Μ.Καραγάτσης

Μ.Καραγάτσης Τολμούσε να αναιρεί ακόμη και τον εαυτό του «Ωστε αυτός είναι ο φοβερός Καραγάτσης, που γράφει τόσο αυστηρές κριτικές!» αναφώνησε το βράδυ της παραμονής Χριστουγέννων του 1953 η Μαρίκα Νέζερ κατόπιν απροσδόκητης γνωριμίας με τον προαναφερθέντα συγγραφέα. Το σχόλιο αυτό της ηθοποιού, όπως μετεφέρθη από κοινό γνωστό, περιλαμβάνει ο ίδιος ο Καραγάτσης σε θεατρική κριτική του, όπου συμπληρώνει

Μ.Καραγάτσης

Τολμούσε να αναιρεί ακόμη και τον εαυτό του





«Ωστε αυτός είναι ο φοβερός Καραγάτσης,
που γράφει τόσο αυστηρές κριτικές!» αναφώνησε το βράδυ της παραμονής Χριστουγέννων του 1953 η Μαρίκα Νέζερ κατόπιν απροσδόκητης γνωριμίας με τον προαναφερθέντα συγγραφέα. Το σχόλιο αυτό της ηθοποιού, όπως μετεφέρθη από κοινό γνωστό, περιλαμβάνει ο ίδιος ο Καραγάτσης σε θεατρική κριτική του, όπου συμπληρώνει μεταξύ αστείου και σοβαρού: «… δεν μου αρέσει διόλου να με θεωρή η Μαρίκα Νέζερ φοβερό, τρομερό, μπαμπούλα και αιμοβόρο δήμιο πάσης καλοπροαίρετης θεατρικής προσπάθειας».


Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια σε τι βαθμό η γνώμη της κυρίας Νέζερ αντιπροσώπευε το γενικότερο αίσθημα της καλλιτεχνικής κοινότητας της ταραχώδους εκείνης μεταπολεμικής εποχής, από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν έδρασε ως κριτικός θεάτρου ο Καραγάτσης μέσα από τις σελίδες της «Βραδυνής». Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά σήμερα διαπιστώνουμε ότι ο δημιουργός του «Γιούγκερμαν», του «Κίτρινου Φακέλου» και του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» δεν δίσταζε να πει τη γνώμη του και να θίξει τα κακώς κείμενα χωρίς περιστροφές, με τρόπο συχνά καυστικό: Να τα βάλει με το Εθνικό που είναι «δύσμοιρο», «άρρωστο βαριά», στερείται «ρηξικέλευθης τόλμης» και λειτουργεί ενίοτε εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Να σατιρίσει την αλαζονεία των συναδέλφων του που θεωρούν ότι «ο Πανάγαθος τους επροίκισε με προσόντα κρίσεως σπάνια και εξαιρετικά» και «που περιμένουν αγωνιωδώς πότε θα παιχθή ένα κλασικόν έργο, για να πουλήσουν… εύκολη φιλολογική σοφία αντλημένη προχείρως από εγκυκλοπαίδειες». Να υπερασπισθεί με θέρμη έργα που θεωρεί αξιόλογα και να κατακρίνει θιάσους που τα απορρίπτουν λυγίζοντας μπροστά στην επίφοβη προοπτική της «μη εμπορικότητος». Να σαρκάσει το κοινό και ειδικά τις «διανοητικές ανησυχίες των ρηχά διανοούμενων κυρίων» και τις «ευαισθησίες των επιπόλαια μορφωμένων κυριών».


