Τα συνταξιοδοτικά ασφαλιστικά προγράμματα εξαρτώνται από τις ανάγκες σας. Στόχος πρέπει να είναι η συμπλήρωση ενός ποσού στα ήδη υπάρχοντα εισοδήματα, κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής. Υπάρχουν δύο ειδών συνταξιοδοτικά συμβόλαια.
Τα εγγυημένης απόδοσης (παραδοσιακά) και τα μη εγγυημένης απόδοσης (unit linked), τα οποία επενδύουν σε αμοιβαία κεφάλαια. Τα παραδοσιακά ασφαλιστήρια εξασφαλίζουν ένα εγγυημένο επιτόκιο, το οποίο κυμαίνεται περί το 5%, ενώ τα unit linked προϊόντα δεν προσφέρουν ούτε αυτή την απόδοση, λόγω του ότι εξαρτώνται από τις αποδόσεις των αμοιβαίων στα οποία επενδύουν.
Τα συνταξιοδοτικά προγράμματα είναι αποταμιευτικά προϊόντα μιας ορισμένης χρονικής διάρκειας. Ο ασφαλισμένος καταθέτει κάθε μήνα, εξάμηνο ή ακόμη και χρόνο (σε ενιαία μορφή) ένα ασφάλιστρο, το οποίο στη λήξη του συμβολαίου θα του εξασφαλίσει ένα μηνιαίο ποσό υπό τη μορφή σύνταξης, το οποίο θα έρθει να προστεθεί στα όσα ήδη εισπράττει από την κοινωνική ασφάλιση.
Το ποσό που καταβάλλεται με τη λήξη του συμβολαίου εξαρτάται από τις αποδόσεις που θα έχει επιτύχει η εταιρεία από την επένδυση των ασφαλίστρων, αλλά και από το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων που έχει καταβληθεί. Ολες οι ασφαλιστικές εταιρείες παραδέχονται ότι όσο πιο μεγάλο είναι το ετήσιο ασφάλιστρο τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το εφάπαξ που καταβάλλεται στη λήξη των συμβολαίων. Σημασία έχει επίσης και ο χρόνος έναρξης των συμβολαίων αυτών. Είναι προτιμότερο να ξεκινούν σε μικρή ηλικία έτσι ώστε να είναι πραγματικά αποδοτικά στη λήξη τους.
Τα λεγόμενα unit linked δεν απευθύνονται σε αυτούς που θέλουν μιαν απλή ασφάλεια. Απευθύνονται σε όσους είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν το «ρίσκο» που εμπεριέχει η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια, προκειμένου να διεκδικήσουν την υψηλότερη δυνατή απόδοση.
Η σημαντικότερη διαφορά τους από τα παραδοσιακά ασφαλιστήρια συμβόλαια έγκειται στην ευελιξία που προσφέρουν. Δίνουν δηλαδή τη δυνατότητα στον ασφαλισμένο να διαμορφώνει ο ίδιος το συμβόλαιό του, ανάλογα με το ύψος του ασφαλίστρου που είναι σε θέση να καταβάλει, αλλά και του ρίσκου που είναι διατεθειμένος να αναλάβει, επιλέγοντας ο ίδιος ο ασφαλισμένος το είδος του αμοιβαίου στο οποίο θέλει να επενδύσει.
