Τις ακριβές εισαγωγές, ακόμη και αυτές του ουίσκι και άλλων… ευγενών δυτικών ποτών, έχει στόχο να χτυπήσει η ζιβανία. Και αν ακόμη δεν συμβεί κάτι τέτοιο στην κυπριακή ή ακόμη και στην ελληνική αγορά, η οποία μαθαίνει σιγά σιγά την ύπαρξη του παραδοσιακού αυτού κυπριακού απεριτίφ, οι μοναχοί που το παρασκευάζουν, στο μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου στην Κύπρο, ζουν με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή οι προσπάθειές τους θα δώσουν τους αναμενόμενους καρπούς.
Η ιστορία της Κυκκώτικης ζιβανίας είναι αρκετά περιπετειώδης, αν αναλογισθεί κανείς ότι για ένα διάστημα είχε απαγορευθεί η παραγωγή και η διακίνησή της από τους Βρετανούς.
Σύμφωνα με τον διευθυντή του οινοποιείου της Ιεράς Μονής Κύκκου, κ. Μιχ. Κτίστη, το οινοποιείο Κύκκου ξεκίνησε την περίοδο της παραγωγικής του δραστηριότητας πριν από επτά χρόνια. Στόχος ήταν να συνεχίσει την παράδοση της παραγωγής της κόκκινης ζιβανίας, ποτό που κατασκεύαζαν οι μοναχοί, αλλά και να αποτελέσει έναν οικονομικό πνεύμονα στην περιοχή του Κύκκου, η οποία μαστίζεται λόγω της αστυφιλίας.
Οπως τονίζει ο δρ Κωστάκης Φούρναρης, χημικός, τεχνικός διευθυντής του οινοποιείου της Ιεράς Μονής Κύκκου, η απόφαση για την αναβίωση της παραγωγής της κόκκινης ζιβανίας ελήφθη το 1993 από τον ίδιο ύστερα από πρόταση του ηγούμενου της Μονής κ. Νικηφόρου.
Η δραστηριότητα του οινοποιείου αυτό το χρονικό διάστημα έχει θετικό αποτέλεσμα αφού η Ζιβανία έχει αρχίσει να πίνεται όχι μόνο από τους Κυπρίους αλλά και από τους τουρίστες που επισκέπτονται τη Μεγαλόνησο. Παράλληλα η εξέλιξη αυτή οδήγησε και στην κατάργηση των απαγορευτικών διαταγμάτων που αφορούσαν την εμπορία της, με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σταδιακά σε εθνικό προϊόν της Κύπρου.
Σύμφωνα με τον κ. Φούρναρη, αυτό που κάνει τη ζιβανία να διαφέρει από τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά είναι η αποκλειστική παραγωγή της από το σταφύλι και το γεγονός ότι η απόσταξή της γίνεται με συγκέντρωση αιθυλικής αλκοόλης πολύ κοντά στην επιτρεπόμενη (μέγιστο 56%).