Εξίσου πρόθυμος όμως ήταν να υποκλιθεί μπροστά στο ταλέντο, όποτε το έβλεπε μπροστά του ­ και θα λέγαμε ότι σε αυτόν τον τομέα η ιστορία τον δικαίωσε. Από νωρίς λάτρεψε τη Λαμπέτη: «Μ’ όλον ότι αποφεύγω τις προφητείες, έχω την εντύπωσι πως αυτή η κοπελίτσα θα πάει μακριά και ψηλά» έγραφε τον Νοέμβριο του 1946 ενθουσιασμένος με την ερμηνεία της στον «Γυάλινο κόσμο» του Γουίλιαμς που ανέβηκε σε σκηνοθεσία Κουν ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1951, υποστήριζε: «Δεν υπάρχει ρόλος που να λυγίση τις δυνάμεις της Λαμπέτη». Θαύμαζε την κυρία Κατερίνα, την Κυβέλη, τον Χορν, τον Βεάκη, τον Μουσούρη, τον Παππά, τον Λογοθετίδη, τη Μερκούρη, την Παξινού, τον Διαμαντόπουλο («… εδώ και τριάντα χρόνια που παρακολουθώ το ελληνικό θέατρο δεν είδα ηθοποιό της κλάσεως του Διαμαντόπουλου» έγραφε το 1955). Για τον Μάνο Χατζιδάκι έγραφε το 1948, φανερά συγκινημένος από τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα που ανέβηκε σε μετάφραση Γκάτσου, σκηνικά Τσαρούχη και σκηνοθεσία Κουν: «Ο νεαρός αυτός συνθέτης έχει τάλαντο, πηγαίο και αγνό, που αργά ή γρήγορα δεν μπορεί παρά να επιβληθή στην κοινή συνείδηση».


Από σκηνοθέτες εκτιμούσε τον «μάγο» Κουν, τον Σολομό («σκηνοθέτη με προσόντα ποιητικά»), τον Λίνο Καρζή. Στις μεγάλες διενέξεις της περιόδου σχετικά με την καταλληλότερη προσέγγιση της αρχαίας τραγωδίας, δήλωνε υποστηρικτής του τελευταίου, επικροτώντας την προσπάθειά του να «αναβιώση την ελληνική τραγωδία, όπως ακριβώς ερμηνεύονταν στην αρχαιότητα». Τις παραστάσεις αρχαίου δράματος του Ροντήρη τις αποκαλούσε στην αρχή «αιρετικά πειράματα», τις αντιμετώπιζε όμως κάθε φορά με διάθεση κατανόησης, και σταδιακά έφθασε να αποδέχεται τη δουλειά του στον τομέα αυτό. Το 1956 αναγνωρίζει την αξία μιας περισσότερο ρεαλιστικής προσέγγισης, όπως εκείνης του Μινωτή στη «Μήδεια»: «Ετσι η τραγωδία προσαρμοσμένη στα σημερινά σκηνικά κριτήρια γίνεται θέαμα σχεδόν λαϊκό και, φυσικά, πολύ προσιτό στον σύγχρονο θεατή». Με το πέρασμα των χρόνων διαπιστώνει στη δουλειά του Καρζή μια στατικότητα και απομακρύνεται εκφράζοντας ολοένα και περισσότερες ενστάσεις για την αισθητική των παραστάσεών του.


Ο Σαίξπηρ ο αγαπημένος του συγγραφέας



Αγαπημένος του συγγραφέας ήταν μάλλον ο Σαίξπηρ ­ όπως παραδέχεται ο ίδιος χιουμοριστικά, «ο Σαίξπηρ βρίσκει κάποιο έλεος στα κριτικά μάτια μου» ­, σπάνια όμως έβγαινε ικανοποιημένος από παράσταση σαιξπηρικού έργου. «Τα δράματα του Σαίξπηρ παρουσιάζοντο στους Αθηναίους σαν θεάματα παράξενων ανδρεικελοειδών όντων ενός άλλου κόσμου, που, σαν κουρντισμένοι, χειρονομούσαν έξαλλα και απήγγειλαν με μονόχνωτο στόμφο βαθυστόχαστα βεβαίως πράγματα, αλλά όχι τόσο εύληπτα και για το πιο εξοικειωμένο σε παπατρεχάδικη φλυαρία αυτί. Το αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως ήταν θλιβερό. Δηλαδή το μέγιστο μέρος των Αθηναίων ­ εκείνων που δεν έτυχε να διαβάσουν τα έργα του Σαίξπηρ ­ να πέσουν στην πλάνη ότι ο μεγάλος δραματουργός ήταν ένας στομφώδης, κραυγαλέος και υπόψυχρος ρήτωρ της επιπολής ανθρωπίνων περιπετειών, κι όχι ένας βαθύτατος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχολογίας· ένας μεγαλοφυής ­ αλλά και ρεαλιστής ­ αναπλάστης του κοινού, του καθημερινού, του κοντινού σε όλους μας δράματος των ανθρωπίνων παθών» έγραφε το 1957.