Από την επιτυχία της επένδυσης στο αμοιβαίο που έχει προτιμήσει να «τρέξει» εξαρτάται και η απόδοση του συμβολαίου του. Αν δηλαδή επιλέξει να μην αναλάβει μεγάλο ρίσκο και επενδύσει σε σταθερού εισοδήματος, τότε η απόδοση που θα έχει επιτύχει θα κυμαίνεται κοντά στα τραπεζικά επιτόκια και στις αποδόσεις των κρατικών τίτλων. Το ίδιο θα ισχύει και αν επιλέξει να επενδύσει σε αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων. Αντίθετα, όσοι από τους ασφαλισμένους είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν μεγαλύτερο «ρίσκο», μπορούν να επενδύσουν σε διεθνή και αναπτυξιακά αμοιβαία κεφάλαια, των οποίων οι αποδόσεις είναι μεν απρόβλεπτες αλλά μπορούν να προσφέρουν σημαντικές ωφέλειες. Σε γενικές γραμμές πάντως όσοι αγόρασαν ή πρόκειται να αγοράσουν unit linked προϊόντα θα πρέπει να γνωρίζουν τη σπουδαιότητα της αναλογίας μεταξύ απόδοσης και κινδύνου. Καλύτερα τα ομαδικά συμβόλαια
ΕΚΤΟΣ από τα ιδιωτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια οι εργαζόμενοι σε μια επιχείρηση μπορούν να προχωρήσουν στη σύναψη ομαδικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Στην περίπτωση αυτή τα ασφάλιστρα μπορούν να καταβάλλουν από κοινού η εργοδοσία και οι εργαζόμενοι ή μόνο ένα από τα δύο μέρη. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των συμβολαίων αυτών είναι ότι, από τη στιγμή που η διαπραγμάτευση με την ασφαλιστική εταιρεία αφορά μεγαλύτερα ποσά, μπορούν να επιτευχθούν καλύτεροι όροι για τους ασφαλισμένους. Από τη στιγμή βεβαίως που οι αποδόσεις δεν διαφέρουν μεταξύ των ιδιωτικών και των ομαδικών ασφαλίσεων, αφού εξαρτώνται από τα γενικότερα μεγέθη της οικονομίας, η διαφορά βρίσκεται στο ύψος των διαχειριστικών εξόδων, που είναι χαμηλότερα για τα ομαδικά συμβόλαια, καθώς και στο ποσοστό συμμετοχής των ασφαλισμένων στην υπεραπόδοση του συμβολαίου, που είναι διαπραγματεύσιμο στις περισσότερες περιπτώσεις ομαδικών συμβολαίων.
Τα ομαδικά συμβόλαια, όπως και τα ατομικά, προσφέρουν την καταβολή ενός εφάπαξ ποσού ή μιας σύνταξης, που υπολογίζονται με βάση τις εισφορές των ασφαλισμένων και τον χρόνο παραμονής τους στην ασφάλιση. Ο λογαριασμός των προγραμμάτων ομαδικής ασφάλισης ανοίγεται για το σύνολο των ασφαλισμένων και πιστώνεται με τα ασφάλιστρα και τους τόκους των κεφαλαίων, ενώ χρεώνεται με τα απαραίτητα κεφάλαια για την καταβολή των εφάπαξ ποσών ή των συντάξεων και με τα έξοδα διαχείρισης.
Το ύψος του εφάπαξ ποσού ή της μηνιαίας σύνταξης καθώς και η ηλικία της συνταξιοδότησης συμφωνείται κατά την υπογραφή του συμβολαίου μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και των εργαζομένων ή της εργοδοσίας μιας εταιρείας. Το ασφάλιστρο για κάθε εργαζόμενο υπολογίζεται είτε ανάλογα με τον μισθό του συν μια ετήσια αναπροσαρμογή, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη και ο πληθωρισμός, είτε με βάση το επιθυμητό ύψος της σύνταξης. Δηλαδή μπορεί να συμφωνηθεί κάθε μήνα να καταβάλλεται ως ασφάλιστρο στην ασφαλιστική εταιρεία ένα ποσοστό, π.χ., 3% του μισθού του εργαζομένου και στη λήξη του προγράμματος να εισπράττεται το ποσό που έχει συγκεντρωθεί ή κάθε μήνα να καταβάλλεται ως εισφορά ένα σταθερό ποσό, π.χ. 15.000 δρχ., και να εισπράξει ο εργαζόμενος στη λήξη του προγράμματος 25 εκατ. δρχ.
