Το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με μια βαρυσήμαντη απόφασή του έκρινε πώς πρέπει να διαμορφώνονται τα δίδακτρα στα ιδιωτικά σχολεία της χώρας μας και πόσα πρέπει να πληρώνουν οι μαθητές.
Ακούγεται απίστευτο αρχικά, αλλά έτσι είναι. Το Δικαστήριο που έκρινε πρόσφατα τι θα γίνει με τον Οτσαλάν και σύντομα θα αποφασίσει τι θα γίνει με την περιουσία του «τέως» είναι εκείνο που αποφάσισε ότι στα δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων πρέπει να μπαίνει πλαφόν.
Είναι εκείνο που με μια εξαιρετικής σημασίας απόφαση είπε ότι η κυβέρνηση και όχι οι ιδιοκτήτες των εκπαιδευτηρίων θα καθορίζει το ποσοστό της αύξησης των διδάκτρων κάθε χρόνο. Η κυβέρνηση θα κρατά και το πεπόνι και το μαχαίρι!
Είναι εκείνο που δικαίωσε την κρατική παρέμβαση σε έναν ευαίσθητο τομέα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και έθεσε οριστικά τέλος στις συζητήσεις επί συζητήσεων και στις ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων των τελευταίων χρόνων με αντικείμενο, τι άλλο, τις αυξήσεις στα δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων.
Η απόφαση του Δικαστηρίου με την αυτονόητη βαρύτητά της είναι απολύτως δεσμευτική για τη χώρα μας. Από τη στιγμή που εκδόθηκε ισχύει και ισχύει για όλους. Η σημασία της, έτσι και αλλιώς σημαντική, αποκτά πρόσθετη αξία σε μια εποχή που η ιδιωτική εκπαίδευση είναι στα πάνω της, πόλος έλξης των μαθητών, μια και το δημόσιο σχολείο περνάει κρίση, κρίση βαθιά και παρατεταμένη.
Στο Στρασβούργο (εκεί εδρεύει το Δικαστήριο) προσέφυγαν οκτώ ιδιοκτήτες ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων από τη χώρα μας και η προσφυγή τους στάθηκε η αφορμή και το έναυσμα για την απόφαση που εκδόθηκε πρόσφατα (φέρει ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 1999) και αφορά χιλιάδες γονείς και παιδιά που φοιτούν ή πρόκειται να φοιτήσουν σε ιδιωτικά σχολεία.
Τι ήταν εκείνο που έκανε τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων να φθάσουν ως το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τι ζητούσαν; Το ποτήρι της υπομονής τους ξεχείλισε όταν το 1997 η κυβέρνηση με νόμο καθόρισε αυξήσεις στα δίδακτρα της τάξεως του 7% και απείλησε με πρόστιμα και κυρώσεις τα σχολεία που θα ανέβαζαν τον πήχη στα τιμολόγια. Η κρατική παρέμβαση στη διαμόρφωση των διδάκτρων και η απαγόρευση να καθορίζουν οι ίδιοι πόσα θα εισπράττουν τους έφερε στο Στρασβούργο με αίτημα να καταδικασθεί η κυβέρνηση για την απόφασή της να βάλει πλαφόν στα δίδακτρα και να τα καθηλώσει σε χαμηλά επίπεδα. Η διεκδίκησή τους ήταν μία: να αφεθούν οι ίδιοι να προσδιορίζουν τα δίδακτρα ελεύθερα, δίχως κρατικές παρεμβάσεις.
Η προσφυγή τους και τα επιχειρήματά τους, με θεμελίωση σε διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας αλλά και σε ρυθμίσεις της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εξετάστηκαν από τους δικαστές, εμπειρότατους και με υψηλή νομομάθεια, αλλά τελικώς απορρίφθηκαν.
Μια ματιά στο βαρυσήμαντο σκεπτικό της απόφασης μας δίδει την απάντηση στο γιατί το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτή την απόφαση.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η κυβέρνηση και μπορεί και πρέπει να θέτει πλαφόν στα δίδακτρα των ιδιωτικών σχολείων διότι:
* Με την απόφασή της εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό, σύμφωνο με το γενικό συμφέρον.
* Η παρέμβασή της στις αυξήσεις των διδάκτρων στα ιδιωτικά σχολεία εντάσσεται στη γενικότερη πολιτική της για σταθεροποίηση των τιμών και των εισοδημάτων.
