Υφή εναλλασσόμενη

Υφή εναλλασσόμενη Η μετάφραση του «Φάουστ» από τον Πέτρο Μάρκαρη ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ Σε εποχές αποθέωσης του γρήγορου, του βιαστικού, του «ξεπετάγματος», δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε ενώπιον του κοπιώδους έργου, του έργου αφοσίωσης που είναι η μετάφραση του Φάουστ του Γκαίτε. Οι 12.111 στίχοι, οι περισσότεροι σε μέτρο και ομοιοκαταληξία, τα πολλά κωμικά στοιχεία και οι κωμικές σκηνές που διαπερνούν

Υφή εναλλασσόμενη

Σε εποχές αποθέωσης του γρήγορου, του βιαστικού, του «ξεπετάγματος», δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε ενώπιον του κοπιώδους έργου, του έργου αφοσίωσης που είναι η μετάφραση του Φάουστ του Γκαίτε. Οι 12.111 στίχοι, οι περισσότεροι σε μέτρο και ομοιοκαταληξία, τα πολλά κωμικά στοιχεία και οι κωμικές σκηνές που διαπερνούν και διαποτίζουν αυτή την «τραγωδία» (έτσι ονομάζει ο Γκαίτε το έργο), η γλώσσα του Γκαίτε, που δεν είναι μόνο τα γερμανικά της εποχής του αλλά και τα γερμανικά του 17ου και του 16ου αιώνα, καθώς και τα «βιβλικά» γερμανικά του Λούθηρου, αυτή λοιπόν η γλωσσική και μετρική βεντάλια που είναι ο Φάουστ κάνει τη μετάφρασή του να μοιάζει με άθλο. Και αυτόν τον άθλο τον φέρει στους ώμους του ο Πέτρος Μάρκαρης, ένας αφοσιωμένος, και μας τον προσφέρει ως ένα μέγιστο πασχαλινό δώρο (εκδόσεις Γαβριηλίδης). Ο Μάρκαρης είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν τον γνωρίζω, πέρα από ένα τυπικό «καλημέρα» που ανταλλάσσαμε στον διάδρομο του Θεατρολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου και οι δύο διδάσκαμε μιαν εποχή. Τον γνωρίζω όμως ή καλύτερα τον αναγνωρίζω από τη μεγάλη προσφορά του, από τον τρόπο με τον οποίο μας άνοιξε δρόμους προς κείμενα και συγγραφείς, προς λογοτεχνικούς κόσμους, όπως ο κόσμος του Μπρεχτ. Ο Μάρκαρης δεν κραυγάζει για ό,τι κάνει, πράγμα που θα το «εδικαιούτο», ειδικά αυτή τη στιγμή που με τα αστυνομικά μυθιστορήματά του είναι ο πιο γνωστός και ο πιο επιτυχημένος έλληνας συγγραφέας στη γερμανόφωνη αγορά βιβλίου (πάνω από 60.000 αντίτυπα έχουν πουλήσει τα αστυνομικά μυθιστορήματά του, με ήρωα έναν Αθηναίο Μεγκρέ – για να δώσω ένα συμβατικό διεθνές διαβατήριο στον πρωταγωνιστή του). Ας επιστρέψουμε όμως στον άθλο του Φάουστ.