Στα σφάλματα αυτά δεν υπέπεσε προφανώς ο Μινωτής και ο Καραγάτσης μοιάζει ιδιαίτερα ικανοποιημένος από τον «ρεαλιστικό» «Βασιλιά Λιρ» που ανέβασε στο Εθνικό τη χρονιά εκείνη: «Επάνω στη σκηνή ήσαν άνθρωποι σαν κι εσάς και σαν εμένα, που στοχάζονταν, αισθάνονταν, εχαίρονταν, λυπούνταν, πονούσαν, ενεργούσαν και αντιδρούσαν, όπως εσείς κι εγώ· όπως θέλησε κι έπλασε ο Σαίξπηρ τους ανθρώπους του. Κι όχι εξωπραγματικά ηρωοποιημένα και εξιδανικευμένα όντα ενός ανύπαρκτου κόσμου, που περιπλέκουν και περιπλέκονται βερμπαλιστικώς σε έξαλλες καταστάσεις και σε κάποιαν υπεργήινη νεφελοκοκκυγία».


Ο Τσέχοφ και το «χρίσμα της κλασικότητας»


Ο Καραγάτσης είχε σαφώς κάποιες ιδιαίτερες πεποιθήσεις, που τον οδηγούσαν ενίοτε σε παράδοξα συμπεράσματα. Θεωρούσε την αληθοφάνεια ως σημαντικότατο κριτήριο της καλλιτεχνικής αξίας και ήταν ικανός να αποδοκιμάσει ένα έργο όπως η «Νόρα» του Ιψεν, επειδή πάσχει από «αυθαιρεσίες που αντιβαίνουν και στον πιο επιπόλαια λογικό έλεγχο».


Απέδιδε ύψιστη σημασία στην ιδεολογική «θέση» του συγγραφέα και προσπαθούσε κάθε φορά να διακρίνει με ποιους τρόπους ο τελευταίος στήριζε τη θέση αυτή ­ η λογοτεχνία «έχει χρέος, μαζί με την τέρψι, να προσφέρη έστω και έναν κόκκο στοχασμού, συγκινήσεως και ηθικής διδαχής στον προς ον απευθύνεται». Πίστευε ότι «μόνον τα ρεαλιστικά σε ουσία έργα μπορούν να γίνουν κλασικά κατ’ αξίαν». Το «χρίσμα της κλασικότητας» το απένειμε με μεγάλη δυσκολία· αλίμονο, δεν το κέρδιζε ούτε καν αυτός ο δύσμοιρος ο Τσέχοφ: «… οι ήρωές του κάθε άλλο παρά δυνατοί είναι ­ ούτε κιόλας φυσιολογικοί. Κυριευμένοι από νεύρωσι ενοχλητική, γίνονται ενοχλητικοί στους πάντας μιλώντας μονάχα για τον εαυτό τους, για τα γκρεμισμένα τους όνειρα, για την ανυπαρξία ελπίδων κλπ.».


Το νεοελληνικό ρεπερτόριο και ο Καμπανέλλης


Ούτε κουβέντα φυσικά να δοθεί το «χρίσμα» σε έργα του νεοελληνικού ρεπερτορίου: «Αν υπήρχε στη σημερινή Ελλάδα έστω και ένας θεατρικός συγγραφεύς που να γράψει έργα, έστω και αποτυχημένα, αλλά της κλάσεως των έργων ενός Ανούιγ, ενός Ουάιλντερ ή ενός Τέννεσυ Ουίλιαμς, τότε βεβαίως η κριτική μου για τα έργα των κ.κ. Ψαθά, Τσιφόρου, Σακελλάριου, Γιαννακόπουλου κλπ. θα περιορίζετο σε σήκωμα των ώμων, συνοδευόμενο από άναρθρο γρυλισμό. Συγγραφεύς όμως τέτοιας κλάσεως δεν υπάρχει… Υπάρχουν μόνον μερικοί ευρετικοί δημοσιογράφοι-χιουμορίστες, που αντιληφθέντες τι αρέσει στο μεγάλο κοινό κατασκευάζουν και του σερβίρουν θεατρογραφήματα αλογοτεχνικότατα μεν, εμπορικότατα δε» έγραφε το 1954 ορμώμενος από τον «Φαύλο κύκλο» του Ψαθά.


Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν έπαψε να υποστηρίζει το εγχώριο ταλέντο ούτε να υπενθυμίζει στο Εθνικό την υποχρέωσή του για τη «σκηνική παρουσίαση έργων της συγχρόνου ελληνικής θεατρικής παραγωγής». Και φυσικά ήταν ανάμεσα σε εκείνους που ξεχώρισαν την περίπτωση Καμπανέλλη στα τέλη της δεκαετίας του ’50: «Εντελώς απροσδόκητα, ο Καμπανέλλης, από θεατρικός συγγραφεύς εκκολαπτόμενος και υπό αίρεσιν, επιβάλλεται ως “μαιτρ” μέσα στα ελληνικά πλαίσια· και αποδεικνύεται αναμφισβήτως ότι είναι ο πιο ενδιαφέρων, ο πιο αξιοπρόσεκτος, ο πιο ταλαντούχος θεατρικός συγγραφεύς που διαθέτουμε τούτη τη στιγμή» υποστήριζε με θέρμη το 1959 με αφορμή την «Ηλικία της νύχτας».


Η άποψή του για τον ρόλο του σκηνοθέτη



Θεωρούσε ότι «ο σκηνοθέτης δεν είναι δημιουργός αλλ’ υπηρέτης δημιουργίας»: σε μια θεατρική παράσταση τον κύριο λόγο έχει πάντοτε ο συγγραφέας. «Το να σκηνοθετούμε ένα έργο κατά τρόπον βασικώς διαφορετικό από εκείνον που θέλησεν ο δημιουργός του αποδεικνύει ότι δεν κατενοήσαμε την υφήν του έργου… Εκτός εάν ο σκηνοθέτης φρονεί ότι διαθέτει τοιαύτα πνευματικά κότσια ώστε ν’ αποδείξη πως ο Αισχύλος ευρίσκετο σε πλάνη σχετικώς με το ίδιο του το έργο». Θεωρούσε παρ’ όλα αυτά τη σκηνοθετική λειτουργία απαραίτητη: «Χωρίς παρεμβολή σκηνοθέτου ικανού, θεατρική παράστασις της προκοπής δεν βγαίνει». Προς το τέλος της καριέρας του, το 1959, μοιάζει πλέον σίγουρος για τη σημασία του σκηνοθέτη και επηρεασμένος κυρίως από τη σχέση του Κουν με τους μαθητές του βγάζει το συμπέρασμα: «Κι ο πιο ιδιοφυής, κι ο πιο πεπειραμένος, κι ο πιο κάτοχος ισχυρής προσωπικότητος ηθοποιός πάντα μαθητής είναι και πάντα έχει ανάγκη από τη διδασκαλία του σκηνοθέτη».


Για τη θέση της γυναίκας και για τον ρατσισμό


Συχνά μέσα από τις κριτικές του εξέφραζε απόψεις πάνω σε καίρια κοινωνικά ζητήματα. Γράφοντας για το «Ημέρωμα της στρίγκλας» το 1948 υποστήριζε: «… υπάρχει ένα μεγάλο ηθικό και ­ κατά τη γνώμη μου ­ αληθέστατο δίδαγμα: ότι η ελεύθερη κι αυθαίρετη υποταγή της γυναίκας στον άντρα αποτελεί την βασικήν ευτυχίαν του γάμου… Φρονώ ότι όλες οι μαθήτριες των Γυμνασίων (οι αυριανές σύζυγοι) θα έπρεπε να ιδούν υποχρεωτικώς το έργο που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο. Για να διαλυθούν τα πιθανά φούμαρα του μυαλού τους, ότι η γυναίκα πρέπει να ψήνη το ψάρι στα χείλη του άντρα της για να του αποδείξη πως έχει… περσοναλιτέ!».