* Το πλαφόν στα δίδακτρα και η κρατική παρέμβαση για διατήρησή τους σε ορισμένα επίπεδα δίδουν τη δυνατότητα πρόσβασης στην ιδιωτική εκπαίδευση περισσοτέρων μαθητών.
* Τα σχολεία, σε αντίθεση με άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες καθαρά οικονομικού χαρακτήρα, είναι σχολεία και όχι μόνο επιχειρήσεις. Ο σκοπός τους δεν είναι μόνο κερδοσκοπικός.
* Το κράτος μπορεί να επεμβαίνει, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που έχει, για τον έλεγχο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και να καθορίζει και τα δίδακτρα, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας των μέσων προς τον σκοπό.
Παραθέτουμε και ένα μικρό απόσπασμα της απόφασης: «Οι δραστηριότητες των ιδιωτικών σχολείων δεν έχουν αποκλειστικά κερδοσκοπικούς σκοπούς. Στοχεύουν κυρίως στη μετάδοση πολιτιστικών και εκπαιδευτικών αξιών στους μαθητές, στον ίδιο βαθμό και στο ίδιο επίπεδο με εκείνες που προσφέρονται στα δημόσια σχολεία. Βεβαίως το κράτος δύναται να παρέμβει εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει στον καθορισμό των διδάκτρων των ιδιωτικών σχολείων. Η ρύθμισή τους εμπίπτει στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής της κυβέρνησης που αποσκοπεί στη μείωση του πληθωρισμού και στη σταθεροποίηση αμοιβών και εισοδημάτων. Στοχεύει επίσης στο να καταστεί η εκπαίδευση που παρέχεται από τα ιδιωτικά σχολεία προσιτή σε μεγαλύτερο αριθμό γονέων των μαθητών…».
Μάλιστα το Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι η νομολογία του (σειρά αποφάσεών του για παρεμφερή θέματα) αναγνωρίζει το δικαίωμα σε μια κυβέρνηση να μπορεί με μεγάλη ελευθερία να αποφασίζει πώς θα διαχειρισθεί υποθέσεις που σχετίζονται με το δημόσιο συμφέρον, πάντοτε βέβαια με γνώμονα τη λογική. Και βέβαια υπόθεση δημοσίου συμφέροντος είναι η παιδεία και η παροχή της από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Αλλωστε το ελληνικό Σύνταγμα οι ρυθμίσεις του μνημονεύονται από το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ορίζει ότι την ευθύνη για την εκπαίδευση στη χώρα μας την έχει το κράτος.
Με νόμο το κράτος (έτσι λέει το Σύνταγμά μας) ορίζει «τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης αδείας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σε αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους».
Τι είπαν και τι ζήτησαν οι ιδιοκτήτες
Η δικαστική μάχη που δόθηκε ήταν σκληρή. Οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων είχαν τα επιχειρήματά τους και τα είπαν. Είχαν τις ενστάσεις και τις αιτιάσεις τους και τις ανέπτυξαν. Τι υποστήριξαν; Βασικά δύο πράγματα. Οτι:
* Ο καθορισμός συγκεκριμένου ορίου αυξήσεων στα δίδακτρα από την κυβέρνηση παραβιάζει το δικαίωμά τους στην περιουσία τους, δικαίωμα το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, που ανάμεσα σε άλλα λέει: «Κάθε πρόσωπο φυσικό ή νομικό έχει δικαίωμα στην περιουσία του. Κανένας δεν μπορεί να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, παρά μόνο λόγω ή εξαιτίας δημοσίας ωφελείας και σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου».
* Δεν έχουν δυνατότητα να προστατεύσουν το δικαίωμά τους, που πλήττεται με τη ρύθμιση για πλαφόν στα δίδακτρα, καθώς στη χώρα μας δεν υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο που να ελέγχει προληπτικά τους νόμους, αλλά ο νόμος πρέπει πρώτα να ισχύσει και μετά να κριθεί δικαστικώς ως αντισυνταγματικός. Η αδυναμία να προστατεύσουν την περιουσία τους συνιστά, όπως υποστήριξαν, κραυγαλέα παράβαση του άρθρου 13 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που λέει:
«Κάθε πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα παραβιάστηκαν δικαιούται να τύχει αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον της εθνικής δικαιοσύνης, εφόσον η παραβίαση διαπράχθηκε από πρόσωπα που ενεργούσαν στα πλαίσια άσκησης δημοσίου λειτουργήματός τους».