Το τι θα εισπράξει ο εργαζόμενος σε περίπτωση που αποχωρήσει πρόωρα από το πρόγραμμα λόγω, π.χ., παραίτησης ή απόλυσης είναι προϊόν της συμφωνίας που έχει γίνει ανάμεσα στα δύο μέρη. Σε συμβόλαια στα οποία συμμετέχουν και οι εργαζόμενοι στην πληρωμή των ασφαλίστρων προβλέπεται ο εργαζόμενος να εισπράττει χρήματα που έχει καταβάλει ως εκείνη τη στιγμή συν τους αναλογούντες τόκους. Αντιθέτως στα συμβόλαια στα οποία οι εισφορές καταβάλλονται μόνο από την εργοδοσία υπάρχει περίπτωση ο εργαζόμενος να μην εισπράξει δραχμή αν αποχωρήσει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την έναρξη του προγράμματος, π.χ. σε τρία έτη, να εισπράξει ένα ποσοστό του ποσού που του αναλογεί αν αποχωρήσει, π.χ., μέσα σε 3-10 έτη από την έναρξη του προγράμματος και όλο το ποσό αν αποχωρήσει μετά τα πρώτα 10 χρόνια. Βεβαίως τα χρήματα που έχουν καταβληθεί για λογαριασμό του δεν χάνονται, παραμένουν στο πρόγραμμα προς όφελος των υπόλοιπων εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο εργαζόμενος εισπράττει το ποσό που έχει συμφωνηθεί κατά την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και της επιχείρησης. Τρεις επικεφαλής ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών απαντούν στο ερώτημα πόσο συμφέρει έναν σαραντάρη η ιδιωτική ασφάλιση
(Διευθύνων σύμβουλος της Αγροτικής Ζωής)
«Θεωρώ ότι στην έκθεση τονίζεται σωστά η δυνατότητα της ιδιωτικής ασφάλισης να συμβάλει αποτελεσματικά στη λύση του ασφαλιστικού προβλήματος των Ελλήνων. Ο θεσμός της ιδιωτικής ασφάλισης λειτουργεί πάντα συμπληρωματικά στην κοινωνική ασφάλιση, πράγμα το οποίο γίνεται αντιληπτό και από την έκθεση. Επειδή δε είναι ανταποδοτικό ή κεφαλαιοποιητικό σύστημα και όχι αναδιανεμητικό, όπως είναι η κοινωνική ασφάλιση, μπορεί να καλύψει τις επιπλέον οικονομικές ανάγκες των πολιτών, εφόσον βέβαια, έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν το ανάλογο ασφάλιστρο.
Σε πιο προηγμένες οικονομικά κοινωνίες από τη δική μας, όπου η ασφαλιστική συνείδηση των πολιτών είναι υψηλότερη, θεωρείται αυτονόητο οι πολίτες να έχουν και ένα συμβόλαιο συνταξιοδοτικό ή προστασίας, με μιαν ασφαλιστική εταιρεία.
Για την ασφαλιστική αγορά η ηλικία των 40 ετών θεωρείται απόλυτα ασφαλίσιμη. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες της ηλικίας αυτής έχουν μπροστά τους άλλα 20 με 25 χρόνια επαγγελματικής δραστηριότητας στη διάρκεια των οποίων μπορούν να καταβάλουν ασφάλιστρα, έτσι ώστε να τους εξασφαλίσουν μετά τα 60 με 65 χρόνια τους ένα αξιοπρεπές εισόδημα, αλλά και προστασία υγείας.
Είναι γνωστό ότι το κόστος της ασφάλισης είναι ανάλογο της ηλικίας, του φύλου, του επαγγέλματος, των ασφαλιστικών καλύψεων κοκ. Ετσι λοιπόν θα μπορούσε να πει κανείς ότι για να διασφαλίσει ένας 40ρης ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τον ίδιο και την οικογένειά του, θα πρέπει να καταβάλλει στην ασφαλιστική εταιρεία ένα 10% του μηνιαίου εισοδήματός του».
ΜΙΝΩΣ Ε. ΜΩΥΣΗΣ
(Γενικός διευθυντής Ζωής στην Interamerican)
«Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ασφάλιση αφορά όσους επιθυμούν να εξασφαλίσουν ένα παραπανίσιο εισόδημα για τα γηρατειά τους. Αυτός είναι ο ρόλος της. Ρόλος που λειτουργεί καθαρά ανταποδοτικά, σε ένα σύστημα καθαρά κεφαλαιοποιητικό, που δεν επηρεάζεται από τα δημογραφικά δεδομένα. Σε κάθε χώρα όπου υπάρχει καλή οργάνωση του κρατικού μηχανισμού για να πάρει ο πολίτης μια πρωτοβουλία, του έχουν προηγουμένως παραχωρηθεί ορισμένα κίνητρα. Εκεί λοιπόν ερχόμαστε εμείς της ιδιωτικής ασφάλισης και λέμε στην κυβέρνηση ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να θεσμοθετήσει συγκεκριμένα κίνητρα τα οποία θα δίνουν τη δυνατότητα στον πολίτη να στραφεί προς την ιδιωτική ασφάλιση. Ο λόγος είναι απλός. Αν δεν παραχωρηθούν τέτοια κίνητρα ο πολίτης δεν πρόκειται ποτέ να στραφεί προς την ιδιωτική ασφάλιση θεσμικά.
