την αβελτηρία του κράτους μας από την τηλεόραση. Αλλά έχουμε συνηθίσει και το χειρότερο είναι ότι ξεχνάμε γρήγορα. Ετσι, όταν πλημμύρισε ο ποταμός Διακονιάρης στην Πάτρα και μάθαμε για όσα είχαν δεσμευθεί και δεν έκαναν οι δημόσιες υπηρεσίες και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, δεν παραξενευτήκαμε. Παρά τη θλίψη που αισθανθήκαμε για τα θύματα και τις υλικές καταστροφές σε ιδιωτικές και δημόσιες περιουσίες, τη θεωρήσαμε και αυτή μια από τις αναπόφευκτες αποτυχίες του κράτους, η οποία αναμένεται να επαναληφθεί στην ίδια ή σε κάποια άλλη γωνιά της χώρας μας. Το ερώτημα λοιπόν που μου ξαναήλθε στο μυαλό είναι γιατί η δημόσια διοίκηση έχει περιέλθει σε αυτή την κατάσταση και τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μπει σε τροχιά εκσυγχρονισμού.
Το ερώτημα αυτό με έχει απασχολήσει και παλαιότερα σε άρθρα μου στην παρούσα στήλη, και όχι μόνο. Κανονικά επομένως θα έπρεπε να έχω απογοητευθεί γιατί οι εξελίξεις έκτοτε δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μου και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης εξακολούθησε να φθίνει. Αλλά τώρα έχουμε δύο επιπλέον λόγους να δούμε και πάλι το θέμα με την έννοια του κατεπείγοντος. Αυτοί είναι, πρώτον, ότι εισήλθαμε στην ευρωπαϊκή και νομισματική ολοκλήρωση της Ευρώπης και πρέπει να μείνουμε, και, δεύτερον, ότι χωρίς μια εύρωστη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλύψουμε τη διαφορά υλικής ευημερίας που μας χωρίζει από τους εταίρους μας. Γι’ αυτό με αφορμή την περίπτωση του ποταμού Διακονιάρη έκρινα ότι αξίζει να επανέλθω.
Κατά την άποψή μου η επιφανειακή αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, όπως αυτή επιδιώκεται ή δεν επιδιώκεται από την παρούσα κυβέρνηση, θα καταλήξει σε αποτυχία. Ο λόγος είναι ότι οριακές παρεμβάσεις παρέχουν τα χρονικά περιθώρια στα διαπλεκόμενα συμφέροντα να τις εξουδετερώνουν. Αφαιρετικά συνεπώς αυτό που απαιτείται είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μιας ριζικής επανίδρυσης της δημόσιας διοίκησης. Αλλά το εγχείρημα αυτό είναι πολύ τολμηρό και κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν πιστεύω ότι έχει την πολιτική βούληση να το υιοθετήσει από μόνο του.
Γι’ αυτό χρειάζεται πολιτική συναίνεση γύρω από ένα ελάχιστο πρόγραμμα ριζικών παρεμβάσεων. Μπορεί να υπάρξει τέτοια συναίνεση; Και, αν ναι, ποιες θα έπρεπε να είναι οι κύριες αρχές μιας προγραμματικής συμφωνίας; Στο πρώτο ερώτημα η άποψή μου είναι ότι η συναίνεση θα γίνει αναγκαία από τα πράγματα, αφού μετά το ΚΠΣ-3 και την είσοδο νέων κρατών στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα μας λείψει το μάννα εξ ουρανού και θα πρέπει να υποστηρίξουμε τους αναπτυξιακούς μας ρυθμούς με ίδιους πόρους. Οσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, αυτό απαιτεί περισσότερο χώρο. Γι’ αυτό θα επανέλθω στο επόμενο άρθρο μου.
Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