Η μετάφραση του Μάρκαρη και η, για μένα, πολύτιμη, «βιωματική» εισαγωγή του που δείχνει πως η αντιμετώπιση των μεγάλων κειμένων δεν μπορεί να είναι απατηλή και ελαφρά τη καρδία αλλά κρύβει μεγάλη αγωνία και έρευνα που πολλές φορές αναγκάζει τον μεταφραστή να σηκώσει τα χέρια ψηλά, είναι ένα μεταφραστικό μάθημα. Πριν απ’ όλα μας διδάσκει πώς να στέκεις αντιμέτωπος απέναντι σε μια γλώσσα ή καλύτερα σε ένα γλωσσικό οικοδόμημα όπως είναι η γλώσσα του Γκαίτε ή του Σαίξπηρ. Παραθέτω μια ουσιαστική παρατήρηση του Μάρκαρη, που νομίζω ότι θα ξενίσει πολλούς μεταφραστές. Αλλά, τι να κάνουμε, αυτή είναι η αλήθεια. Λέει ο Μάρκαρης: «Πολλοί έχουν την εσφαλμένη αντίληψη ότι η μετάφραση είναι ζήτημα ερμηνείας του πρωτοτύπου. Είναι πρώτιστα ζήτημα γλωσσικού ύφους. Μπορεί να μείνει κανείς πιστός στο πρωτότυπο, αλλά να χάσει την επαφή με το γλωσσικό ύφος, οπότε έχει πιάσει το νόημα του κειμένου, αλλά δεν έχει συλλάβει το έργο τέχνης». Γιατί δεν είναι μόνο η γλώσσα του πρωτοτύπου με την οποία έρχεται αντιμέτωπος ο μεταφραστής. Είναι και οι ελληνικές μεταφράσεις που έχουν προηγηθεί. Για παράδειγμα, όσον αφορά τον Φάουστ, η μετάφραση του πρώτου μέρους της τραγωδίας από τον Κωσταντίνο Χατζόπουλο. Και εδώ ακριβώς είναι το άλλο μεγάλο μάθημα που μας διδάσκει η μετάφραση του Μάρκαρη. Οτι αυτή η δημοτική με την οποία αντιμετωπίστηκαν κλασικά κείμενα της ξένης λογοτεχνίας αλλά και η Ιλιάδα από τον Πάλλη ή η Οδύσσεια από τους Καζαντζάκη και Καρθαίο είναι σκουριασμένη και γερασμένη. «Σε τέτοιες στιγμές αντιλαμβάνεται κανείς τα τραύματα που δημιούργησε η πουριτανική, πολεμική χρήση της γλώσσας» λέει ο Μάρκαρης. «Μπορεί για δεκαετίες να περηφανευόμαστε ότι η δημοτική γλώσσα είναι ικανή να εκφράσει τα πάντα, σήμερα όμως βλέπουμε τη σκουριά της και τρομάζουμε». Ετσι ο μεταφραστής πρέπει να πάρει όλες τις αποστάσεις του και όλες τις ελευθερίες του και να μη διστάσει να βουτήξει ακόμη και στα νερά της καθαρεύουσας – για παράδειγμα, στις ποιητικές φόρμες των ρομαντικών της Αθηναϊκής Σχολής. Μένω σε κάτι ακόμη από τα πολλά που μας διδάσκει αυτή η μετάφραση του Μάρκαρη. Είναι το μέτρο και η ομοιοκαταληξία που οι περισσότεροι έλληνες μεταφραστές κλασικών κειμένων την έχουν στείλει στο πυρ το εξώτερον. Αλλά η ομοιοκαταληξία δεν είναι μόνο στοιχείο της μορφής· είναι και στοιχείο ατμόσφαιρας, στοιχείο δραματικό. Θα μπορούσαμε να γράψουμε και άλλα με αφορμή τη μετάφραση του Φάουστ. Προσδοκώ όμως στον διάλογο που φαντάζομαι ότι το έργο του Μάρκαρη θα προκαλέσει.


Προς το παρόν κλείνω αυτή τη στήλη «των Βαΐων» παραθέτοντας μερικούς στίχους από το ποίημα του ρομαντικού ιταλού Αλεσάντρο Μαντσόνι «Η Πέμπτη Μαΐου» όπως τους μετέφρασαν δύο επτανήσιοι ρομαντικοί, ο Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος και ο Φρειδερίκος Καρρέρ. Ιδιοι στίχοι, ίδια τεχνική αλλά διαφορετική ποιητική ευαισθησία. Μεταφράζει ο Ελισαβέτιος: «Πλιο δεν υπάρχει! Ως έμεινε / Ακίνητο το σώμα, / Αφού η ψυχή του επέταξε / Απ’ το νεκρό το στόμα. / Ετσι κι η γης ακίνητη / Στ’ άκουσμα μένει εκειό». Μεταφράζει ο Φρειδερίκος: «Δεν είναι πλια· κι ως έμεινε / Το σώμα νεκρωμένο, / Αλησμονώντας ποία πνοή / Πριν το ‘χε εμψυχωμένο, / Ετσ’ έμεινε στο άκουσμα / Ακίνητος κι η γη». Οι μεταφράσεις αυτές, μαζί με τις μεταφράσεις του ίδιου ποιήματος από τον Σπυρίδωνα Βλαντή, τον Μαρίνο Σιγούρο και τον Παναγιώτη Ναούμ περιλαμβάνονται στην έκδοση Η Πέμπτη Μαΐου, Το ποίημα και τα μεταφραστικά του προβλήματα, των Ευριπίδη Γαραντούδη και Κατερίνα Καρπινάτο (Γαβριηλίδης) που έρχεται να προσθέσει ακόμη μία ψηφίδα στο παζλ των μεταφραστικών ανησυχιών μας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version