Σχολιάζοντας το φαινόμενο του ρατσισμού στις ΗΠΑ, έγραφε το 1948: «Αιτία του χάσματος είναι η βιολογική κατωτερότης της μαύρης φυλής. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες μελέτες για να καταλάβουμε αυτή την αλήθεια εμείς οι λευκοί. Η στοιχειώδης παρατήρησις και το ένστικτο αρκούν να μας πείσουν ότι ανήκουμε σε δύο βιολογικούς κόσμους χωριστούς… Είναι αδύνατο σ’ έναν λευκό να συνεννοηθή πνευματικώς και ψυχικώς μ’ έναν μαύρο».


Την τελευταία αυτή θέση του έρχεται βέβαια να επανεξετάσει μερικά χρόνια αργότερα, το 1955, όταν επισκέπτεται την Ελλάδα ένας θίασος αφρικανοαμερικανών ηθοποιών για να δώσουν μια σειρά παραστάσεων του «ιδιότυπου μελοδράματος» «Πόργκι και Μπες». Τότε παραδέχεται ότι «ο Αμερικανικός Λαός χρωστάει πολλά και πολύτιμα στα παιδιά του της Αφρικής». Και μοιάζει ενθουσιασμένος από προσωπική συνάντηση μαζί τους στο φουαγέ του Εθνικού: «Φυσιογνωμίες φωτεινές από έκφρασι, με μάτια γεμάτα παιδική καλωσύνη. Από τη συνομιλία μου με μερικά από τα στελέχη του θιάσου διεπίστωσα ακόμα μια φορά την διανοητικότητα, το καλλιτεχνικό αίσθημα και το πολιτιστικό ύψος αυτών των ανθρώπων…».


Το γεγονός ότι ο Καραγάτσης μπόρεσε με τόση θαυμαστή ευκολία να υποστηρίξει μέσα σε διάστημα λίγων χρόνων δύο θέσεις τόσο ριζικά αντίθετες ας μην ερμηνευθεί επιπόλαια ως έλλειψη ιδεολογικής σταθερότητας. Ας θεωρηθεί καλύτερα ακραία ένδειξη ενός αφοπλιστικότατου αυθορμητισμού, ενός πηγαίου τρόπου αντίδρασης στα πράγματα, ενός ανοιχτού μυαλού έτοιμου να σαλπάρει προς κάθε κατεύθυνση ανάλογα με τον πυρετό της στιγμής.


Ο διάλογος με το φάντασμα του Μαριβό


Οχι ότι ο Καραγάτσης δεν είχε συγκεκριμένες απόψεις και αυστηρά κριτήρια ­ αυτό νομίζω είναι φανερό και στον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη. Ποτέ όμως δεν εγκλωβίστηκε μέσα σε αδιάσειστα σχήματα, ποτέ δεν επέτρεψε στη σκέψη του να παγιωθεί αμετάκλητα. Και δεν ήταν μόνο οι αντιλήψεις του για πρόσωπα και πράγματα που ωρίμαζαν με το πέρασμα του χρόνου, όπως είδαμε ­ ήταν και το στυλ του που εντυπωσίαζε με τον χαμαιλεοντισμό του. Προσπαθούσε διαρκώς να βρίσκει την ιδανικότερη φόρμα και για τον σκοπό αυτό επιστράτευε ανεπιφύλακτα τις μοναδικές μυθοπλαστικές ικανότητές του.


Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί η κριτική του 1954 για τα «Ερωτικά τεχνάσματα» του Μαριβό, που ανέβηκε στο Εθνικό. Η κριτική αυτή διαπερνάει κάθε δεδομένο και μετατρέπεται σε κείμενο ατόφια λογοτεχνικό, που θα μπορούσε κάλλιστα να σταθεί ανεξάρτητα από την παράσταση στην οποία αναφέρεται. Το φάντασμα του Μαριβό εμφανίζεται στον κριτικό και οδυρόμενο τον παρακαλεί να το βγάλει από τη δύσκολη θέση: καταδικασμένο καθώς είναι να παρακολουθεί όλες τις πρεμιέρες των έργων του ανά την υφήλιο, το φάντασμα διηγείται ότι ήρθε στην Αθήνα για την παράσταση του Εθνικού, έχασε όμως την πρεμιέρα εξαιτίας εμφανίσιμης, γοητευτικής δεσποινίδος που τον παρέσυρε στα μπουζούκια. Και τώρα πρέπει οπωσδήποτε ο κριτικός να το βοηθήσει και να του πει τι διαδραματίστηκε επί σκηνής, ειδαλλιώς, αν επιστρέψει στην κόλαση χωρίς τις απαραίτητες πληροφορίες, θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες της μήνιος του Αρχιβελζεβούλη… Πράγματι αναρωτιέμαι αν έχει ποτέ γραφτεί πιο απολαυστική κριτική σε ολόκληρη την ιστορία του θεάτρου.