Η γενιά των σαραντάρηδων πάντως που αυτή τη στιγμή ανησυχεί περισσότερο από όλους, θα πρέπει να κατανοήσει ότι ναι μεν η ιδιωτική ασφάλιση είναι σε θέση να προσφέρει ένα ευρύ φάσμα λύσεων, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να πιστέψει ότι με ελάχιστα χρήματα θα βγάλει τεράστια σύνταξη. Στην ιδιωτική ασφάλιση ισχύει το «κόστος της καθυστέρησης». Δηλαδή όσο πιο αργά αποφασίσεις να χρηματοδοτήσεις ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, τόσο πιο μεγάλο το κόστος. Κατά τα άλλα η ιδιωτική ασφάλιση προσφέρει λύσεις προσαρμοσμένες στα μέτρα και των 30ρηδων και των 40ρηδων, ακόμη ίσως και των 60ρηδων, πράγμα ασύμφορο.
Από την εμπειρία μου γνωρίζω ότι αν σήμερα ένας 40ρης αποφάσιζε να χρηματοδοτήσει ένα συνταξιοδοτικό συμβόλαιο, με στόχο την αξιοπρεπή σύνταξη, δεν θα πρέπει να υπολογίζει σε λιγότερες από 300.000 με 400.000 δρχ. τον χρόνο. Σημειωτέον ότι τα ποσά αυτά θα πρέπει να είναι και αναπροσαρμόσιμα, τουλάχιστον, για να καλύπτουν τον πληθωρισμό ή για να καλύπτουν την αύξηση των εισοδημάτων του. Ετσι λοιπόν με τα σημερινά δεδομένα η χρηματοδότηση της τάξεως των 400.000 δρχ. θα μπορούσε να αποφέρει μηνιαία σύνταξη από 100.000 δρχ. ως 150.000 δρχ. από 65ο έτος και μετά. Αλλά αυτό δεν είναι και βέβαιο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσο πιο νωρίς αποφασίσει κανείς να εισφέρει στην ιδιωτική ασφάλιση και όσο περισσότερα χρήματα ανάλογα με τις ανάγκες του τοποθετήσει τόσο πιο σίγουρος θα μπορεί να είναι για το ποσό που θα έλθει ως συμπλήρωμα της κοινωνικής ασφάλισης».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΟΥΝΗΣ
(Γενικός διευθυντής Ζωής στη Scoplife)
«Οσο σκληρά και αν φαίνονται τα μέτρα Σπράου για την ασφάλιση, η γνώμη μου είναι ότι δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα σε μακροχρόνια βάση. Απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα για τις επερχόμενες γενεές. Συγκεκριμένα το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το δημογραφικό. Εχουμε φτάσει στο τραγικό επίπεδο δύο εργαζόμενοι να συντηρούν ένα συνταξιούχο. Αυτό βέβαια, εκτός των προβλημάτων που δημιουργεί στην ασφάλιση, σημαίνει και ένα σωρό άλλα προβλήματα.
Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να δουλέψουν παράλληλα κοινωνική και ιδιωτική ασφάλιση. Η κοινωνική να παρέχει ένα μίνιμουμ ποσό 100.000 δρχ. – 150.000 δρχ. και από εκεί και πέρα ο πολίτης να φροντίζει για το επιπλέον σύνταξης και που θα καλύπτεται από την ιδιωτική ασφάλιση.
Δυστυχώς όμως ένας 40ρης σήμερα δεν έχει πολλές επιλογές. Και αυτό διότι του μένουν 20 – 25 χρόνια για να τρέξει ένα ασφαλιστήριο σύνταξης κλασικό. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να αποδώσει το κεφάλαιό του από τα ασφάλιστρα και να του αποφέρουν ένα αξιοπρεπές μηνιαίο εισόδημα. Αν βέβαια έχει τη δυνατότητα να πληρώσει από 500.000 ως 700.000 δρχ. ετησίως, τότε μπορεί να καλυφθεί».