Η ξύλινη γλώσσα και οι ανιαρές αναλύσεις που συνήθως απαντώνται στο πεδίο της θεατρικής κριτικής απουσιάζουν πανηγυρικά από τη στήλη του Καραγάτση. Ο συγγραφέας δεν κουράζεται να επινοεί διαρκώς νέες εκπλήξεις για τους αναγνώστες του: παραθέτει ανέκδοτα, αποσπάσματα διαλόγων με φίλους,, χαριτωμένα παράπονα, προσωπικές περιπέτειες: «Ομολογώ πως δεν κατάφερα να ανθέξω μέχρι τέλους της παραστάσεως· και καταληφθείς από υπνηλίαν ακαταμάχητον ­ παρά τους συνεχείς βαρείς γλυκούς, με τους οποίους προσεπάθουν να την καταπολεμήσω ­ απεχώρησα του θεάματος πολύ προ του τέλους». Ως και φανταστική θεατρική «δίκη» σκηνοθετεί, όπου αναλαμβάνοντας ο ίδιος τον ρόλο του δικαστή καλεί όλους τους συντελεστές της παράστασης σε «απολογία».


Ενας αληθινός δημιουργός


Μέσα στο βαθύτατα ανατρεπτικό αυτό κλίμα τίποτε δεν μένει όρθιο ­ και συχνά τα βέλη του σαρκασμού κατευθύνονται προς τον ίδιο τον γράφοντα: «Τι θα γίνη μ’ εμάς τους κριτικούς; Καταντήσαμε πολύ δύσκολοι· τίποτα δεν μας αρέσει τώρα τελευταία. Εγώ τουλάχιστον αρχίζω ν’ ανησυχώ πολύ για τον εαυτό μου… Το γεγονός είναι πως δεν ξέρω τι θέλω, ένεκα που τα πνευματικά μου γούστα είναι φοβερά περιπλεγμένα και υπερόχως αξεδιάλυτα» έγραφε το 1954 με αφορμή το «Μια γυναίκα χωρίς σημασία» του Οσκαρ Γουάιλντ που ανέβαινε από τον θίασο του Γιώργου Παππά με την Κυβέλη και τον Χορν.


Ο Καραγάτσης δεν ήταν αυτό που αποκαλούμε «ειδικός» ­ ποιος ήταν άλλωστε εκείνα τα χρόνια; Τα κείμενά του όμως μας αποδεικνύουν ότι ιδανικότερος υποψήφιος για το «λειτούργημα» του κριτικού δεν είναι απαραίτητα ο «ειδήμων» αλλά αυτός που τρέφει γνήσιο πάθος για το αντικείμενό του και φωτίζει με θάρρος τα δρώμενα μέσα από μια έντονα προσωπική ματιά ­ αυτός που δεν επαναπαύεται σε αποκρυσταλλωμένες απόψεις αλλά εξελίσσεται και ωριμάζει μέσα από τη συνεχή αναζήτηση και εξερεύνηση των πραγμάτων. Αυτός είναι ο καλλιτέχνης κριτικός, ένας αληθινός δημιουργός, που δεν διστάζει να αναιρέσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό εκτιμώντας τη ζωτικότητα της τέχνης τουλάχιστον όσο και την τέχνη της ζωής: «Και τώρα που τέλειωσα την κριτική μου, ας μιλήσουμε για σοβαρά ζητήματα: Θα πάμε κάνα βράδυ, μετά την παράστασι, να πιούμε κάνα ουίσκυ, να χορέψουμε κάνα μάμπο;».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version